Ο Πωλ Κρούγκμαν γράφει στη στήλη του στην εφημερίδα The New York
Times ότι τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι ελίτ του πλούτου έχουν
εργαλειοποιήσει τον ρατσισμό. Μέχρι την άνοδο του Τραμπ αυτό γινόταν με
την τήρηση των προσχημάτων. Επί της προεδρίας του τα πράγματα έχουν
ξεφύγει. Το φθινόπωρο, γράφει ο Κρούγκμαν, ο επικεφαλής του
συνδικαλιστικού οργάνου των αστυνομικών της Μινεάπολης, Μπομπ Κρολ,
μίλησε σε συγκέντρωση του Ντόναλντ Τραμπ και ευχαρίστησε τον Αμερικανό
πρόεδρο γιατί έβαλε τέλος στην «καταπίεση της αστυνομίας» από τον
Μπαράκ Ομπάμα και επέτρεψε στους αστυνομικούς «να βάζουν χειροπέδες
στους εγκληματίες και όχι στους εαυτούς τους». Αυτό παραπέμπει και σε
αναλογίες στα καθ’ ημάς: «Δεν περάσαμε και πάρα πολύ καλά οι
αστυνομικοί… δεν αισθανόμασταν ότι έχουμε πολιτική κάλυψη…» από την
προηγούμενη κυβέρνηση, ανέφερε ο αντιπρόεδρος της πανελλήνιας
Ομοσπονδίας Αστυνομικών (ΠΟΑΣΥ) Σταύρος Μπαλάσκας(ΣΚΑΪ 9/7/2019).
Με την άνοδο των Τραμπ, Μπολσονάρου και άλλων (ακρο)δεξιών στην εξουσία, από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, τη Χιλή, τη Βολιβία, τη Γαλλία ως το Χονγκ Κονγκ και την Ελλάδα έχουμε την απελευθέρωση της θεσμικής κρατικής βίας, έχουμε μία «αστυνομία με λυμένα χέρια» κι έναν φαύλο κύκλο άγριας καταστολής.
«Πώς φθάσαμε ως εδώ;» αναρωτιέται ο Κρούγκμαν, και απαντάει ο ίδιος: «Η κεντρική ιδέα της αμερικανικής πολιτικής τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες είναι ότι οι ελίτ του πλούτου έχουν εργαλειοποιήσει τον ρατσισμό για να κερδίσουν πολιτική ισχύ, με την οποία κάνουν τους ήδη πλούσιους ακόμη πλουσιότερους εις βάρος των εργαζομένων.»
Στον οικονομικό και εργασιακό τομέα, ο Τραμπ δεν προσέφερε τίποτα στους λευκούς εργαζόμενους που τον υποστηρίζουν. Το μόνο που πρόσφερε είναι «Βασικά, επιβεβαίωση και αίσθηση ανωτερότητας στο έδαφος της φυλετικής εχθρότητας. Πουθενά δεν φαίνεται αυτό καθαρότερα απ’ ό,τι στη σχέση του με την αστυνομία», γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Και συνεχίζει:
«Αν ο πολιτικός προσανατολισμός καθοριζόταν μόνο από το οικονομικό συμφέρον, θα περίμενε κανείς οι αστυνομικοί να ψηφίζουν Δημοκρατικούς… Όμως, πολλοί αστυνομικοί και τα συνδικάτα τους παραμένουν σθεναροί υποστηρικτές του Τραμπ και δεν κρύβουν το γιατί: Νιώθουν ότι ο Τραμπ θα τους υποστηρίξει ακόμη και αν, ή, ίσως ειδικά αν κακοποιούν φυλετικές μειονότητες.». Πίσω από αυτό το επιχείρημα ο νομπελίστας οικονομολόγος επιχειρεί να αποδώσει την ευθύνη για τον ρατσισμό και την αστυνομική αυθαιρεσία αποκλειστικά στον Τραμπ και στους Ρεπουμπλικάνους. Όμως και επί Ομπάμα είχαμε ανάλογα φαινόμενα(δολοφονία Έρικ Γκάρνερ). Ο ρατσισμός στις ΗΠΑ έχει μεγάλη ιστορία, που δεν εξαντλείται στα τελευταία 40 χρόνια, ούτε στον Τραμπ, όπως υποστηρίζει ο Κρούγκμαν.
