Η νέα κυβέρνηση ανησυχεί τα Βαλκάνια

Η νέα κυβέρνηση ανησυχεί τα Βαλκάνια

Η πρόσφατη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα δεν έφερε μια νέα κυβέρνηση στην εξουσία. Απλά ανέμειξε παλιούς συντηρητικούς πολιτικούς παράγοντες, που κυβέρνησαν επί δεκαετίες τη χώρα οδηγώντας την τελικά στη χρεοκοπία, δίνοντας στο κυβερνητικό σχήμα μια ελαφρώς διαφοροποιημένη μορφή, με κύριο χαρακτηριστικό της την παρουσία, ουκ ολίγων, εξωκοινοβουλευτικών τεχνοκρατών. Μπορεί η εκλογή μιας νέας κυβέρνησης να είναι πάντα μια εσωτερική υπόθεση κάθε χώρας και του λαού της, έχει όμως ταυτόχρονα περιφερειακές και διεθνείς επιπτώσεις, ειδικά στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και έτυχε διθυραμβικής υποδοχής από τον διεθνή οικονομικό τύπο, ως κυβέρνηση “φιλική” προς την επιχειρηματικότητα, εντούτοις προκάλεσε “με το καλημέρα” εύλογες ανησυχίες, καταρχάς στα Βαλκάνια, σχετικά με την εξωτερική πολιτική της χώρας και τις σχέσεις της με τους γείτονες της. Τα συγχαρητήρια εθιμοτυπικά τηλεφωνήματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Ζόραν Ζάεφ προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αμέσως μετά την εκλογή του, υπέκρυπταν και δύο τροχιοδεικτικές βολές: ο μεν Πρόεδρος της Τουρκίας ήθελε να βολιδοσκοπήσει αν ισχύει η παραδοσιακά ήπια και διαλλακτική στάση, που χαρακτηρίζει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ως κυβέρνηση, στα ελληνο-τουρκικά ζητήματα και στο Κυπριακό. Ο δε πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας ήθελε επίσης να βολιδοσκοπήσει αν ο νέος Έλληνας ομόλογός του θα τηρήσει το γράμμα και την ουσία της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως υποσχέθηκε άλλωστε σε Ευρώπη και Αμερική, και δεν θα εξασκήσει μια επιθετική πολιτική εις βάρους του μικρού βόρειου γείτονά, με στόχο την εσωτερική κατανάλωση και το εκλογικό του ακροατήριο. 

Διαλλακτικότητα και ενδοτισμός απέναντι στην Τουρκία
Είναι γνωστό πως παραδοσιακά, η συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα τηρούσε ως κυβέρνηση συνήθως μια παθητική, διαλλακτική και κατευναστική στάση απέναντι στην Τουρκία, τόσο στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, όσο και στο Κυπριακό, σε σημείο ώστε οι πολιτικοί της αντίπαλοι να την κατηγορήσουν ακόμη και για “ενδοτισμό”. Είναι γνωστές από την πρόσφατη ιστορία οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959) για την Κύπρο, που υπεγράφησαν από ελληνικής πλευράς από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή (της ΕΡΕ) και τον υπουργό εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για υπερβολικές παραχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, που άνοιξαν τον δρόμο για τον επερχόμενο Αττίλα. Είναι γνωστή επίσης και η φράση «η Κύπρος κείται μακράν», που είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 14 Αυγούστου 1974, κατά τη διάρκεια του Αττίλα ΙΙ.
Η συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα, όπως δείχνει η πρόσφατη ιστορία αλλά και όπως την κατηγορούν οι πολιτικοί της αντίπαλοι, έχει καταδείξει μια υποχωρητική, σε σημείο ενδοτισμού, στάση απέναντι στην Τουρκία, ειδικά στο Κυπριακό ζήτημα, το οποίο και την κατατρέχει από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα. Τόσο για την τραγωδία του 1974 και τον Αττίλα, όσο και το σημερινό τέλμα στο Κυπριακό, οι ευθύνες της δεν μπορούν να αποκρυβούν. Όπως δεν μπορεί να αποκρυβεί και η ήπια και κατευναστική πολιτική που ασκούσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ -κάνοντας την ακινησία ύψιστη τέχνη της εξωτερικής τους πολιτικής- απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα στο Αιγαίο. Άλλωστε και τα δύο “θερμά επεισόδια” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Σισμίκ 1987 και Ίμια 1996) συνέβησαν όταν δεν κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία στην Ελλάδα, αλλά ο τότε κύριος πολιτικός της αντίπαλος, το ΠΑΣΟΚ, που κρατούσε μια ιδιαίτερα αποφασιστική στάση απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση λοιπόν οι σχετικές προσδοκίες του Ερντογάν από τη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση Μητσοτάκη: “Ελπίζω πως μπορούμε να φέρουμε σε καλύτερο σημείο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν μείνει πιστός στις εκφράσεις του, τις τηρήσει, και κάνει τα απαραίτητα βήματα". Μάλιστα τουρκικές εφημερίδες έφτασαν στο σημείο να ζητούν, ως ένδειξη “καλής θέλησης” από πλευράς Μητσοτάκη, όχι μόνον την “επιστροφή των οκτώ πραξικοπηματιών”, αλλά και την απέλαση “Γκιουλενιστών” και άλλων “τρομοκρατών”, που κατέφυγαν στην Ελλάδα. Κι όλα αυτά ενώ στην Ανατολική Μεσόγειο σημειώνεται ένα μπαράζ τουρκικής επιθετικότητας, με τη διμέτωπη “τουρκική εισβολή” στην κυπριακή ΑΟΖ, με προτάσεις για διαμοιρασμό των ενεργειακών πόρων, κι ενώ αναθερμαίνονται τα σενάρια για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.

