ΤΟ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ SOLOMON ASCH ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ

 


Το πείραμα του Asch δείχνει πως ακόμα κι αν η αλήθεια είναι εντελώς προφανής, η κοινωνική πίεση μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε ένα τρανταχτό ψέμα.

Ένα κι ένα κάνουν δύο, σωστά; Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που όλοι γύρω σου, λένε με μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι το αποτέλεσμα αυτής της απλής μαθηματικής πράξης είναι… τρία;

Το πείραμα του Solomon Asch θεωρείται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πειράματα στην κοινωνική ψυχολογία. Εστιάζει στη δύναμη της συμμόρφωσης και την επιρροή των ομάδων στην ανθρώπινη αντίληψη, αποκαλύπτοντας πώς η κοινωνική πίεση μπορεί να αλλάξει τη σκέψη και τις πεποιθήσεις μας.

Ο Asch, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναρωτήθηκε πώς οι κοινωνικές δυναμικές επηρεάζουν τις ατομικές κρίσεις, ειδικά σε περιπτώσεις όπου η αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη.

Σε αυτή την έρευνα, επικεντρώνεται στον ανθρώπινο ψυχισμό, αποδεικνύοντας ότι η ανάγκη για αποδοχή μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να υιοθετήσουν λανθασμένες απόψεις, ακόμα και όταν γνωρίζουν ποια είναι αλήθεια.

Η σημασία του πειράματος Asch είναι κομβική, καθώς αποκαλύπτει την ανθρώπινη τάση να συμμορφώνεται με τις απόψεις των άλλων, προκαλώντας μας να αναλογιστούμε τις επιλογές μας και τις επιρροές που δέχεται ο κάθε άνθρωπος στον καθημερινό του βίο.

ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ASCH

Σχεδίαση του πειράματος

Η μεθοδολογία του πειράματος σχεδιάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Ο Asch χρησιμοποίησε ομάδες 7-9 ατόμων, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν συνεργάτες του πειραματιστή. Μόνο ένας ήταν πράγματι συμμετέχων και μάλιστα απαντούσε τελευταίος σε κάθε γύρο ερωτήσεων. Οι συνεργάτες είχαν εντολή να δίνουν εσκεμμένα λανθασμένες απαντήσεις σε μια σειρά δοκιμών που αφορούσαν την εκτίμηση του μήκους γραμμών σε έναν πίνακα.

Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες καλούνταν να συγκρίνουν μία γραμμή με άλλες και να επιλέξουν ποια ήταν ίση με την αρχική. Οι γραμμές ήταν σχεδιασμένες ώστε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμες, καθιστώντας την απάντηση προφανή. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συνεργάτες δήλωναν λανθασμένες απαντήσεις, προκαλώντας τον πραγματικό συμμετέχοντα να αμφισβητήσει τη δική του αντίληψη.

Το πείραμα του Solomon Asch αναδεικνύει πώς η κοινωνική πίεση επηρεάζει την ατομική κρίση και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το πείραμα του Solomon Asch αναδεικνύει πώς η κοινωνική πίεση επηρεάζει την ατομική κρίση και τις ανθρώπινες 

Η δοκιμασία της σαφήνειας

Ο Asch φρόντισε ώστε οι δοκιμές να είναι αρκετά σαφείς για να αποκαλύψουν την αδυναμία της ανθρώπινης κρίσης κάτω από κοινωνικές πιέσεις. Αντί να χρησιμοποιήσει περίπλοκες οπτικές ασκήσεις, χρησιμοποίησε απλές γραμμές ώστε να επικεντρωθεί στη σύγκρουση ανάμεσα στην ατομική αντίληψη και την ομαδική γνώμη. Αυτό καθιστούσε τις αντιφάσεις που προέκυπταν από τις απαντήσεις των συνεργατών ιδιαίτερα προφανείς.

Ο ίδιος ο Asch παρατήρησε ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν αρχικά σίγουροι για τις απαντήσεις τους, αλλά καθώς οι συνεργάτες του άρχισαν να δηλώνουν λανθασμένες απαντήσεις, οι συμμετέχοντες έδειχναν σημάδια αβεβαιότητας και σύγχυσης. Αυτό αποδείκνυε ότι η κοινωνική πίεση μπορεί να προκαλέσει αμφιβολίες ακόμα και στους ανθρώπους που ήταν σίγουροι για αυτό που πίστευαν αρχικά, για αυτό που έβλεπαν ξεκάθαρα με τα μάτια τους…

Αποτελέσματα και αντίκτυπος

Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Περίπου το 75% των συμμετεχόντων συμμορφώθηκαν τουλάχιστον μία φορά με τις λανθασμένες απαντήσεις των συνεργατών του Asch. Στο σύνολό τους, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν με την ομάδα τουλάχιστον το 32% των φορών που οι συνεργάτες έδιναν λάθος απάντηση. Η συμμόρφωση ήταν πιο συχνή όταν οι ομάδες ήταν μεγαλύτερες, υποδηλώνοντας ότι η κοινωνική πίεση αυξάνεται καθώς ο αριθμός των ατόμων στην ομάδα μεγαλώνει.

Ο Asch ερμήνευσε αυτά τα αποτελέσματα ως απόδειξη της ισχυρής επιρροής που ασκεί η ομάδα στην ατομική σκέψη. Αν και οι συμμετέχοντες γνώριζαν ότι οι άλλοι έδιναν εσφαλμένες απαντήσεις, πολλοί επέλεξαν να συμφωνήσουν με την πλειοψηφία. Αυτό ήταν αποκαλυπτικό για την ανθρώπινη ψυχολογία, καθώς ανέδειξε την ανάγκη για αποδοχή και την επιρροή που μπορεί να έχει η ομάδα στην ατομική κρίση.

Ερμηνεία των αποτελεσμάτων

Οι συμμετέχοντες που επιχείρησαν να παραμείνουν πιστοί στην αντίληψή τους ανέφεραν συχνά ότι αισθάνονταν αβέβαιοι και ότι η γνώμη της πλειοψηφίας τους προκαλούσε σύγχυση. Μερικοί υποστήριξαν ότι πίστευαν ότι οι άλλοι γνώριζαν κάτι που εκείνοι δεν ήξεραν. Αυτή η ιδέα της «ομαδικής σοφίας» -ότι η πλειοψηφία δηλαδή μπορεί να έχει τη σωστή απάντηση- είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές κοινωνικές καταστάσεις, από τη λήψη αποφάσεων σε επιχειρήσεις μέχρι την ψήφο σε εκλογές.

Ο Asch κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμμόρφωση δεν οφείλεται μόνο στην επιθυμία να ανήκεις σε μια ομάδα, αλλά και στην αμφιβολία για την ατομική κρίση. Το εν λόγω πείραμα έχει εμπνεύσει πλήθος ερευνών που εξετάζουν τη δυναμική της ομάδας και την ατομική συμπεριφορά.

