ων Σταθη N. Kαλυβα & Mαριας Kαλιαμπου* Τρεις δρόμοι ανοίγονται στην εποχή του Μνημονίου. Μια (συντηρητική) εκδοχή το αντιμετωπίζει ως αγγαρεία: μια επαχθή υποχρέωση που μας επέβαλαν καταχρηστικά οι ξένοι. Η εκδοχή αυτή προκρίνει μια στενά δημοσιονομική λογική που οδηγεί στην αποσπασματική εφαρμογή και την ενδεχόμενη αποτυχία. Η δεύτερη (αντιδραστική) εκδοχή εδράζεται στον στρουθοκαμηλισμό: στην άρνηση πως η κρίση υπήρξε αποτέλεσμα στρεβλώσεων που διατρέχουν ολόκληρη την κοινωνία και στον ισχυρισμό πως για όλα φταίνε αποκλειστικά κάποιοι διεφθαρμένοι
πολιτικοί και «κλέφτες». Ο στόχος είναι να μην αλλάξει τίποτα (αντίθετα, να ενισχυθούν οι στρεβλώσεις) και αναπόφευκτη κατάληξη είναι η πτώχευση και η παρακμή. Η τρίτη (επαναστατική) εκδοχή επιτάσσει την γενική κινητοποίηση για μία εκ βάθρων αλλαγή και τη μετατροπή του Μνημονίου σε πλατφόρμα για τη δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων παντού, ξεκινώντας από την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για τον μόνο ελπιδοφόρο δρόμο, ιδιαίτερα δύσβατο όμως, καθώς απαιτεί πολιτικό όραμα και την αλλαγή νοοτροπιών που έχουν διαποτίσει βαθιά τη συλλογική συνείδηση, όπως είναι η επιβράβευση της παράκαμψης των νόμων.Η λαϊκή κουλτούρα αποτελεί ιδανικό καθρέφτη των νοοτροπιών αυτών. Αν και διαφέρουν από χώρα σε χώρα ως προς επιμέρους μοτίβα, τα παραμύθια έχουν κοινό πυρήνα. Ετσι, η σύγκριση εκδοχών του ίδιου παραμυθιού αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών. «Ο αρχικλέφτης» είναι ένα παραμύθι διαδεδομένο σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Ο βασικός πυρήνας του αναφέρεται στα κατορθώματα του επιδέξιου κλέφτη. Στη γερμανική εκδοχή, που περιλαμβάνεται στη συλλογή των αδερφών Γκριμμ («Der Meisterdieb»), ο κλέφτης μετανιωμένος επιστρέφει ύστερα από χρόνια στους φτωχούς γονείς του, οι οποίοι αναστατώνονται μόλις μαθαίνουν την εξέλιξη του γιου τους. Πρέπει να αποδείξει τις ικανότητές του στο νονό του, τον άρχοντα της περιοχής. Αυτός του θέτει τρεις δύσκολες δοκιμασίες για να γλιτώσει τη ζωή του, πράγμα που τελικά επιτυγχάνει με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο. Ο άρχοντας τον αφήνει ελεύθερο, αλλά τον εξορίζει προειδοποιώντας τον πως άμα επιστρέψει, θα τον αποκεφαλίσει.Ο Ελληνας αρχικλέφτης είναι κι αυτός εξαίρετος στην «τέχνη» του: χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα και πονηριά του κλέβει με αριστοτεχνικό τρόπο τον θησαυρό του βασιλιά. Ο τελευταίος δεν καταφέρνει ποτέ να τον πιάσει με αποτέλεσμα να τον περιγελά ο Τούρκος βασιλιάς. Τότε, όμως, ο αρχικλέφτης παρουσιάζεται στον Ελληνα αρχηγό για να τον βοηθήσει και για άλλη μια φορά διαπρέπει. Παριστάνει τον άγγελο Κυρίου στον