Η ιστορία του ρατσισμού στις ΗΠΑ
Οι αμερικανικές πολιτικές και κοινωνικές ελίτ θεωρούσαν πάντα ότι αποτελούσαν μια ανώτερη ράτσα. Το πρώτο ξενοφοβικό κόμμα ήταν το Know Nothing που ιδρύθηκε το 1850 στη Νέα Υόρκη και είχε ως σύνθημα: «Η Αμερική στους Αμερικανούς», πίσω από το οποίο υποκρύπτονταν οι ξενοφοβικές τάσεις των Αμερικανών «αυτοχθόνων»(λευκοί οι οποίοι γεννήθηκαν στην Αμερική) που ορκίζονταν να χρησιμοποιούν όλη τους την επιρροή για την είσοδο στις υπεύθυνες θέσεις των «αυτοχθόνων Αμερικανών, αποκλείοντας κάθε ξένο και κάθε κάτοικο αλλότριας καταγωγής».
Η «ράτσα» των Αγγλοσαξόνων επανεφευρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από συγγραφείς όπως Ουόλτερ Σκοτ και ο Τόμας Καρλάιλ, ενώ σχηματοποιήθηκε από ιστορικούς όπως ο Τζορτζ Μπάνκροφτ και «βιολογοποιήθηκε» από εθνολόγους και φρενολόγους! Έτσι, η ανωτερότητα της «φυλής» των προτεσταντών αγγλοσαξόνων θα αποκτήσει ψευδο-επιστημονική νομιμοποίηση μέσω του περίφημου «κοινωνικού δαρβινισμού». Η αρχή της φυσικής επιλογής θα επεκταθεί και στην ανθρώπινη κοινωνία, νομιμοποιώντας τη βία των ισχυρών.
Έτσι, η «ράτσα» των αγγλοσαξόνων εκλαμβάνεται ως εκείνη που είναι έκδηλα προικισμένη για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Αντίθετα, οι κατώτερες ράτσες θεωρούνται ότι είναι απροσάρμοστες στη δημοκρατία και «αποκλεισμένες από το μαγικό κύκλο της σαξονικής ελευθερίας. Αυτές υπάρχουν μόνο για είναι εκμεταλλεύσιμες μέχρι τελευταίας ρανίδας»[1].
Πίσω από το μύθο του αμερικανικού εμφυλίου –τον επονομαζόμενο και «πόλεμο των πλουσίων»- για την υποτιθέμενη απελευθέρωση των Μαύρων σκλάβων και πίσω από τις φυλετικές και θρησκευτικές συγκρούσεις των «κάτω» βρίσκεται ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας και η αναζήτηση φθηνής εργασίας από τους επιχειρηματίες του βιομηχανοποιημένου βορρά.
Η ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού (κατώτεροι λαοί που δεν δύνανται να αυτοκυβερνηθούν) θα συνοδεύσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, νομιμοποιώντας την κατάκτηση της Χαβάης, της Κούβας, του Πόρτο Ρίκο, των Φιλιππίνων.
Την ίδια εποχή, τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, θα αναπτυχθεί και ο Πραγματισμός, η κατ’ εξοχήν αμερικανική φιλοσοφία. Ένας από τους ιδρυτές του, ο Τζ. Ντιούι (ιδρυτής της σχολής αστικής κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου του Σικάγου) θα αντιπροτείνει απέναντι στην απόλυτη «καθαρότητα» των WASPs και την πολιτική της απόλυτης αφομοίωσης («εκατό τις εκατό Αμερικανοί»), την ήπια ενσωμάτωση των ξένων, βασισμένη στον αυτοπροσδιορισμό και την ανοχή. Υπ’ αυτή την οπτική το έθνος είναι ένα σύνθετο σύνολο που απορροφά ό,τι «καλύτερο και πιο χαρακτηριστικό» παράγουν οι μετανάστες. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Έμερσον θα απαντήσει στους νατιβιστές, που καταδίκαζαν τους μιγάδες και τους μικτούς γάμους, λέγοντας ότι η φύση αγαπά τις διασταυρώσεις.