Η σημασία του πειράματος του Asch

Το πείραμα του Asch σχετίζεται με μελέτες για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κοινωνικών δυναμικών. Αναδεικνύει πώς η κοινωνική πίεση μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις και την αντίληψη, ακόμη και σε προφανείς καταστάσεις. Δάσκαλοι και εκπαιδευτικοί έχουν χρησιμοποιήσει τα διδάγματα του πειράματος για να κατανοήσουν την αλληλεπίδραση μαθητών και φοιτητών.

Στον πολιτικό τομέα, οι ηγέτες μπορούν να κατανοήσουν πώς οι ομάδες επηρεάζουν την κοινή γνώμη και τη λήψη αποφάσεων. Η πολιτική επικοινωνία συχνά εκμεταλλεύεται την επιρροή των ομάδων για να προωθήσει συγκεκριμένα μηνύματα και πολιτικές. Από την άλλη, επιχειρηματικές στρατηγικές μπορούν επίσης να διαμορφωθούν με γνώμονα τις αρχές της κοινωνικής ψυχολογίας, ώστε να αναγνωριστούν οι ανάγκες των καταναλωτών και να σχεδιαστούν προϊόντα που να απευθύνονται στο κοινό. Με στόχο βεβαίως την επέκταση του κέρδους.

Κριτική και αντιπαραθέσεις σχετικά με το πείραμα του Asch

Το πείραμα του Asch, αν και αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκάλεσε έντονη κριτική και αντιπαραθέσεις στην επιστημονική κοινότητα. Μία από τις κύριες κριτικές σχετίζεται με τη φύση και τις συνθήκες του πειράματος. Οι συμμετέχοντες γνώριζαν ότι λάμβαναν μέρος σε μια επιστημονική έρευνα, γεγονός που μπορεί να επηρέασε τη συμπεριφορά τους. Η επίδραση των χαρακτηριστικών της ζήτησης (demand characteristics) ενδεχομένως να ώθησε τους συμμετέχοντες να ανταποκριθούν με τρόπους που νόμιζαν ότι θα περίμενε ο ερευνητής, αντί να αντιδράσουν αυθόρμητα.

Επιπλέον, το πείραμα βασίστηκε σε μικρές ομάδες ανδρών, γεγονός που έθεσε περιορισμούς στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Η έλλειψη ποικιλίας στα φύλα, καθώς και στα πολιτισμικά και κοινωνικά υπόβαθρα, προκάλεσε ερωτήματα για το κατά πόσο τα αποτελέσματα θα ίσχυαν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα ή σε μεγαλύτερους και πιο ποικίλους πληθυσμούς.

Σύγχρονες έρευνες που επανεξέτασαν την επίδραση της συμμόρφωσης έδειξαν ότι ο βαθμός συμμόρφωσης μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με πολιτισμικές διαφορές, καθώς οι κοινωνικές νόρμες και προσδοκίες διαφέρουν μεταξύ χωρών και πολιτισμών.

Μια άλλη σημαντική κριτική αφορά την ηθική διάσταση του πειράματος. Οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν την πραγματική φύση του πειράματος και είχαν παραπλανηθεί, πιστεύοντας ότι βρίσκονταν σε ένα τεστ οπτικής αντίληψης. Αυτή η παραπλάνηση δημιουργεί ηθικά διλήμματα, καθώς η ενδεχόμενη ψυχολογική επιβάρυνση των συμμετεχόντων, ακόμα και αν ήταν προσωρινή, έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες αρχές της έρευνας. Σήμερα, τα πρότυπα ηθικής στην έρευνα δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη συναίνεση και την αποφυγή ψυχολογικής βλάβης.

Σύγχρονες αναπαραγωγές

Στη σύγχρονη έρευνα, έχουν διεξαχθεί πολλές αναπαραγωγές του πειράματος του Asch με παραλλαγές, προκειμένου να εξεταστεί η συνέπεια των αποτελεσμάτων σε διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικές ρυθμίσεις. Ορισμένες από αυτές τις αναπαραγωγές επιβεβαίωσαν τα αρχικά ευρήματα του Asch, δείχνοντας ότι η συμμόρφωση παραμένει ένα σημαντικό φαινόμενο. Επίσης, ερευνητές έχουν εξετάσει πώς η συμμόρφωση επηρεάζεται από παράγοντες όπως η κουλτούρα, το φύλο και η ηλικία, με σκοπό να κατανοήσουν καλύτερα την κοινωνική επιρροή.

Αναπαραγωγές του πειράματος έχουν δείξει ότι οι πολιτισμικές διαφορές μπορούν να επηρεάσουν την τάση συμμόρφωσης. Για παράδειγμα, σε χώρες όπου η ομαδική συνοχή είναι ιδιαίτερα σημαντική, οι συμμετέχοντες είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν με την πλειοψηφία. Αντίθετα, σε ατομιστικές κοινωνίες, οι συμμετέχοντες ενδέχεται να είναι πιο πιθανό να υπερασπιστούν τις προσωπικές τους απόψεις, ακόμα και αν αυτές διαφέρουν από τις απόψεις της ομάδας.

Πόσο αυθεντικές είναι οι απόψεις μας;

Το πείραμα του Asch παραμένει ένα από τα πιο ιδιαίτερα, αλλά και αμφιλεγόμενα πειράματα στην ιστορία της κοινωνικής ψυχολογίας. Μέσα από την εξερεύνηση της κοινωνικής πίεσης και της συμμόρφωσης, δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά και την ανάγκη των ατόμων να αναζητούν αποδοχή μέσα από την αλληλεπίδραση με τους άλλους. Σε έναν κόσμο που εξελίσσεται διαρκώς, η επίδραση της κοινωνικής επιρροής και η τάση των ανθρώπων να συμμορφώνονται με τις ομάδες παραμένουν εξαιρετικά σημαντικά θέματα για μελέτη.

Τα διδάγματα του πειράματος είναι κρίσιμα για την κατανόηση τόσο των ατομικών όσο και των συλλογικών συμπεριφορών, καθώς μας υπενθυμίζουν πόσο ισχυρή είναι η επιρροή των μαζών στη διαμόρφωση των αποφάσεών μας. Αναγνωρίζοντας τις επιδράσεις της κοινωνικής πίεσης, έχουμε στα χέρια μας ένα εργαλείο για την κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά και για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Η γνώση αυτή μας κάνει να αμφισβητούμε τις προφανείς αντιλήψεις και ενδεχομένως να αντιστεκόμαστε στη συμμόρφωση όταν αυτή συγκρούεται με την προσωπική μας κρίση.

