Δημοκρατία με πολλά μηδενικά

«Ελπίζω ότι θα συντρίψουμε εν τη γενέσει της την αριστοκρατία των επιχειρήσεων και των χρημάτων τους».Ο Τόμας Τζέφερσον, ένας από τους ιδρυτές πατέρες του αμερικανικού έθνους και ο τρίτος κατά σειρά πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τις επιχειρήσεις και κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του είχε περιορίσει τη δράση τους μέσα σε πολύ αυστηρά πλαίσια.
Περίπου δυόμιση αιώνες αργότερα, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (του στυλοβάτη, θεωρητικά τουλάχιστον, του συντάγματος και της δημοκρατίας) που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν χωρίς κανένα έλεγχο πια τις προεκλογικές εκστρατείες, σίγουρα θα κάνει τα κόκαλα του Τζέφερσον να τρίζουν στον τάφο του.
Αυτή η είδηση ίσως να μη σημαίνει πολλά για όσους βρίσκονται εκτός
αμερικανικών συνόρων και είναι προ πολλού πεπεισμένοι για το ότι στις ΗΠΑ οι επιχειρήσεις είναι αυτές που ούτως ή άλλως κάνουν κουμάντο, και όχι οι πολιτικοί, που εκτελούν απλώς χρέη μαριονέτας.
Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ναι μεν η παρουσία των επιχειρήσεων στις προεκλογικές εκστρατείες είναι δεδομένη, όμως η χρηματοδότηση του κάθε υποψηφίου μέχρι τώρα κινείται σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Σύμφωνα με μια απόφαση που είχε λάβει το ίδιο Ανώτατο Δικαστήριο το 1990, επί διακυβέρνησης Μπους του πρεσβύτερου, οι ιδιωτικές εταιρείες δεν μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν απευθείας την καμπάνια ενός υποψήφιου ή κάποια τηλεοπτικά σποτ. Η χρηματοδότηση έπρεπε να γίνει μέσω της «επιτροπής πολιτικής δράσης» που είχε συσταθεί για αυτόν ακριβώς το λόγο και με πλαφόν στο ποσό που μπορούσε να καταθέσει ένας ιδιώτης ή μια επιχείρηση. Το 2003 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέφρασε ξανά την υποστήριξή του σε εκείνη την παλαιότερη απόφαση.
Οχι όμως και το 2010, οπότε η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία του Δικαστηρίου αποφασίζει με πέντε ψήφους έναντι τεσσάρων να δώσει το ελευθέρας στον κάθε λομπίστα να εξαγοράζει, να εκβιάζει ή να τρομοκρατεί τον όποιο υποψήφιο, και όλα αυτά «στο όνομα της ελευθερίας του λόγου». Μια απόφαση που οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν «πολιτική», αμφισβητώντας ευθέως την «ανεξαρτησία» της δικαστικής εξουσίας.
«Συμπτωματικά» ή όχι, η απόφαση-καταπέλτης εκδόθηκε λίγο μετά την απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να θέσει αυστηρά όρια στη λειτουργία των τραπεζών. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για την «εκδίκηση» των Ρεπουμπλικάνων, οι εξαρτήσεις των οποίων με τα μεγάλα λόμπι, ιδίως εκείνα του πετρελαίου και των όπλων, είναι απροκάλυπτες. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου τούς ευνοεί ολοφάνερα. Επιπλέον, ενόψει των εκλογών για το Κογκρέσο το Νοέμβριο του 2010, προαναγγέλλει μια άγρια προεκλογική εκστρατεία, στην οποία θα επιτρέπονται όλα τα βρόμικα χτυπήματα.
Ο αμερικανός νομικός Μάικλ Γουόλντμαν, σε άρθρο του στη «Washington Post» διακρίνει σε αυτή την τελευταία εξέλιξη μια σαφή αντεπίθεση του δεξιού κατεστημένου απέναντι στις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, της οικονομίας και της περιβαλλοντικής πολιτικής: «Μέσα στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες οι ρεπουμπλικανοί πρόεδροι διόρισαν τα 12 από τα 15 νέα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου. Με τη διαφορά ότι, παλαιότερα, δεν υπήρχαν πολλοί προοδευτικοί νόμοι προς τους οποίους θα μπορούσαν να αντιδράσουν εκείνοι οι δικαστές. Σήμερα, όμως, που και τα δύο σώματα του Κογκρέσου έχουν μετακινηθεί προς τα αριστερά, το δικαστήριο κάνει απότομα στροφή προς τα δεξιά».
Ο Ομπάμα, ο οποίος χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, δήλωσε ότι θα προωθήσει νομοθετική ρύθμιση η οποία θα επιβάλει νέο όριο στις δαπάνες, στις επικείμενες εκλογές. Δεν είναι βέβαιο ότι θα το πετύχει. Η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε θέση άμυνας και οι Δημοκρατικοί, μετά την απώλεια της έδρας της Μασαχουσέτης, έχασαν και την πλειοψηφία στη Γερουσία. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι και κάποιοι «δεξιοί» στο κόμμα των Δημοκρατικών, οι οποίοι διατηρούν στενές σχέσεις με τα μεγάλα λόμπι, θα αφήσουν να περάσει η πρωτοβουλία του προέδρου.