Εγώ αγαπώ τα δέντρα, αλλά… Κώστας Παπαντωνίου

 


Στην αυλή της πολυκατοικίας που έμενα νεαρότερος βρίσκεται ένα δέντρο που ξεπερνά τα 50 χρόνια ζωής. Ήταν το μόνο πεύκο που δεν κόπηκε, μετά την αντιπαροχή του κτήματος που δόθηκε για να κτιστεί η πολυκατοικία, από μια φυσική περίφραξη και άλλων πεύκων, όπως και κυπαρισσιών. Το πεύκο αυτό κατάφερε όχι μόνο να μείνει στη θέση του, αλλά να φτάσει και ψηλότερα απ’ το ύψος των πέντε ορόφων του νέου κτίσματος, χαρίζοντας το πυκνό του πράσινο στις δύο πολυκατοικίες στις οποίες είχε βρεθεί ξαφνικά ανάμεσα.

Να όμως που, κάποιες δεκαετίες αργότερα, ένας άνθρωπος θέλει το τέλος του εδώ και τώρα. Τι και αν και ζούσε στο ίδιο μέρος το δέντρο πριν απ’ αυτόν, ο γείτονας της δίπλα πόρτας, της δίπλα πολυκατοικίας, που νεότερος έβρεχε με το λάστιχο τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα στον πεζόδρομο μπροστά απ’ το διαμέρισμά του, θέλει τώρα να σωπάσει η ζωή σ’ ένα άλλο σημείο.

Στην επαφή που υπήρξε για να εκφράσει τα παράπονά του, επικαλέστηκε ως προβλήματα τα κλαδιά που χτυπούν στον τοίχο του, την υγρασία που προκαλεί το δέντρο, τον κίνδυνο να διαταραχθούν τα θεμέλια της πολυκατοικίας που μένει από τις αναπτυσσόμενες ρίζες κι ότι παθαίνει αλλεργία με τις κάμπιες που βγαίνουν. «Για ποιο λόγο να κρατάμε ένα δέντρο αν μας κάνει κακό;» διερωτήθηκε. Ενώ στη λίστα με τα προβλήματα, ένας γείτονας από απέναντι πολυκατοικία, προσέθεσε τον κίνδυνο ν’ ανέβει στα διαμερίσματα επίδοξος διαρρήκτης.

Η συνέχεια είχε μια κεκαλυμμένη απειλή. «Υπάρχει λύση, εμείς στο χωριό μου τα ξεραίνουμε». Και ακολούθησε μια κουβέντα για να μην παρεξηγηθεί. «Εγώ αγαπώ τα δέντρα, αλλά αυτά δεν είναι κατάλληλα». Στο «αλλά» καταλαβαίνεις. Δεν χρειάζεται ν’ ακούσεις περισσότερο. Το μοτίβο είναι γνώριμο. Το έχεις συναντήσει και σ’ άλλους νοικοκυραίους, με όλη την παλαιότητα και ναφθαλίνη που φέρει πάνω του ο όρος.

Σε ανθρώπους που σπαταλούν όλη τους την ενέργεια και τον χρόνο για να εξολοθρεύσουν ένα δέντρο. Να εξαλείψουν οτιδήποτε διαταράσσει τη βολή τους, που γίνεται όλο και πιο αποστειρωμένη, όλο και πιο ατομική. Δεν κοιτάζουν το όλον. Δεν κοιτάζουν να συμβιώσουν. Ακόμη και τώρα που κάθε δέντρο στον πλανήτη πάνω μετράει διπλά.

Αδυνατούν να δουν την άλλη πλευρά. Τη σκιά που κάνει το δέντρο. Τη δροσιά που προσφέρει όταν τσουρουφλίζει το μπετό ο καύσωνας με 40άρια Κελσίου. Τις κάμπιες που γίνονται πεταλούδες και παύουν να σ’ ενοχλούν. Αρκεί να έχεις υπομονή.

Η έλλειψη συναίσθησης για όσα προσφέρει η φύση οδήγησε στο δάσος από πολυκατοικίες που απλώνεται από άκρη σ’ άκρη στην Αθήνα. Οδήγησε τους ανθρώπους σε διαμερίσματα – κλουβιά. Σε πεζοδρόμια χωρίς δέντρα, σε δρόμους αφιλόξενους και αδιέξοδους.

Πηγαίνοντας να μείνει ο κόσμος το ’60 στον 3ο, τον 4ο, τον 5ο απομακρύνθηκε απ’ τη γη και τη φτωχική ζωή, με την οποία είχαν συνδέσει οι παλιότεροι τα χαμηλά σπίτια, έφτασε όμως να χτυπάει ένα κλαδί με κουκουνάρι το τζάμι του και ν’ αγανακτεί. «Εγώ αγαπώ τα δέντρα, αλλά… από μακριά». Και αυτό επεκτείνεται. Πόσο απέχει, αλήθεια, ένα «αλλά» για το δέντρο απ’ τα υπόλοιπα «αλλά» που ενοχλούν τη βολή του νοικοκυριού. «Εγώ δεν έχω κάτι με τους μετανάστες, αλλά…». «Εγώ έχω και φίλους γκέι, αλλά…».

Ένα πρόσωπο που έχει η κοινωνία μας είναι όλα αυτά μαζί (κι είναι συχνότερα όλα μαζί παρά ένα μόνο του). Είναι ο άνθρωπος που βάζει πλαστικά αγκάθια στα κάγκελα του μπαλκονιού του για τα πουλιά και σηκώνεται στο λεωφορείο όταν κάθεται ο μετανάστης. Είναι ο ανθρωπάκος που βλέπει την ευτυχία στο κομμένο κούτσουρο και σ’ ένα σημείο ακόμη που καλύπτεται με μπετό.https://3pointmagazine.gr

Η λίστα ιστολογίων μου