Μιας και ούτε το κόμμα του Βενιζέλου, φερόμενο και ως ΠΑΣΟΚ, ούτε η ΝΔ εμφάνισαν μετεκλογικό κυβερνητικό πρόγραμμα, παρά μόνο επιμέρους προτάσεις που υπηρετούν τη μνημονιακή στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού πρέπει κανείς να ενσκήψει σε ορισμένα από τα κεντρικά προεκλογικά τους συνθήματα, προκειμένου να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα. Σταχυολόγησα τέσσερα συνθήματα, δύο από το Β. Βενιζέλο και δύο από τον Α. Σαμαρά. Έχουν ιδιαίτερη αξία το καθένα, που δυστυχώς ελάχιστα έχουμε προσέξει, ως προς την πολιτική επάρκεια και στόχευση.1) «Αυτοδύναμη Ελλάδα»: Αν το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» δίκαια ή άδικα θεωρήθηκε ενδεικτικό ψευδούς προεκλογικής ρητορείας, το σύνθημα «Αυτοδύναμη Ελλάδα» αποτελεί αναμφισβήτητα κορυφαία απόδειξη της προϊούσας κενολογίας και των ανόητων εξυπνακισμών που κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο. Μόνο κάποιος παντελώς άσχετος ως προς τη διεθνή ιστορία τουλάχιστον των τελευταίων αιώνων και ως προς τη δομή του παγκοσμίου καπιταλισμού θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο σύνθημα. Από τις ΗΠΑ μέχρι τη Γερμανία και από τις αναδυόμενες δυνάμεις μέχρι τη Β. Κορέα δεν υπάρχει και στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά- ειδικά μέσα στον καπιταλισμό- αυτοδύναμη χώρα. Αυτοδυναμία σημαίνει ότι στρατιωτικά, πολιτικά, πολιτιστικά, τεχνολογικά, οικονομικά- στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα- μία χώρα και εν προκειμένω η Ελλάδα θα μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί με απόλυτη αυτάρκεια, χωρίς να χρειάζεται καμία ξένη συνεισφορά. Μόνο με τις δικές της, εγχώριες δυνάμεις. Το σύνθημα λοιπόν της “αυτοδύναμης Ελλάδας” δεν αντιβαίνει μόνο στην προφανή πραγματικότητα για όλα τα κράτη του κόσμου μας αλλά αντιστρατεύεται την ιστορική εμπειρία περίπου 2- 3 αιώνων κυριαρχίας του καπιταλισμού.
Μάλιστα εκφωνείται το εν λόγω σύνθημα από μια ηγεσία που επέβαλε στη χώρα τη βαρύτερη δέσμευση της εθνικής και λαϊκής της κυριαρχίας, την πλέον λεόντειο εις βάρος της χώρας συμφωνία, που υπεγράφη ίσως από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Εκφωνείται εν γνώσει του ότι η ίδια η συμμετοχή στην ΟΝΕ αποκλείει εξ ορισμού ακόμα και τη διεκδίκηση της «αυτοδύναμης Ελλάδας». Ακόμα και αν προσπαθούσε να υλοποιήσει ποτέ κανείς το εν λόγω σύνθημα θα οδηγούσε όχι μόνο σε βίαιη έξοδο από το ευρώ αλλά και σε κατάσταση τύπου Β. Κορέας ή Αλβανίας του Χότζα.
Ο Β. Βενιζέλος χρησιμοποιεί αυτό το σύνθημα πρώτον επειδή προφανώς κάποιοι από τους συμβούλους του σκέφθηκαν ότι πρόκειται για ένα έξυπνο λογοπαίγνιο σε σχέση με την εκλογική αυτοδυναμία.