Παρά τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν επέλθει με το πέρασμα των χρόνων, η ανάγκη για αποδοχή και η ένταξη σε ομάδες παραμένουν σημαντικά κομμάτια του ανθρώπινου ψυχισμού. Το πείραμα του Asch δείχνει ότι η ατομική μας γνώμη μπορεί συχνά να επηρεάζεται από την πίεση που ασκούν οι άλλοι, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα των απόψεών μας και την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε ανεξάρτητα.https://www.news247.gr

Διαβάστε περισσότερα

Ανήλικοι: Φόβος και καταστολή ή συλλογικότητα και συμπερίληψη;


 Με μια βεντάλια κατασταλτικών μέτρων απαντά η κυβέρνηση στην «έξαρση της βίας των ανηλίκων», τάση η οποία δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική καταγραφή. Σε κάθε περίπτωση η πρόκληση και διατήρηση ενός κλίματος φόβου και «ηθικού πανικού» για το παρόν και το μέλλον των ανηλίκων της κοινωνίας μας όχι μόνο δεν θα βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστούν τα όποια κρούσματα βίας και παραβατικότητας με δράστες παιδιά και εφήβους, αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα χειροτερέψει την κατάσταση.

Γιώργος Νικολαΐδης*

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου, μιλώντας στον ΟΗΕ λίγο προτού η χώρα του εξαπολύσει την επίθεσή της στον Νότιο Λίβανο και εκτελέσει τη δολοφονία του ηγέτη της Χεσμπολά Νασράλα, αναφέρθηκε σε ένα απόσπασμα από το Ταλμούδ: «Όταν έρχεται κάποιος να σε σκοτώσει, σήκω και σκότωσέ τον πρώτος!» Από ανάλογο πνεύμα φαίνεται πως εμφορούνται και οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την ανήλικη παραβατικότητα: επίθεση στους ανήλικους που υποτίθεται πως πάνε να μας επιτεθούν! Γιατί πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς αυτήν τη μονοδιάστατη αναφορά σε πλήθος κατασταλτικών μέτρων (φυλάκιση ανηλίκων για πλείστα όσα αδικήματα, κατέβασμα του ηλικιακού ορίου έκτισης ποινής σε αναμορφωτήριο από ανήλικους, ποινές φυλάκισης με μη ανασταλτικό χαρακτήρα για γονείς ανηλίκων που συλλαμβάνονται για παραβάσεις κ.ο.κ.);

Η αλήθεια είναι πως, ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει κλασική λογοτεχνία (από τον Ουγκό ως τον Ζολά κι από τον Ντοστογιέβσκι ως τον Ντίκενς), δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί ότι οι φυλακές ανηλίκων και τα αναμορφωτήρια στις περισσότερες περιστάσεις δεν αποτελούν παρά «πανεπιστήμια του εγκλήματος» και ότι τοποθετώντας έναν ανήλικο εκεί σε τόσο νεαρή ηλικία ουσιαστικά «κλειδώνεις» το μέλλον αυτού του ανήλικου παραβάτη σε μια μελλοντική «σταδιοδρομία» στον χώρο του ποινικού εγκλήματος. Ούτε πάλι θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι οι γονείς των συλληφθέντων ανηλίκων οι οποίοι εντέλει θα καταδικαστούν σε έκτιση ποινής φυλάκισης μάλλον δεν θα είναι οι εύποροι «έχοντες» που δεν έμαθαν το παιδί τους να σέβεται τα δικαιώματα του διπλανού του, αλλά πιθανότερα οι Ρομά γονείς, οι μονογονείς σεξεργάτριες, οι μετανάστες, οι ψυχικά πάσχοντες, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι: όσοι δεν θα έχουν καμία δυνατότητα στιβαρής νομικής υπεράσπισης.

Συνεπώς ένα παιδί προερχόμενο από μια περιθωριοποιημένη και κοινωνικά αποκλεισμένη οικογένεια, το οποίο φλερτάρει με την παραβατικότητα, τι ακριβώς περιμένουμε να γίνει άμα βάλουμε τους γονείς του φυλακή; Δεν καταλαβαίνουμε άραγε ότι έτσι θα το σπρώξουμε στις ανοιχτές αγκάλες κάθε εγκληματικής συμμορίας που μετά χαράς θα αναλάβει να το… «φροντίζει»; Μοιάζει ως εάν οι αρχιτέκτονες και εισηγητές των μέτρων που εξήγγειλε η κυβέρνηση να μην είχαν κανέναν άλλο στόχο παρά μόνο να προμηθεύουν επιπρόσθετα κορμιά στις συμμορίες του κοινού ποινικού δικαίου για τις επόμενες δεκαετίες. Τώρα γιατί κάτι τέτοιο παρουσιάστηκε πως τάχα θα μείωνε την παραβατικότητα και τη βία, είναι πραγματικά άξιο απορίας…

Η κατασκευή μιας απειλής

Η ιστορία αυτή ωστόσο δεν ξεκίνησε με τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες ούτε εξαντλείται σε αυτές. Άλλωστε εδώ και πάνω από έναν χρόνο, προφανώς με παρότρυνση από κέντρα είτε της κυβέρνησης είτε του βαθέως κράτους, τα περισσότερα ΜΜΕ αναπαράγουν ιστορίες βίας μεταξύ ανηλίκων περιγράφοντάς τες με τα μελανότερα χρώματα: λίγο μουσική υπόκρουση ταινιών θρίλερ, λίγο οι γνωστές θυμικές υπερβολές των παρουσιαστών, λίγο οι πάντα πρόθυμοι σε κάθε εξουσία «ειδικοί» και πρωτίστως τα στελέχη της ΕΛΑΣ, αμφότεροι έτοιμοι να επικυρώσουν τη διαπίστωση πως «η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου» και καθημερινά εμείς και τα παιδιά μας κινδυνεύουμε από μια αδιόρατη πανταχού παρούσα απειλή – κάτι σαν αφήγημα τύπου «κορονοϊός Νο2»! Μόνο που ετούτη τη φορά η θανάσιμη απειλή δεν είναι ένας αδιόρατος μικροσκοπικός ιός. Είναι χειροπιαστή και έχει πρόσωπο και ονοματεπώνυμο: είναι το παιδί της διπλανής μας πόρτας από το οποίο καλούμαστε να προφυλαχθούμε!

Το πόσο τραγικός ξεπεσμός είναι μια κοινωνία να φτάνει να φοβάται τα ίδια της τα παιδιά φυσικά δεν το αναλογίζεται κανείς σε αυτόν τον γκραν γκινιόλ δημόσιο λόγο περί ανήλικης παραβατικότητας. Όπως σχεδόν κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ελέγξει εμπειρικά τους ισχυρισμούς ότι δήθεν τα περιστατικά βίας με δράστες ανήλικους παρουσιάζουν έκρηξη, πολλαπλασιαζόμενα καθημερινά.