Αλλά νταηλίκι και “bullying” απέναντι σε Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία
Αντίθετα με την παραδοσιακά ήπια, διαλλακτική και σχεδόν κατευναστική στάση, που ανήγαγε την  ακινησία και την τελμάτωση σε ύψιστη τέχνη άσκησης εξωτερικής πολιτικής, απέναντι στην επιθετική και αναθεωρητική Τουρκία, η συντηρητική παράταξη επέδειξε παραδοσιακά μια αδιάλλακτη και επιθετική στάση απέναντι απέναντι στους δύο μικρούς και ασθενέστερους βόρειους γείτονες μας: την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Ό,τι δεν μπορούσε να βγάλει απέναντι στην ισχυρή Τουρκία, δηλαδή να ορθώσει ανάστημα, αποφασιστικότητα και να απαιτήσει ρητά την τήρηση των συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου, το έβγαζε απέναντι σε αυτούς τους δύο μικρούς και αδύναμους γείτονες.
Απέναντι στη μεν Αλβανία, όπου υπήρχε επί δεκαετίες το λεγόμενο “εμπόλεμο”, χρησιμοποιούσε το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας με τρόπο εκφοβιστικό και επιθετικό, σε σημείο ώστε τα Τίρανα να φοβούνται ακόμη και για την εδαφική τους ακεραιότητα και να αντιδρούν σπασμωδικά και εθνικιστικά, καταφεύγοντας ταυτόχρονα στην προστασία των ΗΠΑ, της Τουρκίας και άλλων δυνάμεων.
Απέναντι δε στη Βόρεια Μακεδονία η συντηρητική παράταξη, έβγαζε όλες τις απωθημένες φοβίες της απέναντι στον πανσλαβισμό και στον κομουνισμό, και χρησιμοποιούσε τη διαμάχη για το όνομα Μακεδονία, την οποία φρόντιζε να διατηρεί ανοιχτή χάρη στην παραδοσιακή τάση της προς την ακινησία, ως όχημα για “εθνικιστική εγρήγορση” και για ψηφοθηρικούς λόγους, προσελκύοντας ψηφοφόρους ειδικά ανάμεσα σε προσφυγικής καταγωγής πολίτες της βόρειας Ελλάδας. Γι' αυτό και επιδείκνυε μια χαρακτηριστικά αδιάλλακτη στάση, με πλειοδοσία πατριωτισμού που έφτανε σε σημείο εθνικισμού. Μάλιστα, με την πρώτη ευκαιρία χρησιμοποιούσε την απειλή του εμπάργκο και του βέτο για την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Ταυτόχρονα δεν επιδείκνυε πραγματική θέληση, παρά μόνο προσχηματική, για την επίλυση της μακροχρόνιας διαμάχη, την οποία και έθεσαν τέλος με τη Συμφωνία των Πρεσπών οι κυβερνήσεις Τσίπρα και Ζάεφ, που κινήθηκαν ακριβώς αντίθετα από την τακτική της ακινησίας, της τελμάτωσης και του κακοφορμισμού των προβλημάτων, που χαρακτηρίζει τη συντηρητική παράταξη.
Κοντολογίς οι δύο ασθενέστεροι βόρειοι γείτονες μας (Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία) υπήρξαν παραδοσιακά θύματα “bullying” (εκφοβισμού) εκ μέρους των ελληνικών συντηρητικών κυβερνήσεων του παρελθόντος και ανησυχούν μήπως επαναληφθεί το ίδιο σενάριο με τη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Υπερβολικές ανησυχίες και φόβοι; Θα φανεί αυτό στο αμέσως προσεχές διάστημα. Σήμερα αυτές οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ (η Βόρεια Μακεδονία θα γίνει για την ακρίβεια πλήρες μέλος ως το τέλος του 2019), αλλά δεν είναι παρά υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε. και σε αυτό τον τομέα χρειάζονται και τη στήριξη της Ελλάδας. Ή έστω να μην τους θέτει επιπλέον εμπόδια ή βέτο.