Τελικά, η αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεταναστευτικών ρευμάτων είναι η μεγάλη αμερικανική εφεύρεση, που ισχύει και σήμερα, αλλά όχι με τη δυναμική του παρελθόντος. Μάλιστα, ο περίφημος «κοινωνικός αυτοματισμός» που ισχύει από την εποχή του Γούντροου Ουίλσον επιχειρεί να απονομιμοποιήσει ιδεολογικά το δίκαιο των εργατικών αγώνων, δικαιώνοντας τους απεργοσπάστες νέους μετανάστες!
Γενικά, οι «κάτω» θα κατατρύχονται από μία σειρά εμφύλιων αντιπαραθέσεων μέχρι και σήμερα, που δεν θα τους επιτρέπει να δημιουργήσουν ένα «πολιτικό Εμείς» με βάση την κεντρική αντίθεση, που είναι οικονομική. Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση θα γίνεται με βάση τις υποδεέστερες αντιθέσεις, που θα διασπούν τους «κάτω» και θα τους ενώνουν με τους «από πάνω». Τέτοιου είδους αντιθέσεις είναι «οι αμβλώσεις», «οι εμβολιασμοί», «η θεωρία του Δαρβίνου», «η υπεροχή των λευκών» κ.ά.
Ο εξωτερικός εχθρός
Μία από τις μεγάλες εφευρέσεις είναι και ο «εξωτερικός εχθρός» που ενώνει τις ελίτ με τους «κάτω», συνιστώντας το κριτήριο του αμερικάνικου Πατριωτισμού. Οι εφευρέσεις των εχθρών στηρίχθηκαν αρχικά στη θρησκεία, ενώ στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν με μία σειρά δήθεν επιστημονικών ανακαλύψεων που νομιμοποιούσαν το ρατσισμό, όπως ο «κοινωνικός δαρβινισμός». Έτσι, οι εχθροί απέκτησαν εθνο-φυλετικά χαρακτηριστικά(ρατσισμός). Τέλος, ο συνταγματικός Πατριωτισμός θα γίνει η ιδιότυπη πολιτική «θρησκεία» των ΗΠΑ, οπότε οι εχθροί θα λάβουν στο εσωτερικό τα χαρακτηριστικά του αντι-πατριώτη (προδότη) και στο εξωτερικό του αντι-αμερικανού.
Ο νέος «αντι-πατριωτισμός» σύμφωνα με τον Τραμπ προέρχεται από τη «ριζοσπαστική αριστερά». Η Σοβιετική Ένωση μπορεί να κατέρρευσε, αλλά ο «μπολσεβικισμός» είναι εδώ για να τροφοδοτήσει τη νέα Κου Κλουξ Κλαν, το «νέο πατριωτισμό» των νεοναζί και το νέο μακαρθισμό με το κυνήγι των «αντιπατριωτών», δηλαδή των «αριστερών».
Οι αθώοι… Δημοκρατικοί
«Επί χρόνια οι Ρεπουμπλικανοί εκμεταλλεύονται τις φυλετικές εντάσεις για να κερδίζουν εκλογές παρότι η ατζέντα τους βλάπτει τους εργαζομένους. Αλλά τώρα ο Τραμπ ωθεί αυτή την κυνική στρατηγική προς την αποθέωσή της», γράφει ο Κρούγκμαν. Η διαφωνία μας με τον αμερικανό οικονομολόγο είναι ότι υπερτονίζει την ευθύνη του Τραμπ και «αθωώνει» του Δημοκρατικούς για τη στρατηγική των «φυλετικών εντάσεων». Όμως, και οι μεν και οι δε επωφελούνται από τις αντιθέσεις και τη διάσπαση των «κάτω». Απλώς, όταν καμιά φορά ενώνονται, τότε ασκείται ανοιχτά η πιο άγρια κρατική βία. Πολλοί μιλούν για την προφητεία του Τζόκερ, αλλά και η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» αποτυπώνει απολύτως την στρατηγική του «εμφυλίου των από κάτω», του διαίρει και βασίλευε στις ΗΠΑ. Όσο οι «συμμορίες» των «κάτω» αλληλοσκοτώνονται, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όταν όμως ενώθηκαν, τότε επενέβη ο στρατός.
Ο Πωλ Κρούγκμαν φοβάται: «Αν ο Τραμπ ενθαρρύνει τη βία και μιλάει για στρατιωτικές λύσεις απαντώντας σε κατά κανόνα ειρηνικές διαδηλώσεις, τι θα κάνει, αυτός και οι υποστηρικτές του, αν διαπιστώνει ότι κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές του Νοεμβρίου;» αναρωτιέται.