Αν όμως κανείς μπει στον κόπο να δει τα στοιχεία της EUROSTAT επί του θέματος, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι:

α) η Ελλάδα αναφορικά με τα κρούσματα ανήλικης παραβατικότητας είναι από τις τελευταίες ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ, και

β) ότι ο αριθμός των περιστατικών παραβατικότητας των Ελλήνων ανηλίκων παρουσίασε όντως σημαντική άνοδο στα χρόνια της κορύφωσης της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (περί τα έτη 2009-2014), άνοδο την οποία ακολούθησε σταθεροποίηση και αμέσως μετά μικρή σταδιακή πτώση!

Ίδια εικόνα προκύπτει και για την ανήλικη παραβατικότητα και για την εμπλοκή ανηλίκων – είτε ως θύτες είτε ως θύματα – σε περιστάσεις εκφοβισμού (bullying) από τα αποτελέσματα των περιοδικών ερευνών επί του ζητήματος που διεξάγει με την τυποποιημένη μεθοδολογία του το Πανεπιστημιακό Ερευνητικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1998 ως σήμερα, για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε τυχαία επιλεγμένα δείγματα μαθητών: σε όλες τις μετρήσεις εμφανίζεται μεγάλη αύξηση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και μετά σταθεροποίηση ή και μείωση.

Η όποια αύξηση δε των περιστατικών στα στοιχεία που δίνει κατά καιρούς στη δημοσιότητα η ΕΛΑΣ οφείλεται ενίοτε σε άνευ νοήματος σύγκριση των αριθμών των ετών 2022 και 2023 με τα αντίστοιχα νούμερα του 2021 και του 2020. Όμως τις χρονιές εκείνες, λόγω πανδημίας και καραντίνας όλα σχεδόν τα εγκλήματα, πλην της ενδοοικογενειακής βίας και λίγων ακόμα, είτε διαπράττονταν από ενήλικους είτε από ανήλικους, σημείωναν μεγάλη πτώση, η οποία «διορθώνεται» στα προ πανδημίας επίπεδα από το 2022 και μετά.

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία της αστυνομίας για τέτοια ζητήματα – όχι μόνο της ΕΛΑΣ αλλά όλων των αστυνομικών σωμάτων ανά τον πλανήτη – επηρεάζονται ως προς την αύξηση ή τη μείωσή τους από συστηματικούς παράγοντες πολιτικών της κάθε αστυνομίας, όπως πόσο αυστηρά ακολουθείται η διαδικασία άσκησης δίωξης σε περιπτώσεις εφήβων που βρίσκονται στην κατοχή τους μικροποσότητες των λεγόμενων «μαλακών» ναρκωτικών ή που συλλαμβάνονται να διαπράττουν παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (όπως να οδηγούν μηχανή ή ΙΧ χωρίς δίπλωμα ή υπό την επήρεια αλκοόλ κ.ο.κ.): στις χρονιές που οι αστυνομίες ανά την Ευρώπη είναι αυστηρές στα δυο προαναφερθέντα θέματα και κάθε έφηβος ο οποίος προσάγεται για τους παραπάνω λόγους οδηγείται στον εισαγγελέα, τα κρούσματα «αυξάνονται». Αντιθέτως, όταν σε τέτοιες περιστάσεις οι αστυνομίες υιοθετούν μια πιο ελαστική προσέγγιση, τα κρούσματα «μειώνονται». Αλλά πρόκειται για μια παντελώς τεχνητή μεταβολή που δεν αντανακλά καμία αλλαγή στην έκταση και την ένταση της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων στις κοινωνίες.

Επικίνδυνος ο «ηθικός πανικός»

Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία. Γιατί η πρόκληση και διατήρηση ενός κλίματος φόβου και ενός «ηθικού πανικού» για το παρόν και το μέλλον των ανηλίκων της κοινωνίας μας όχι μόνο δεν θα βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστούν τα όποια κρούσματα βίας και παραβατικότητας με δράστες παιδιά και εφήβους, αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα χειροτερέψει την κατάσταση. Και τούτο γιατί γνωρίζουμε από τα αποτελέσματα ερευνών των τελευταίων αρκετών δεκαετιών πως ο φοβισμένος, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, επιτίθεται (κάπως σαν τον Νετανιάχου στον ΟΗΕ).

Συνεπώς προβλέπεται το παιδί (ή ο γονιός του παιδιού), έχοντας πλέον πειστεί ότι το διπλανό παιδί είναι έτοιμο να το χτυπήσει, να το τραυματίσει, να το σκοτώσει, θα του επιτεθεί πρώτο (ή πρώτος), για να γλυτώσει. Κι αυτό θα κλιμακώσει τη βία ανάμεσα στα παιδιά. Τέτοια είναι άλλωστε και τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων της αποτελεσματικότητας των μέτρων «μηδενικής ανοχής» στη βία που εφαρμόστηκαν πριν από δυο δεκαετίες στις ΗΠΑ, επιδεινώνοντας και μη βελτιώνοντας κατά τίποτα την κατάσταση.

Οι ΗΠΑ, μάλιστα, είναι μια χώρα – αντιπαράδειγμα σε τέτοια ζητήματα. Καθώς εκεί δεκαετίες πριν έγινε η επιλογή της αντιμετώπισης του φαινομένου της βίας με καταστολή, αυστηροποίηση και επένδυση σε τεχνολογίες επιτήρησης και αστυνόμευσης (π.χ. ανιχνευτές μετάλλων στην είσοδο των σχολείων, οπλισμένες υπηρεσίες ασφαλείας εντός των σχολικών και πανεπιστημιακών μονάδων, κάμερες παντού κ.ο.κ.), η χώρα παγιδεύτηκε σε ένα αρνητικό σπιράλ: η επένδυση σε τέτοιες τεχνολογίες έφερνε περισσότερη βία, η νέα αύξηση ερμηνευόταν ως δήθεν «ελαστικότητα» και «χαλαρότητα» και αντιμετωπιζόταν με ακόμα μεγαλύτερη επένδυση σε τεχνικές ασφάλειας και επιτήρησης, που με τη σειρά της «έφερνε» ακόμα περισσότερη βία κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ΗΠΑ όλες τις προηγούμενες δεκαετίες φιγούραραν σταθερά και με διαφορά «μπροστά» όσον αφορά και τον αριθμό και τη βαρύτητα των περιστατικών ανήλικης βίας και παραβατικότητας σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες.