Η δεύτερη συμπληρωματική εξήγηση είναι ότι πρόκειται για ένα καθαρό ψεύδος εις βάρος του λαού. Του τάζουν ένα λεκτικά ελκυστικό σύνθημα, ελπίζοντας ότι οι ψηφοφόροι θα μείνουν στην επιφανειακότητα της άθροισης ωραίων λέξεων, χωρίς να προχωρήσουν σε ουσιαστικότερη ανάλυση του συνθήματος. Παράλληλα ελπίζουν ότι η συνειδητά αφόρητη αοριστία του συνθήματος, για όποιον απλά μένει στην παράθεση των δύο λέξεων θα επιτρέψει σε όλους να εντοπίσουν κάτι από τις προσωπικές ή συλλογικές τους φιλοδοξίες στο σύνθημα αυτό. Είναι μια γνώριμη συνταγή της κακώς νοουμένης “πολυσυλλεκτικότητας”: η προσχώρηση στην κενολογία όπου όλοι και κανείς- ή ελάχιστοι στην πραγματικότητα- χωρούν.
Υπάρχει όμως και κάτι πιο επικίνδυνο στη χρήση αυτού του συνθήματος: η επικίνδυνη άρνηση της πραγματικότητας. Είτε με την έννοια της πολιτικής ύβρεως, δηλαδή της θεώρησης ότι μπορεί ο ηγέτης να αποστεί της πραγματικότητας, είτε με την έννοια της κυνικής άρνησης της πραγματικότητας, όχι εξαιτίας της μη αντίληψής της από την ηγεσία αλλά της απόκρυψής της από το λαό δια της παραπλάνησής του, τουλάχιστον για ένα κρίσιμο προς όφελος του υποκειμένου του συνθήματος χρονικό διάστημα. Προσοχή: δεν πρόκειται για ένα απλό προεκλογικό ψέμα. Πρόκειται για την πρόταξη ενός στρατηγικού στόχου που εξ ορισμού είναι αδύνατο και απευκταίο να επιτευχθεί.
2) «Από τη Δημοκρατία της πλειοψηφίας, στη δημοκρατία της συναίνεσης»: Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ανοιχτό κάλεσμα σε εκτροπή. Η δημοκρατία από την κοιτίδα της, την αρχαία Αθήνα χαρακτηρίστηκε και δομήθηκε ακριβώς πάνω στην ύπαρξη πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Δε χρειάζεται να θυμίσει κανείς το γνωστό πια ορισμό που ο Περικλής δίδει ή μας μεταφέρεται ότι δίδει για τη δημοκρατία, μέσα από τον Επιτάφιο, όπου τη βασίζει ακριβώς στο ότι οι πολλοί, δηλαδή η πλειοψηφία, κυβερνούν. Αν αφαιρέσεις από τη δημοκρατία τη σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, την «εξουθενωτική πολυφωνία», όπως την αποκάλεσε ο «έγκριτος» συνταγματολόγος κος Βενιζέλο, η δημοκρατία παύει να υφίσταται και καθίσταται αυταρχικό πολίτευμα κάποιου είδους. Εξ ου και λειτουργία βάσει της συναίνεσης υφίσταται είτε σε διακρατικούς οργανισμούς, που δε διοικούνται δημοκρατικά, είτε σε αυταρχικά καθεστώτα όπου εκόντες- άκοντες οι υπήκοοι- και όχι πολίτες- συναινούν. Στις δημοκρατίες όχι μόνο αναζητούνται διαρκώς οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες αλλά επιπλέον ο πολίτης οφείλει να σχηματίζει άποψη και να την υπερασπίζεται με πάθος επί όλων των δημοσίων υποθέσεων διότι αυτός είναι το κύτταρο του κυρίαρχου λαού.
