O Αϊνστάιν
προέβλεψε κάποτε ότι ο Δ' Παγκόσμιος Πόλεμος θα διεξαχθεί με πέτρες και
ξύλα καθώς τα πυρηνικά όπλα που θα χρησιμοποιηθούν στον Γ' Παγκόσμιο θα
ισοπεδώσουν όλες τις υποδομές του ανθρώπινου πολιτισμού.
Αυτό που δεν μπορούσε να προβλέψει είναι ότι εν έτει 2020 στρατιώτες δυο πυρηνικών δυνάμεων, στις οποίες κατοικεί το 40% των κατοίκων του πλανήτη και οι οποίες παράγουν σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ,
θα συγκρούονταν με πέτρες, δοκάρια αλλά ακόμη και με τα γυμνά τους
χέρια. Αυτό ακριβώς συνέβη, όμως, τα τελευταία 24ωρα, σε μια από τις
τουλάχιστον τέσσερις διαμφισβητούμενες περιοχές των σινο-ινδικών
συνόρων.Στρατιώτες και αξιωματικοί, οι οποίοι δεν έχουν άδεια οπλοφορίας στη συγκεκριμένη περιοχή, πιάστηκαν κυριολεκτικά στα χέρια και ξεκίνησαν έναν ανηλεή πετροπόλεμο. Αν επιβεβαιωθούν ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις για το θάνατο 20 ανθρώπων (κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό στους 40), θα πρόκειται για την πρώτη πολύνεκρη σύγκρουση των ενόπλων δυνάμεων των δυο χωρών από το 1962. Ενώ, όμως, οι περισσότεροι αναλυτές αναζητούν τα αίτια της σύγκρουσης στην ιστορική αντιπαράθεση του Πεκίνου με το Δελχί, συχνά παραλείπουν τον εμπρηστικό ρόλο που παίζει η Ουάσινγκτον.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα τρεις διαδοχικοί Πρόεδροι των ΗΠΑ ποντάρουν στον ινδικό εθνικισμό σαν ανάχωμα στην επιρροή της Κίνας σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία. Με την ανοχή ή την ενθάρρυνσή τους, η Ινδία «νομιμοποίησε» το πυρηνικό της οπλοστάσιο στα μάτια της διεθνούς κοινότητας και μετατράπηκε στον τρίτο σημαντικότερο αγοραστή οπλικών συστημάτων στον κόσμο με δαπάνες 71 δισεκατομμύρια δολάρια - μετά τις ΗΠΑ με 732 δισεκατομμύρια δολάρια και την Κίνα με 261 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μεγάλο τμήμα του οπλισμού της Ινδίας έρχεται μέσω του Ισραήλ, το οποίο από το 2017 έχει μετατρέψει τη χώρα στον σημαντικότερο πελάτη της πολεμικής του βιομηχανίας. Μεταξύ άλλων, η Ινδία αγοράζει συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, ραντάρ και πυρομαχικά αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Η ακροδεξιά και εθνικιστική ρητορική του κυβερνώντος κόμματος BJP της Ινδίας βρήκε ευήκοα ώτα τόσο στην κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ όσο και στο επιτελείο του ακροδεξιού πρωθυπουργού του Ισραήλ. Η συμμαχία όμως εναντίον της Κίνας έχει βαθύτερες ρίζες.
Ο αμερικανικός στόλος
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη σύγκρουση μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας διεξήχθη ενώ οι ΗΠΑ έστελναν στην περιοχή τρία αεροπλανοφόρα (το Theodore Roosevelt, το Nimitz και το Ronald Reagan) τα οποία, μαζί με τα συνοδευτικά σκάφη, θα αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες προβολές ισχύος που έχει πραγματοποιήσει η Ουάσινγκτον σε καιρό ειρήνης. Αν και τα δυο περιστατικά δεν συνδέονται άμεσα, είναι βέβαιο ότι η Ινδία αισθάνεται πολύ πιο ασφαλής να αντιπαρατεθεί με την Κίνα γνωρίζοντας το μέγεθος της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή. Παρουσία η οποία -παρεμπιπτόντως- φτάνει πολύ συχνά στα όρια πρόκλησης θερμών επεισοδίων, καθώς αμερικανικά σκάφη και πλοία εισέρχονται σε περιοχές στις οποίες η Κίνα υποστηρίζει ότι ασκεί κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα.Οι πρόσφατες συγκρούσεις σε ερημικές περιοχές των Ιμαλαΐων, δεν αποτελούν απλώς θέμα γοήτρου για τις δύο χώρες, καθώς από τις διαμφισβητούμενες περιοχές θα περνά και ένα τμήμα του λεγόμενου «Οικονομικού Διάδρομου Κίνας-Πακιστάν (CPEC)». Πρόκειται για ένα πακέτο έργων υποδομής αξίας 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων το οποίο περιλαμβάνει ενεργειακούς αγωγούς και δίκτυα σιδηροδρόμων που θα φτάνουν μέχρι το λιμάνι του Γκουαντάρ στο Πακιστάν. Μέσω αυτών, το Πεκίνο φιλοδοξεί να βρει εναλλακτικούς δρόμους για την τροφοδοσία του σε ενέργεια και την εξαγωγή προϊόντων, που δεν θα περνούν από τις σφαίρες επιρροής της Ουάσινγκτον και συγκεκριμένα από τα στενά της Μαλάκκας.
Σήμερα, το 80% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που εισάγει η Κίνα από τη Μέση Ανατολή περνά από τα συγκεκριμένα στενά, γεγονός που σημαίνει ότι ο αμερικανικός στόλος θα μπορούσε να προκαλέσει ενεργειακή ασφυξία στην μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη σε διάστημα λίγων ημερών. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι ΗΠΑ έχουν πολύ συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους επιθυμούν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στα σύνορα της Κίνας και, συγκεκριμένα, στις περιοχές που προσεγγίζουν την πορεία του CPEC.
H συγκεκριμένη πολιτική των ΗΠΑ έχει στρατηγικό βάθος και συνεπώς στηρίζεται από τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς, αλλά και σχεδόν το σύνολο του στρατιωτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας. Ακόμη δηλαδή και αν επιβεβαιωθούν οι πρόσφατες καταγγελίες του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, ότι ο Τραμπ ζήτησε τη στήριξη του Πεκίνου για τις επερχόμενες εκλογές, η συνολική στάση της Ουάσινγκτον δεν πρόκειται να μεταβληθεί.
Μια αντιπαράθεση λοιπόν που θεωρητικά θα έπρεπε να έχει απλώς τοπικό χαρακτήρα, θα μπορούσε γρήγορα να κλιμακωθεί σε μια διένεξη με επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον η πρόβλεψη του Αϊνστάιν να μην αντιστραφεί και αντί ένας παγκόσμιος πόλεμος να οδηγήσει σε μάχες με πέτρες και ξύλα, ένας πετροπόλεμος να οδηγήσει σε παγκόσμια σύγκρουση.https://sputniknews.gr/