Την απάντηση στον Κρούγκαν δίνει η δημοσιογράφος Helen Buyniski, η οποία αναφερόμενη στην απειλή χρησιμοποίησης του στρατού από τον Τραμπ, γράφει: «Η εφημερίδα The New York Times χύνει τώρα δάκρυα για τον φασισμό - (αλλά αυτό δεν συμβαίνει) όταν οι σελίδες της έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή συναίνεσης για τους πολέμους στο εξωτερικό…». Αυτό δεν είναι το αποκορύφωμα της υποκρισίας; Διερωτάται η δημοσιογράφος και καταλήγει: «Η μαζική βία είναι αποδεκτή μόνο όταν συμβαίνει σε πολίτες εκτός των ΗΠΑ.»!
Με την άνοδο των Τραμπ, Μπολσονάρου και άλλων (ακρο)δεξιών στην εξουσία, από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, τη Χιλή, τη Βολιβία, τη Γαλλία ως το Χονγκ Κονγκ και την Ελλάδα έχουμε την απελευθέρωση της θεσμικής κρατικής βίας, έχουμε μία «αστυνομία με λυμένα χέρια» κι έναν φαύλο κύκλο άγριας καταστολής.
«Πώς φθάσαμε ως εδώ;» αναρωτιέται ο Κρούγκμαν, και απαντάει ο ίδιος: «Η κεντρική ιδέα της αμερικανικής πολιτικής τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες είναι ότι οι ελίτ του πλούτου έχουν εργαλειοποιήσει τον ρατσισμό για να κερδίσουν πολιτική ισχύ, με την οποία κάνουν τους ήδη πλούσιους ακόμη πλουσιότερους εις βάρος των εργαζομένων.»
Στον οικονομικό και εργασιακό τομέα, ο Τραμπ δεν προσέφερε τίποτα στους λευκούς εργαζόμενους που τον υποστηρίζουν. Το μόνο που πρόσφερε είναι «Βασικά, επιβεβαίωση και αίσθηση ανωτερότητας στο έδαφος της φυλετικής εχθρότητας. Πουθενά δεν φαίνεται αυτό καθαρότερα απ’ ό,τι στη σχέση του με την αστυνομία», γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Και συνεχίζει:
«Αν ο πολιτικός προσανατολισμός καθοριζόταν μόνο από το οικονομικό συμφέρον, θα περίμενε κανείς οι αστυνομικοί να ψηφίζουν Δημοκρατικούς… Όμως, πολλοί αστυνομικοί και τα συνδικάτα τους παραμένουν σθεναροί υποστηρικτές του Τραμπ και δεν κρύβουν το γιατί: Νιώθουν ότι ο Τραμπ θα τους υποστηρίξει ακόμη και αν, ή, ίσως ειδικά αν κακοποιούν φυλετικές μειονότητες.». Πίσω από αυτό το επιχείρημα ο νομπελίστας οικονομολόγος επιχειρεί να αποδώσει την ευθύνη για τον ρατσισμό και την αστυνομική αυθαιρεσία αποκλειστικά στον Τραμπ και στους Ρεπουμπλικάνους. Όμως και επί Ομπάμα είχαμε ανάλογα φαινόμενα(δολοφονία Έρικ Γκάρνερ). Ο ρατσισμός στις ΗΠΑ έχει μεγάλη ιστορία, που δεν εξαντλείται στα τελευταία 40 χρόνια, ούτε στον Τραμπ, όπως υποστηρίζει ο Κρούγκμαν.
Η ιστορία του ρατσισμού στις ΗΠΑ
Οι αμερικανικές πολιτικές και κοινωνικές ελίτ θεωρούσαν πάντα ότι αποτελούσαν μια ανώτερη ράτσα. Το πρώτο ξενοφοβικό κόμμα ήταν το Know Nothing που ιδρύθηκε το 1850 στη Νέα Υόρκη και είχε ως σύνθημα: «Η Αμερική στους Αμερικανούς», πίσω από το οποίο υποκρύπτονταν οι ξενοφοβικές τάσεις των Αμερικανών «αυτοχθόνων»(λευκοί οι οποίοι γεννήθηκαν στην Αμερική) που ορκίζονταν να χρησιμοποιούν όλη τους την επιρροή για την είσοδο στις υπεύθυνες θέσεις των «αυτοχθόνων Αμερικανών, αποκλείοντας κάθε ξένο και κάθε κάτοικο αλλότριας καταγωγής».