Το εν λόγω σύνθημα προφανώς και πάλι βασίζεται κατ’ αρχήν σε κάποια επικοινωνιακή συμβουλή. Απευθύνεται δε, στο φόβο των «νοικοκυραίων». Προφανώς σκέφθηκαν ότι μέσα στην κρίση, τα πιο συντηρητικά στρώματα φοβούμενα την αστάθεια επιδιώκουν τη συναίνεση γενικά. Άλλωστε το σύνθημα είναι συνειδητά αόριστο καθώς δε διευκρινίζει γύρω από ποια στρατηγική θα δομηθεί η συναίνεση, αν και η υπόλοιπη πολιτική του εκφωνητή του συνθήματος το καταδεικνύει: συναίνεση γύρω από τα μνημόνια. Ο όρος «συναίνεση» επιπλέον, σε ένα αντιδραστικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο έχει λάβει μια εν γένει θετική χροιά: εδώ και χρόνια η δημοκρατική πολιτική αντιπαράθεση του λαού προς το κατεστημένο οριοθετείται ως επικίνδυνο χάος, ενώ η συναίνεση γύρω από την κερδοφορία και την ενίσχυση του κατεστημένου ως εθνικά υπεύθυνη. Αυτός ακριβώς είναι και ο περαιτέρω «παιδαγωγικός» ρόλος του συνθήματος: η αντιπαράθεση, η σύγκρουση είναι κάτι κακό. Η συναίνεση του κατεστημένου είναι κάτι καλό. Την ώρα που η κοινωνία ερημώνει και η οικονομία διαλύεται εμείς πρέπει να είμαστε συναινετικοί, ήρεμοι, δεκτικοί, εν τέλει πειθήνιοι.
3) «Θα αλλάξουμε μείγμα πολιτικής»: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρωτοφανή «επιτυχία» του Α. Σαμαρά: Πέτυχε το κεντρικό σύνθημά του να διαψευστεί αρκετούς μήνες όχι μετά αλλά πριν τις εκλογές. Ας τα πάρουμε από την αρχή, προκειμένου να δούμε γιατί διαψεύστηκε. Το σύνθημα περί αλλαγής μείγματος πολιτικής, εντός των μνημονίων κάνει σα να μην έχουν τα μνημόνια στρατηγικούς στόχους, ρητούς και άρρητους - δηλαδή την ανατολικοευρωπαιοποίηση της χώρας, την ενίσχυση του ντόπιου και ξένου παρασιτικού κεφαλαίου, την επιβολή συλλογικής τιμωρίας στον ελληνικό λαό προκειμένου να διαμορφωθεί ένα διεθνές πρότυπο προς αποφυγή, την περαιτέρω γερμανοποίηση της Ευρώπης, την ενίσχυση της διεθνούς κερδοσκοπίας- τους οποίους εξυπηρετεί απολύτως το ισχύον “μείγμα πολιτικής”. Η νεοδημοκρατική εκδοχή άρνησης της πραγματικότητας επίσης βασίζεται στην ανιστόρητη ή και αντί-ιστορική θεώρηση των πραγμάτων: δεν έχει διδαχθεί τίποτα ή κάνει σα να μην έχει διδαχθεί τίποτα από την ιστορική εμπειρία του “υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού”. Υποκρίνεται ότι γίνεται να υπηρετείς με κοινωνικά δίκαιο και αναπτυξιακά βιώσιμο τρόπο, το στόχο της απαξίωσης των παραγωγικών δομών και του ανθρωπίνου δυναμικού μιας κοινωνίας. Διαχωρίζει με τρόπο αυθαίρετο τα μέσα από το σκοπό και παραπλανά το λαό προσχωρώντας στη θεωρία του λάθους: δεν εντείνεται η ελληνική κρίση λόγω της στρατηγικής του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού που επιβλήθηκε στη χώρα αλλά ως αποτέλεσμα επιμέρους λαθών. Κατά Σαμαρά και ΝΔ τα μνημόνια δεν έχουν εσωτερική συνοχή, οικονομικοκοινωνικό και κανονιστικό περιεχόμενο. Είναι αθροίσματα επιμέρους “καλών” ή “κακών” ιδεών. Πρόκειται για άρνηση πια της πραγματικότητας της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας αλλά και της αιτιοκρατίας, της σχέσης μέσου- σκοπού. Φυσιολογική συνέπεια των παραπάνω ήταν όχι μόνο η συγκυβέρνηση Παπαδήμου και η υπερψήφιση του 2ου- ακόμα χειρότερου- μνημονίου από τη ΝΔ αλλά επιπλέον ότι ο κος Σαμαράς που θα αλλάξει το μείγμα πολιτικής σε τάξη μεγέθους μερικών δις ευρώ δεν μπόρεσε να αλλάξει το μείγμα πολιτικής στο επίπεδο των 350 εκατομμυρίων ευρώ, οπότε και συναποφάσισε την περικοπή συντάξεων. Πρόκειται για το πλέον γελοίο κατά συνέπεια, κεντρικό σύνθημα, καθώς κατέπεσε εν τοις πράγμασι πριν ακόμα ο εκφωνητής του συνθήματος πάει σε εκλογές.