Το “καρότο” της ευρωπαϊκής ένταξης και το “μαρτύριο της σταγόνας”...
Η Ελλάδα μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε το “καρότο” της ενταξιακής πορείας ως δέλεαρ προκειμένου  η Αλβανία να προχωρήσει σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, να κατοχυρώσει τα δικαιώματα και τις περιουσίες της ελληνικής εθνικής μειονότητας και για να επιλύσει μια σειρά ακόμη ελληνοαλβανικά ζητήματα (ΑΟΖ, στρατιωτικά νεκροταφεία κ.ά), με γνώμονα πάντα το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Θα συνεχιστεί αυτή η πολιτική εκ μέρους της νέας συντηρητικής κυβέρνησης Μητσοτάκη ή θα δημιουργηθούν και άλλα επιπλέον προβλήματα π.χ. που σχετίζονται με το καθεστώς και τα δικαιώματα των Αλβανών μεταναστών, που ζουν στην Ελλάδα εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, λόγω υιοθέτησης μιας νέας κατασταλτικής μεταναστευτικής πολιτικής που δεν θα δίνει πλέον έμφαση στην ενσωμάτωση;
Απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παραδέχθηκε πως είναι υποχρεωμένη να τηρήσει την “κακή” Συμφωνία των Πρεσπών διότι -και σωστά- η Ελλάδα είναι μια χώρα που, επειδή επικαλείται συχνά το Διεθνές Δίκαιο και τις Συμφωνίες, θα πρέπει πρώτη και καλύτερη να δείχνει τον σεβασμό προς αυτά. Επέμενε ωστόσο πως, όταν θα ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις  της Βόρειας Μακεδονίας με την Ε.Ε. και θα ανοίξουν τα κεφάλαια διαπραγμάτευσης, θα παρακολουθεί στενά την τήρηση της εφαρμογής της -”κακής” κατά τη γνώμη της πάντα- Συμφωνίας των Πρεσπών και θα είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε τυχόν παράβασή της, αν και δε θα μπορεί να κάνει τίποτε με το ζήτημα της γλώσσας και ιθαγένειας (και όχι εθνικότητας), το οποίο έκανε προεκλογική της σημαία. Δήλωσε πως θα επιμείνει στο ζήτημα των εμπορικών σημάτων, της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς, που αποτελεί τμήμα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, εξαντλώντας την αυστηρότητα της και επισείοντας ακόμη και την απειλή του βέτο.
Θα υποβάλει δηλαδή τον μικρό βόρειο γείτονα μας που είδε επιτέλους, με τη βοήθεια και της Αθήνας, να ανοίγουν οι πόρτες της ευρω-ατλαντικής ενσωμάτωσης, της σταθερότητας και της ευημερίας, στο “μαρτύριο της σταγόνας” και του συνεχούς “bullying” για λόγους ικανοποίησης συγκεκριμένης μερίδας του εκλογικού σώματος της ΝΔ, που προήλθε από την ακροδεξιά; Κι αυτό θα φανεί στους επόμενους μήνες, όταν η Βόρεια Μακεδονία, θα καταστεί κι επίσημα υποψήφια προς ένταξη χώρα και θα ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε.