Η «ράτσα» των Αγγλοσαξόνων επανεφευρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από συγγραφείς όπως Ουόλτερ Σκοτ και ο Τόμας Καρλάιλ, ενώ σχηματοποιήθηκε από ιστορικούς όπως ο Τζορτζ Μπάνκροφτ και «βιολογοποιήθηκε» από εθνολόγους και φρενολόγους! Έτσι, η ανωτερότητα της «φυλής» των προτεσταντών αγγλοσαξόνων θα αποκτήσει ψευδο-επιστημονική νομιμοποίηση μέσω του περίφημου «κοινωνικού δαρβινισμού». Η αρχή της φυσικής επιλογής θα επεκταθεί και στην ανθρώπινη κοινωνία, νομιμοποιώντας τη βία των ισχυρών.
Έτσι, η «ράτσα» των αγγλοσαξόνων εκλαμβάνεται ως εκείνη που είναι έκδηλα προικισμένη για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Αντίθετα, οι κατώτερες ράτσες θεωρούνται ότι είναι απροσάρμοστες στη δημοκρατία και «αποκλεισμένες από το μαγικό κύκλο της σαξονικής ελευθερίας. Αυτές υπάρχουν μόνο για είναι εκμεταλλεύσιμες μέχρι τελευταίας ρανίδας»[1].
Πίσω από το μύθο του αμερικανικού εμφυλίου –τον επονομαζόμενο και «πόλεμο των πλουσίων»- για την υποτιθέμενη απελευθέρωση των Μαύρων σκλάβων και πίσω από τις φυλετικές και θρησκευτικές συγκρούσεις των «κάτω» βρίσκεται ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας και η αναζήτηση φθηνής εργασίας από τους επιχειρηματίες του βιομηχανοποιημένου βορρά.
Η ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού (κατώτεροι λαοί που δεν δύνανται να αυτοκυβερνηθούν) θα συνοδεύσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, νομιμοποιώντας την κατάκτηση της Χαβάης, της Κούβας, του Πόρτο Ρίκο, των Φιλιππίνων.
Την ίδια εποχή, τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, θα αναπτυχθεί και ο Πραγματισμός, η κατ’ εξοχήν αμερικανική φιλοσοφία. Ένας από τους ιδρυτές του, ο Τζ. Ντιούι (ιδρυτής της σχολής αστικής κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου του Σικάγου) θα αντιπροτείνει απέναντι στην απόλυτη «καθαρότητα» των WASPs και την πολιτική της απόλυτης αφομοίωσης («εκατό τις εκατό Αμερικανοί»), την ήπια ενσωμάτωση των ξένων, βασισμένη στον αυτοπροσδιορισμό και την ανοχή. Υπ’ αυτή την οπτική το έθνος είναι ένα σύνθετο σύνολο που απορροφά ό,τι «καλύτερο και πιο χαρακτηριστικό» παράγουν οι μετανάστες. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Έμερσον θα απαντήσει στους νατιβιστές, που καταδίκαζαν τους μιγάδες και τους μικτούς γάμους, λέγοντας ότι η φύση αγαπά τις διασταυρώσεις.
Τελικά, η αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεταναστευτικών ρευμάτων είναι η μεγάλη αμερικανική εφεύρεση, που ισχύει και σήμερα, αλλά όχι με τη δυναμική του παρελθόντος. Μάλιστα, ο περίφημος «κοινωνικός αυτοματισμός» που ισχύει από την εποχή του Γούντροου Ουίλσον επιχειρεί να απονομιμοποιήσει ιδεολογικά το δίκαιο των εργατικών αγώνων, δικαιώνοντας τους απεργοσπάστες νέους μετανάστες!
Γενικά, οι «κάτω» θα κατατρύχονται από μία σειρά εμφύλιων αντιπαραθέσεων μέχρι και σήμερα, που δεν θα τους επιτρέπει να δημιουργήσουν ένα «πολιτικό Εμείς» με βάση την κεντρική αντίθεση, που είναι οικονομική. Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση θα γίνεται με βάση τις υποδεέστερες αντιθέσεις, που θα διασπούν τους «κάτω» και θα τους ενώνουν με τους «από πάνω». Τέτοιου είδους αντιθέσεις είναι «οι αμβλώσεις», «οι εμβολιασμοί», «η θεωρία του Δαρβίνου», «η υπεροχή των λευκών» κ.ά.