4) «Θα επανακαταλάβουμε τις πόλεις μας- θα βγάλουμε τις κουκούλες»: Όχι δεν πίνουν οι Τούρκοι καφέ στο Σύνταγμα- τουλάχιστον πλην κάποιων τουριστών. Ούτε και κάποιος άλλος ξένος στρατός. Ούτε επίσης ο Σαμαράς θέλει να πρωταγωνιστήσει σε ανέκδοτα όπως αυτά που κυκλοφορούν για τον Τσακ Νόρις. Απλά ο κος Σαμαράς και η ΝΔ ξεπατίκωσαν τη γνωστή από τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και από διάφορα αυταρχικά καθεστώτα ή νεοσυντηρητικά πολιτικά ρεύματα, ρητορεία περί «εσωτερικού εχθρού». Θα ήταν αστεία αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνη, δεδομένου ότι ειδικά στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης έχει εφαρμοστεί, προκαλώντας ποταμούς αίματος και πρωτοφανή δυστυχία. Η λογική του «εσωτερικού εχθρού» είναι πανομοιότυπη με τη ναζιστική ρητορεία της «πισώπλατης μαχαιριάς». Για την καπιταλιστική κρίση και τις συνέπειές της δε φταίνε οι παραγωγικές σχέσεις, ο παρασιτισμός, η χρηματοπιστωτική φούσκα, οι γενετήσιες αδυναμίες του ευρώ, ούτε καν η πολιτική ελίτ- στην οποία άλλωστε και ο ίδιος ο Σαμαράς ανήκει: φταίει ο εσωτερικός εχθρός, δηλαδή ο Πακιστανός, ο Νιγηριανός κλπ και κυρίως: η αριστερά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Ελλάδα χρεοκόπησε λόγω του πανεπιστημιακού ασύλου. Ο Σαμαράς καταβάλλει μια απέλπιδα προσπάθεια: να μην ξεχάσει ο λαός τι σημαίνει δεξιά και μάλιστα δεξιά του τέλους της δεκαετίας ’40, αρχών ’50- όταν δηλαδή η Μακρόνησος δούλευε στο «φουλ». Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί επιδιώκει να γυρίσει και πολιτικά τη χώρα 60- 70 χρόνια πίσω; Πρώτον για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας, καθώς και αυτός επιδιώκει να μαζέψει ψήφους στη βάση του φόβου και της εκμετάλλευσής του. Δεύτερον, διότι θέλει να ξεχάσει ο λαός ότι είναι απολύτως συνυπεύθυνος για τη φτώχεια, την ύφεση και την εξάρτηση από τις οποίες υποφέρει ο λαός. Τρίτον, γιατί είναι όντως δεξιός της εποχής του ’40 και του ’50: «αμείλικτος» -με ξένες πλάτες βεβαίως- απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», υποτακτικός και εντολοδόχος απέναντι στους ξένους πάτρωνες.
Εν κατακλείδι, πηγαίνοντας καθένας ψηφίσει στις 6 Μαΐου, ας έχει κατά νου τα προεκλογικά συνθήματα των επικεφαλής των δύο κομμάτων: είναι απολύτως ενδεικτικά, ειλικρινή και κατατοπιστικά. Ίσως περισσότερο από ποτέ.http://tvxs.gr