Αιχμάλωτη ενός ακροδεξιού ακροατηρίου;
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία για να καταφέρει να νικήσει σε αυτές εκλογές εφάρμοσε μια διμέτωπη στρατηγική. Από τη μία, για να προσελκύσει ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και της ακροδεξιάς γενικότερα, προώθησε μια ατζέντα που είχε ως επίκεντρο τις παραδοσιακές και συντηρητικές αξίες (δημόσια τάξη και ασφάλεια, αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, κοινωνικό κράτος-πρόνοιας αλλά “μόνο για Έλληνες”, εθνικισμό καθώς και το παραδοσιακό σύνθημα “Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια”). Από την άλλη πολέμησε τις αριστερόστροφες και προοδευτικές πολιτικές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα των μεταναστών, της LGBTQ κοινότητας, των ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων και ειδικά στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη Βόρεια Μακεδονία.
Η Νέα Δημοκρατία νίκησε και επειδή εισέπραξε την πλειονότητα των ψήφων διαμαρτυρίας των βορειοελλαδιτών ψηφοφόρων απέναντι στην “κακή”, κατά τη γνώμη της, Συμφωνία των Πρεσπών,  που υπέγραψε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με την κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ. Στη βόρεια Ελλάδα και ειδικά στην ελληνική Μακεδονία, οι διαφορές των δύο κομμάτων έφθασαν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και στο 20%. Μόνο στην πόλη της Θεσσαλονίκης (Α' Θεσ/νικης) ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε τις δυνάμεις του ισχυρές, κοντά στο 32%, στις πολυπληθείς μάλιστα δυτικές συνοικίες υπερίσχυσε, ενώ η Νέα Δημοκρατία παρουσίασε χαμηλά ποσοστά (35,5%) σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο της.
Μολονότι ο αποκλεισμός της Χρυσής Αυγής από το κοινοβούλιο είναι ένας λόγος για να πανηγυρίζουν οι Έλληνες αντιφασίστες, προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα των πρώην ψηφοφόρων του νεοναζιστικού κόμματος ψήφισαν τελικά τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία εξαιτίας της υπερπατριωτικής στάσης που κράτησε απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz πήγε ένα βήμα πιο πέρα χαρακτηρίζοντας τη Νέα Δημοκρατία ως ένα “ακροδεξιό κόμμα με σκοτεινό αντι-σημιτικό παρελθόν”. Αυτό έκανε τον  βουλευτή της ΝΔ και υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης της νέας κυβέρνησης, Μάκη Βορίδη,  ο οποίος προέρχεται από τον ακροδεξιό και εθνικιστικό χώρο, να αποκηρύξει δημοσίως τόσο παλιούς αντισημίτες φίλους του όσο και τον ίδιο τον αντισημιτισμό.
Το να κάνει κάτι παρόμοιο και η νέα συντηρητική κυβέρνηση της χώρας, δηλαδή να αποκηρύξει τα λάθη του παρελθόντος της, ειδικά στα ζητήματα της εξωτερικής και περιφερειακής της πολιτικής, αυτό θα ήταν μια θετική υπέρβαση και θα δημιουργούσε επιτέλους την αίσθηση διεθνώς πως η Ελλάδα από μέρος του βαλκανικού προβλήματος γίνεται μέρος της λύσης του και πως δεν συμπεριφέρεται ως μια βαλκανική χώρα στην Ευρώπη αλλά ως μία ευρωπαϊκή χώρα στα Βαλκάνια. Μπορούν ωστόσο και οι συντηρητικοί να αλλάζουν πραγματικά;

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.https://tvxs.gr/

Η λίστα ιστολογίων μου