Ο εξωτερικός εχθρός
Μία από τις μεγάλες εφευρέσεις είναι και ο «εξωτερικός εχθρός» που ενώνει τις ελίτ με τους «κάτω», συνιστώντας το κριτήριο του αμερικάνικου Πατριωτισμού. Οι εφευρέσεις των εχθρών στηρίχθηκαν αρχικά στη θρησκεία, ενώ στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν με μία σειρά δήθεν επιστημονικών ανακαλύψεων που νομιμοποιούσαν το ρατσισμό, όπως ο «κοινωνικός δαρβινισμός». Έτσι, οι εχθροί απέκτησαν εθνο-φυλετικά χαρακτηριστικά(ρατσισμός). Τέλος, ο συνταγματικός Πατριωτισμός θα γίνει η ιδιότυπη πολιτική «θρησκεία» των ΗΠΑ, οπότε οι εχθροί θα λάβουν στο εσωτερικό τα χαρακτηριστικά του αντι-πατριώτη (προδότη) και στο εξωτερικό του αντι-αμερικανού.
Ο νέος «αντι-πατριωτισμός» σύμφωνα με τον Τραμπ προέρχεται από τη «ριζοσπαστική αριστερά». Η Σοβιετική Ένωση μπορεί να κατέρρευσε, αλλά ο «μπολσεβικισμός» είναι εδώ για να τροφοδοτήσει τη νέα Κου Κλουξ Κλαν, το «νέο πατριωτισμό» των νεοναζί και το νέο μακαρθισμό με το κυνήγι των «αντιπατριωτών», δηλαδή των «αριστερών».
Οι αθώοι… Δημοκρατικοί
«Επί χρόνια οι Ρεπουμπλικανοί εκμεταλλεύονται τις φυλετικές εντάσεις για να κερδίζουν εκλογές παρότι η ατζέντα τους βλάπτει τους εργαζομένους. Αλλά τώρα ο Τραμπ ωθεί αυτή την κυνική στρατηγική προς την αποθέωσή της», γράφει ο Κρούγκμαν. Η διαφωνία μας με τον αμερικανό οικονομολόγο είναι ότι υπερτονίζει την ευθύνη του Τραμπ και «αθωώνει» του Δημοκρατικούς για τη στρατηγική των «φυλετικών εντάσεων». Όμως, και οι μεν και οι δε επωφελούνται από τις αντιθέσεις και τη διάσπαση των «κάτω». Απλώς, όταν καμιά φορά ενώνονται, τότε ασκείται ανοιχτά η πιο άγρια κρατική βία. Πολλοί μιλούν για την προφητεία του Τζόκερ, αλλά και η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» αποτυπώνει απολύτως την στρατηγική του «εμφυλίου των από κάτω», του διαίρει και βασίλευε στις ΗΠΑ. Όσο οι «συμμορίες» των «κάτω» αλληλοσκοτώνονται, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όταν όμως ενώθηκαν, τότε επενέβη ο στρατός.
Ο Πωλ Κρούγκμαν φοβάται: «Αν ο Τραμπ ενθαρρύνει τη βία και μιλάει για στρατιωτικές λύσεις απαντώντας σε κατά κανόνα ειρηνικές διαδηλώσεις, τι θα κάνει, αυτός και οι υποστηρικτές του, αν διαπιστώνει ότι κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές του Νοεμβρίου;» αναρωτιέται.
Την απάντηση στον Κρούγκαν δίνει η δημοσιογράφος Helen Buyniski, η οποία αναφερόμενη στην απειλή χρησιμοποίησης του στρατού από τον Τραμπ, γράφει: «Η εφημερίδα The New York Times χύνει τώρα δάκρυα για τον φασισμό - (αλλά αυτό δεν συμβαίνει) όταν οι σελίδες της έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή συναίνεσης για τους πολέμους στο εξωτερικό…». Αυτό δεν είναι το αποκορύφωμα της υποκρισίας; Διερωτάται η δημοσιογράφος και καταλήγει: «Η μαζική βία είναι αποδεκτή μόνο όταν συμβαίνει σε πολίτες εκτός των ΗΠΑ.»!