Τούρκο βασιλιά, τον απάγει για να τον οδηγήσει δήθεν στον Παράδεισο και τον φέρνει μπροστά στον Ελληνα βασιλιά, ο οποίος κάθεται σε χρυσό θρόνο και προσποιείται το Θεό. Ο Τούρκος, νομίζοντας πως αντικρίζει το Θεό προσκυνά τον Ελληνα βασιλιά, ο οποίος του λέει πως είναι άξιος να συλλάβει, αν όχι τον κλέφτη τότε τουλάχιστον τον Τούρκο βασιλιά. Μετά από αυτήν την «ανδραγαθία» του αρχικλέφτη, ο βασιλιάς παραγράφει όλα τα αδικήματά του και δίνουν τα χέρια. Στο τέλος, ο κλέφτης παντρεύεται την κόρη του βασιλιά και ανεβαίνει στο θρόνο.Τόσο στο ελληνικό όσο και στο γερμανικό παραμύθι ο κλέφτης υποβάλλεται σε μια σειρά δοκιμασιών και στο τέλος πάντα τα καταφέρνει. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο παραλλαγών έγκειται στη σχέση του αρχικλέφτη με το νόμο: ενώ στη γερμανική παραλλαγή ο κλέφτης είτε τιμωρείται είτε εκδιώκεται από τη χώρα του, στην ελληνική ο κλέφτης στο τέλος πάντα δικαιώνεται, τα σφάλματά του συγχωρούνται και ο ίδιος αποκτά την εξουσία. Στην ελληνική παραλλαγή είναι εμφανέστατη η αδυναμία του κράτους να επιβληθεί και να εφαρμόσει τους νόμους, ενώ στο γερμανικό κείμενο κυριαρχεί η αίσθηση της τάξης και δικαιοσύνης καθώς ακόμα και ο ίδιος ο κλέφτης αναγνωρίζει την ηθική του κατάπτωση και αποδέχεται την ποινή του. Στο ελληνικό παραμύθι αντίθετα, η κλοπή αντιμετωπίζεται ως αποδεκτή μέθοδος κοινωνικής ανόδου και καταξίωσης που οδηγεί στη μίμηση. Ετσι, σε μιαν άλλη ελληνική εκδοχή, ένας φτωχός γέρος χωρικός, ύστερα από πολλές περιπέτειες όπου άλλοι επιτήδειοι κλέβουν τα ζώα του, αποφασίζει και αυτός να κάνει τα ίδια. «Αρχίνησα και ’γω να κλέβω κι ήβρα την τύχη μου!» αναφωνεί στο τέλος.Οπως δείχνει η σύντομη αυτή περιήγηση στον κόσμο των παραμυθιών, η παράκαμψη του νόμου και η «ανυπακοή» μπορεί ως μύθοι να λειτούργησαν λυτρωτικά σε προνεωτερικές εποχές ακραίας ένδειας αλλά από ένα σημείο και μετά μετατράπηκαν σε τροχοπέδη της προόδου. Σήμερα, δεν έχουν τίποτα απολύτως το καινούργιο ή το ριζοσπαστικό. Η έξοδος από την κρίση απαιτεί την απαλλαγή από πλήθος αντίστοιχων στρεβλών και βαθιά ριζωμένων νοοτροπιών. Οι νοοτροπίες αυτές, όμως, δεν συνιστούν αναλλοίωτα, εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά ριζώνουν (και επομένως παρέρχονται) ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων θεσμών και κινήτρων. Αλλάζοντας τους θεσμούς, αλλάζουμε και τα κίνητρα, και επομένως τις νοοτροπίες. Αν πετύχουμε τη μεταρρύθμιση των θεσμών, θα έχουμε κατορθώσει κάτι πολύ ουσιαστικότερο και βαθύτερο από την αποκατάσταση της δημοσιονομικής τάξης.* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale. Η κ. Μαρία Καλιαμπού είναι λέκτορας του Πανεπιστημίου Yale.πηγη:http://news.kathimerini.gr