Και αυτό είναι εύλογο, καθώς ιδιαίτερα η εκφοβιστική βία είναι πρωτίστως άσκηση εξουσίας από ένα ισχυρό άτομο (ή ομάδα ατόμων) απέναντι σε ένα ανίσχυρο (ή μια ομάδα) που επιτελείται επιδεικτικά για να καταγραφεί και κατοχυρωθεί η θέση ισχύος στην κοινότητα η οποία παρακολουθεί στο μίκρο- και το μακρο-περιβάλλον των ανηλίκων. Ως εκ τούτου, το να προσπαθεί κανείς να αντιμετωπίσει την εκφοβιστική βία με επίδειξη πυγμής είναι, αν μη τι άλλο, ανόητο, αφού μια τέτοια προσέγγιση δεν αντιλαμβάνεται καθόλου πως ο εκφοβισμός αντιμετωπίζεται με την τόνωση της συλλογικής πεποίθησης ότι κανένας, οσοδήποτε ισχυρός και να είναι, δεν δικαιούται να ασκεί βία – και οποτεδήποτε κάποιος αποπειράται να το κάνει σύσσωμη η κοινότητα των γύρω δεν θα μείνει αμέτοχη αλλά θα υπερασπιστεί τον θυματοποιούμενο ανήλικο.

Αντιθέτως, προγράμματα και δράσεις που κινούνται σε αντιδιαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τη δήθεν αυστηροποίηση και την καταστολή, όσα δηλαδή αντί να φοβίζουν τα παιδιά και να τα κάνουν να αποεπενδύουν από τον διπλανό τους, αποσκοπούν στην ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στα παιδιά και την καλλιέργεια της αλληλεγγύης και της αίσθησης συλλογικότητας μεταξύ τους, έχουν μετρήσιμη αποτελεσματικότητα στη μείωση των κρουσμάτων βίας με ανήλικους δράστες.

Τιμωρητικός φανατισμός από σύγχρονους Ιαβέρηδες

Τέτοια προγράμματα συμπερίληψης, κοινωνικής αλληλεγγύης και ενίσχυσης της συλλογικότητας των παιδιών υπάρχουν και υλοποιούνται και στη χώρα μας από πλειάδα φορέων. Γιατί στα κέντρα της κυβέρνησης και του κράτους τέτοια προγράμματα και μέτρα, τέτοια «φιλοσοφία» αντιμετώπισης του προβλήματος, δεν υπάρχουν πουθενά στον ορίζοντα; Η απάντηση είναι μάλλον πρόδηλη. Γιατί ανάμεσα στους στόχους της μεθοδευμένης αυτής προβολής μιας διαστρεβλωμένης εικόνας της «έκρυθμης κατάστασης» και της συνακόλουθης «λύσης» της αυστηροποίησης και καταστολής είναι προφανώς και να φανατιστεί η ελληνική κοινωνία απέναντι στον νέο «αόρατο εχθρό» που «απειλεί τα παιδιά μας» και δεν είναι άλλος από τα ίδια τα παιδιά μας. Δεν είναι – κατά την άποψη του γράφοντος – ο στόχος μόνο η αυστηροποίηση, η «στρατιωτικοποίηση» της ζωής των παιδιών και των εφήβων (για να αντιμετωπιστεί εκείνο που οι διάφοροι ευρωπαϊκοί θεσμοί εδώ και μια δεκαετία ονομάζουν «ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας» και έχουν αναγορεύσει ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα της περιόδου). Στόχος είναι επίσης και η αναζωπύρωση των φόβων της κοινωνίας (ενηλίκων και ανηλίκων) προκειμένου να εκτραπεί η κοινωνική συνείδηση σε έναν φυλακιστικό – τιμωρητικό φανατισμό που θα απαιτεί ολοένα και πιο απάνθρωπες, ολοένα και πιο αδιέξοδες πολιτικές τύπου Ιαβέρη για κάθε Γιάννη Αγιάννη της σύγχρονης εποχής.

Οι εξαγγελίες του Βενιαμίν Νετανιάχου στον ΟΗΕ φυσικά δεν πρόκειται να λύσουν τα στρατηγικά αδιέξοδα της πολιτικής του Ισραήλ στην περιοχή. Μάλλον θα αναπαραγάγουν περισσότερη βία, με θύμα και την ισραηλινή κοινωνία. Μόνο που στόχος της έξαψης των παθών με λογικές «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και δη προληπτικώς είναι η καλλιέργεια ενός φιλοπόλεμου, μισαλλόδοξου και ανορθολογικού κλίματος. Στην περίπτωση των κυβερνητικών εξαγγελιών για την ανήλικη παραβατικότητα, παρομοίως το προβλεπόμενο αποτέλεσμα θα είναι μάλλον αρνητικό, δηλαδή αντίθετο με τα προσδοκώμενα και εξαγγελλόμενα. Η «ζημιά» όμως θα έχει γίνει με την εκτροπή της κοινής γνώμης προς διάφορες σύγχρονες εκδοχές του Νόμου του Λυντς…

Έχει όμως ενδιαφέρον και ποια από τα κυβερνητικά κέντρα είναι πίσω από αυτήν τη μεθόδευση. Γιατί σε αυτό το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση και το οποίο έχει συμπτύξει σε μια παράταξη όλες λίγο-πολύ τις εκδοχές του «Μένουμε Ευρώπη» του δημοψηφίσματος του 2015, η κινητήρια δύναμη προώθησης όλων αυτών δεν είναι τα παραδοσιακά δεξιά στελέχη ή τα στελέχη με πολιτική καταγωγή από τις πλέον νεοφιλελεύθερες εκφάνσεις του ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Το όλο εγχείρημα δημιουργίας ενός αισθήματος απειλής και της προβολής της δήθεν «λύσης» της καταστολής, αντιθέτως, φαίνεται να ξεκινά και να υλοποιείται προνομιακά από τα κυβερνητικά στελέχη με πολιτική καταγωγή από το πάλαι ποτέ σημιτικό ΠΑΣΟΚ ( ας αναλογιστούμε τις πρόσφατες δηλώσεις Φλωρίδη για τη σωματική τιμωρία των παιδιών στην οικογένεια και στο σχολείο: κάθε υπουργός και δη Δικαιοσύνης σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα που θα έκανε παρόμοιες δηλώσεις παλαιότερα θα είχε σίγουρα αποπεμφθεί αυθημερόν). Αυτή η θλιβερή διαπίστωση συμπληρώνει μια ακόμα ψηφίδα στο παζλ της αποτίμησης του ρόλου και των κινδύνων του ονομαζόμενου «ακραίου κέντρου» στο σύγχρονο ευρωπαϊκό συγκείμενο….

*Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού https://prin.gr/ 

Διαβάστε περισσότερα

Β.Ι. Λένιν: Για την “ισότητα” ανάμεσα στον εκμεταλλευόμενο και στον εκμεταλλευτή – Το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει χωρίς να τσακίσει την αντίσταση της αστικής τάξης

 


  • Από τα Άπαντα του Β. Ι. Λένιν, τ. 37, Η ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ ΚΑΟΥΤΣΚΙ, σελ. 259-267, Εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»

Ο Κάουτσκι κρίνει κατά τον εξής τρόπο:

(1) «Οι εκμεταλλευτές πάντα αποτελούσαν μόνο μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού» (σελ. 14 του βιβλίου του Κάουτσκι).

Αυτό είναι μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Πως πρέπει να κρίνει κανείς, ξεκινώντας απ’ αυτή την αλήθεια; Μπορεί να κρίνει σαν μαρξιστής, σαν σοσιαλιστής· τότε πρέπει να πάρει σαν βάση τη σχέση ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και στους εκμεταλλευτές. Μπορεί να κρίνει σαν φιλελεύθερος, σαν αστός δημοκράτης· τότε πρέπει να πάρει σαν βάση τη σχέση ανάμεσα στην πλειοψηφία και στη μειοψηφία.

Αν κρίνει μαρξιστικά, πρέπει να πει: οι εκμεταλλευτές μετατρέπουν αναπότρεπτα το κράτος (κι εδώ γίνεται λόγος για τη δημοκρατία, δηλαδή για μια από τις μορφές του κρά­τους) σε όργανο κυριαρχίας της τάξης τους, της τάξης των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους. Γι’ αυτό και το δημοκρατικό κράτος, όσο θα υπάρχουν εκμεταλλευτές που θα κυριαρχούν πάνω στην πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων, θα είναι αναπόφευκτα δημοκρατία για τους εκμεταλλευτές. Το κράτος των εκμεταλλευομένων πρέπει να διαφέρει ριζικά από ένα τέτοιο κράτος, πρέπει να είναι δημοκρατία για τους εκμεταλλευόμενους και όργανο καταστολής των εκμεταλλευτών, αλλά η καταστολή μιας τάξης σημαίνει ανισότητα γι αυτή την τάξη, αποκλεισμό της από τη «δημοκρατία».

Αν κρίνει κανείς σαν φιλελεύθερος, πρέπει να πει: η πλειοψηφία αποφασίζει, η μειοψηφία υποτάσσεται. Όσοι δεν υποτάσσονται – τιμωρούνται. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει λόγος να μιλάει κανείς για ταξικό χαρακτήρα του κρά­τους γενικά και για «καθαρή δημοκρατία» ειδικά. Αυτό εί­ναι άσχετο με το θέμα, γιατί η πλειοψηφία είναι πλειοψηφία και η μειοψηφία είναι μειοψηφία. Μια λίβρα κρέας είναι μια λί­βρα κρέας, αυτό είναι όλο.

Ο Κάουτσκι κρίνει ακριβώς ως εξής:

(2) «Για ποιους λόγους η κυριαρχία του προλεταριάτου χρειάστηκε να πάρει και ήταν απαραίτητο να πάρει μια μορφή ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία;» (σελ. 21). Ακολου­θεί η επεξήγηση ότι το προλεταριάτο έχει με το μέρος του την πλειοψηφία, μια επεξήγηση αρκετά διεξοδική και μακροσκελής μαζί με μια περικοπή από τον Μαρξ και με αριθμούς για τους ψήφους στην Κομμούνα του Παρισιού. Συμπέρασμα: «Ένα καθεστώς, τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα στις μάζες, δεν έχει ούτε τον παραμικρότερο λόγο να επιβουλεύεται τη δημοκρατία. Δεν θα μπορεί πάντα να κάνει χωρίς βία, στις περιπτώσεις πού ασκείται βία για την κατάπνιξη της δημοκρατίας. Στη βία μπορείς να απαντήσεις μόνο με τη βία. Το καθεστώς όμως που ξέρει ότι οι μάζες είναι με το μέρος του, θα ασκήσει βία μόνο για να περιφρουρήσει τη δημοκρατία και όχι για να την εκμηδενίσει. Θα ισοδυναμούσε με καθαρή αυτοκτονία του, αν επιχειρούσε να παραμερίσει την πιο σίγουρη βάση του, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, βαθιά πηγή ισχυρού ηθικού κύρους» (σελ. 22).

Καθώς βλέπετε, η σχέση ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές έχει εξαφανιστεί από την επιχειρηματολογία του Κάουτσκι. Έμεινε μόνο η πλειοψηφία γενικά, η μειοψηφία γενικά, η δημοκρατία γενικά, η γνωστή μας πια «καθαρή δημοκρατία».

Σημειώστε πως αυτά λέγονται σε σχέση με την Κομμούνα του Παρισιού! Ας παραθέσουμε λοιπόν, για επιβεβαίωση, τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς για τη δικτατορία σε σχέση με την Κομμούνα:

Μαρξ: «…Αν οι εργάτες στη θέση της δικτατορίας της αστικής τάξης εγκαθιδρύσουν τη δική τους επαναστατική δικτατορία… για να τσακίσουν την αντίσταση της αστικής τάξης… οι εργάτες δίνουν στο κράτος μια επαναστατική και μεταβατική μορφή…»[114].

Ένγκελς: «…Και η νικήτρια» (στην επανάσταση) «μερίδα είναι κατανάγκη υποχρεωμένη να διατηρήσει την κυριαρχία της με τον τρόμο που εμπνέουν τα όπλα της στους αντιδραστικούς. Θα κρατούσε ποτέ η Κομμούνα του Παρισιού έστω και μια μέρα, αν δεν είχε χρησιμοποιήσει ενάντια στην αστική τάξη το κύρος ενός οπλισμένου λαού; Δεν θα είχαμε, αντίθετα, το δικαίωμα να την κατακρίνουμε, γιατί το χρησιμοποίησε σε πολύ μικρό βαθμό;..»[115].

Ο ίδιος: «Μια και το κράτος είναι μόνο ένας προσωρι­νός θεσμός, που τον χρησιμοποιεί κανείς στον αγώνα, στην επανάσταση για να καταστέλλει με τη βία τους αντιπάλους του, είναι καθαρή ανοησία να μιλάει για ελεύθερο λαϊκό κράτος. Όσο καιρό το προλεταριάτο χρειάζεται ακόμη το κράτος, το χρειάζεται όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας, αλλά της καταστολής των αντιπάλων του· και από τη στιγμή που θα μπορεί να μιλάει κανείς για ελευθερία, το κράτος παύει να υπάρχει σαν τέτοιο…»[116].

Ο Κάουτσκι απέχει από τον Μαρξ και τον Ένγκελς όσο η γη από τον ουρανό, όσο ο φιλελεύθερος από τον προλε­τάριο επαναστάτη. Η καθαρή δημοκρατία ή απλώς η «δη­μοκρατία», που γι’ αυτή μιλάει ο Κάουτσκι, δεν είναι παρά επανέκδοση του ίδιου «ελεύθερου λαϊκού κράτους», δηλαδή καθαρή ανοησία. Ο Κάουτσκι, με την εμβρίθεια ενός ανόητου σοφολογιότατου των γραφείων, ή με την αθωότητα ενός δεκάχρονου κοριτσιού, ρωτάει: τι χρειάζεται η δικτατορία, όταν υπάρχει η πλειοψηφία; Ο Μαρξ και ο Ένγκελς το εξηγούν:

  • Για να τσακίσουμε την αντίσταση της αστικής τάξης,
  • για να εμπνέουμε τρόμο στους αντιδραστικούς,
  • για να διατηρήσουμε το κύρος του ένοπλου λαού ενάντια στην αστική τάξη,
  • για να μπορεί το προλεταριάτο να καταστέλλει με τη βία τούς αντιπάλους του.

Ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει αυτές τις διευκρινίσεις. Ερωτευμένος με την «καθαρότητα» της δημοκρατίας, χωρίς να βλέπει τον αστικό της χαρακτήρα, υποστηρίζει «με συνέπεια» ότι η πλειοψηφία, μια και είναι πλειοψηφία, δεν χρειάζεται «να τσακίσει την αντίσταση» της μειοψηφίας, δεν χρειάζεται να την «καταστέλλει με τη βία – της φτάνει να καταστέλλει τις περιπτώσεις παράβασης της δημοκρατίας. Ερωτευμένος με την «καθαρότητα» της δημοκρατίας, ο Κάουτσκι διαπράττει άθελά του το ίδιο μικρούτσικο λάθος που κάνουν πάντα όλοι οι αστοί δημοκράτες: δηλαδή, παίρνει την τυπική ισότητα (ολότελα ψεύτικη και υποκριτική στον καπιταλισμό) για πραγματική!

Πράγματα ανάξια λόγου!

Ο εκμεταλλευτής δεν μπορεί να είναι ίσος με τον εκμεταλ­λευόμενο.

Αυτή η αλήθεια, όσο και αν είναι δυσάρεστη για τον Κάουτσκι, αποτελεί το πιο ουσιαστικό περιεχόμενο του σοσια­λισμού.

Μια άλλη αλήθεια: πραγματική, ουσιαστική ισότητα δεν μπορεί να υπάρχει, όσο δεν θα έχει εξαλειφθεί εντελώς κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσης μιας τάξης από μιαν άλλη.

Οι εκμεταλλευτές μπορούν να τσακιστούν μεμιάς με μια πετυχημένη εξέγερση στο κέντρο ή με ένα ξεσήκωμα του στρατού. Αλλά, έξω από μερικές μόνο πολύ σπάνιες και ειδικές περιπτώσεις, οι εκμεταλλευτές δεν μπορούν να εκμηδενιστούν μεμιάς. Δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν μεμιάς όλοι οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές μιας λίγο-πολύ με­γάλης χώρας. Παραπέρα, η απαλλοτρίωση μόνη της σαν νομι­κή ή πολιτική πράξη, δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα, γιατί οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές πρέπει να σαρωθούν έμ­πρακτα, να αντικατασταθούν έμπρακτα από μιαν άλλη, εργατική, διεύθυνση των εργοστασίων και των κτημάτων. Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές, που για πολλές γενιές διακρίνονταν και ως προς τη μόρφωση, και ως προς τις συνθήκες μιας πλούσιας ζωής, και ως προς τις συνήθειες – και στους εκμεταλλευόμενους, που η μάζα τους, ακόμη και στις πιο προηγμένες και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, είναι εξουθενωμένη, αμόρφωτη, άξεστη, τρομοκρατημένη, διασπασμένη. Οι εκμεταλλευτές, για πολύ καιρό ύστερα από την επανάσταση διατηρούν αναπόφευκτα μια σειρά τεράστια πραγματικά πλεονεκτήματα: τους μένουν τα λεφτά (το χρήμα δεν μπορεί να καταργηθεί αμέσως), κάποια κινητή περιουσία, συχνά σημαντική, τους μένουν οι σχέσεις, η αποκτημένη πείρα της οργάνωσης και της διοίκησης, η γνώση όλων των «μυστικών» της διακυβέρνησης (συνήθειες, μέθοδοι, μέσα, δυνατότητες), τους μένει η ανώτερή τους μόρφωση, οι στενοί δεσμοί με το ανώτατο τεχνικό προσωπικό (που ζει και σκέπτεται αστικά), τους μένει μια ασύγκριτα μεγαλύτερη πρα­κτική πείρα στα στρατιωτικά ζητήματα (πράγμα πολύ σπουδαίο) κτλ, κτλ.

Αν οι εκμεταλλευτές τσακιστούν μόνο σε μια χώρα – και αυτή φυσικά είναι η τυπική περίπτωση, γιατί ταυτόχρονη επανάσταση σε μια σειρά χώρες είναι σπάνια εξαίρεση — πα­ραμένουν μολαταύτα δυνατότεροι από τους εκμεταλλευόμενους, γιατί οι διεθνείς δεσμοί των εκμεταλλευτών είναι τεράστιοι. Ότι ένα μέρος των εκμεταλλευομένων που προέρχεται από τις λιγότερο εξελιγμένες μάζες των μεσαίων αγροτών, βιοτεχνών κτλ, ακολουθεί και είναι σε θέση να ακολουθήσει τους εκμεταλλευτές, αυτό το έδειξαν όλες οι επαναστάσεις ως τα σήμερα, μαζί και η Κομμούνα (γιατί ανάμεσα στα στρατεύματα των Βερσαλλιών υπήρχαν και προλετάριοι, πράγμα πού το ξέχασε ο σοφολογιότατος Κάουτσκι).

Όταν έτσι έχουν τα πράγματα, να δέχεσαι ότι σε μια λίγο – πολύ βαθιά και σοβαρή επανάσταση η υπόθεση κρίνεται απλούστατα από τη σχέση της πλειοψηφίας προς τη μειοψηφία, είναι η μεγαλύτερη αμβλύνοια, είναι η πιο ανόητη προκατά­ληψη ενός κοινού φιλελεύθερου, είναι εξαπάτηση των μαζών, απόκρυψη από τις μάζες μιας ολοφάνερης ιστορικής αλήθειας. Η ιστορική αυτή αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ -έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι- οι εκμεταλλευτές δεν θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους.

Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό απο­τελεί ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο δεν έχει τελειώσει η εποχή αυτή, οι εκμεταλλευτές τρέφουν αναπόφευκτα την ελπίδα της παλινόρθωσης, και αυτή η ελπίδα μεταβάλλεται σε απόπειρες παλινόρθωσης. Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανα­τροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δεν δέχονταν ούτε σκέψη γι’ αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος για να πάρουν πίσω το χαμένο «παράδεισο», για τις οικογένειές τους που ζούσαν τόσο όμορφα και που τώρα ο «χύδην όχλος» τις καταδικάζει στο χαμό και την αθλιότητα (ή στην «απλή» δουλειά…). Και τώρα πίσω από τους εκμεταλλευτές-καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισοήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μιξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο… όπως κάνουν οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι.

Και σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, σε εποχή απεγνωσμένου, σκληρού πολέμου, όταν η ιστορία βάζει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα, αν θα υπάρχουν ή όχι τα προαιώνια και χιλιόχρονα προνόμια – να γίνεται συζήτηση για πλειοψηφία και μειοψηφία, για καθαρή δημοκρατία, για ανώφελο της δικτατορίας, για ισότητα του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο!! Τι απύθμενη αμβλύνοια, τι άβυσσος φιλισταϊσμού χρειάζεται για ένα τέτοιο πράγμα!

Αλλά οι δεκαετίες ενός σχετικά «ειρηνικού» καπιταλισμού, της περιόδου 1871-1914, έχουν συσσωρεύσει μέσα στα σοσια­λιστικά κόμματα που προσαρμόζονταν στον οπορτουνισμό, τόσο φιλισταϊσμό, στενοκεφαλιά και αποστασία, όση ήταν η κόπρος του Αυγείου…


Θα έχει προσέξει ίσως ο αναγνώστης ότι ο Κάουτσκι στην περικοπή από το βιβλίο του, που παραθέσαμε πιο πάνω, μι­λάει για επιβουλή ενάντια στο καθολικό εκλογικό δικαίωμα (που το ονομάζει -ας το πούμε σε παρένθεση- βαθιά πηγή ισχυρού ηθικού κύρους, ενώ ο Ένγκελς, αναφερόμενος στην ίδια την Κομμούνα του Παρισιού και στο ίδιο το ζήτημα της δικτατορίας, μιλάει για το κύρος του ένοπλου λαού ενάν­τια στην αστική τάξη. Είναι χαρακτηριστικό να συγκρίνει κανείς τις απόψεις ενός φιλισταίου και ενός επαναστάτη για το «κύρος»…).

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το ζήτημα της στέρησης του εκλογικού δικαιώματος από τους εκμεταλλευτές είναι ζήτημα καθαρά ρωσικό και όχι ζήτημα της δικτατορίας του προλετα­ριάτου γενικά. Αν ο Κάουτσκι δεν ήταν υποκριτής και τιτλοφορούσε την μπροσούρα του: «Ενάντια στους μπολσε­βίκους», τότε ο τίτλος αυτός θα ανταποκρινόταν στο περιεχό­μενο της μπροσούρας και ο Κάουτσκι θα είχε το δικαίωμα να μιλάει άμεσα για το εκλογικό δικαίωμα. Ο Κάουτσκι όμως θέλησε να παρουσιαστεί πρώτα απ’ όλα σαν «θεωρητικός». Τιτλοφόρησε την μπροσούρα του: «Η δικτατορία του προλε­ταριάτου» γενικά. Μιλάει για τα Σοβιέτ και για τη Ρωσία ειδικά μόνο στο δεύτερο μέρος της μπροσούρας, αρχίζοντας από το έκτο κεφάλαιο. Ενώ στο πρώτο μέρος του βιβλίου (απ’ όπου πήρα και την περικοπή) γίνεται λόγος για τη δημοκρατία και τη δικτατορία γενικά. Αρχίζοντας να μιλάει για το εκλογικό δικαίωμα, ο Κάουτσκι προδόθηκε ότι είναι πολέμιος των μπολσεβίκων, που δεν δίνει δεκάρα για τη θεωρία. Γιατί η θεωρία, δηλαδή η συζήτηση πάνω στις γενικές (και όχι τις εθνικά – ειδικές) ταξικές βάσεις της δημοκρατίας και της δικτατορίας δεν πρέπει να έχει σαν αντικείμενό της ένα ειδικό ζήτημα, όπως είναι το εκλογικό δικαίωμα, αλλά ένα γενικό ζήτημα: συγκε­κριμένα, αν μπορεί να διατηρηθεί η δημοκρατία και για τους πλούσιους, και για τους εκμεταλλευτές στην ιστορική περίοδο της ανατροπής των εκμεταλλευτών και της αντικατάστασης του κράτους τους από το κράτος των εκμεταλλευομένων.

Έτσι, και μόνο έτσι μπορεί να θέτει το ζήτημα ένας θεωρητικός.

Ξέρουμε το παράδειγμα της Κομμούνας, ξέρουμε όλες τις κρίσεις των θεμελιωτών του μαρξισμού σχετικά μ’ αυτή και γι’ αυτή. Με βάση αυτό το υλικό εγώ, λ.χ., πραγματεύτηκα το ζήτημα της δημοκρατίας και της δικτατορίας στην μπροσούρα μου «Κράτος και Επανάσταση», που γράφτηκε πριν από την Οχτωβριανή επανάσταση. Για περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος δεν είπα ούτε λέξη. Και πρέπει τώρα να πω ότι το ζήτημα του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος είναι ένα ζήτημα εθνικά-ειδικό και όχι ζήτημα γενικό της δικτατορίας. Το ζήτημα του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος πρέπει να το χειριστούμε, μελετώντας τους ιδιαίτερους όρους της ρωσικής επανάστασης, τον ιδιαίτερο δρόμο ανάπτυξής της. Αυτό ακριβώς θα γίνει στην ανάλυση που θα ακολουθήσει. Θα ήταν όμως λάθος να εγγυάται κανείς από τα πριν ότι οι επερχόμενες προλεταριακές επαναστάσεις στην Ευρώπη θα έχουν όλες ή οι περισσότερες απ’ αυτές, αναπόφευκτα σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος για την αστική τάξη. Αυτό ενδέχεται να γίνει. Ύστερα από τον πόλεμο και ύστερα από την πείρα της ρωσικής επανάστασης πιθανό να συμβεί, αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικό για να πραγματοποιηθεί η δικτατορία, δεν αποτελεί αναγκαίο γνώρισμα της λογικής έν­νοιας της δικτατορίας, δεν αποτελεί αναγκαίο όρο της ιστορικής και ταξικής έννοιας της δικτατορίας.

Αναγκαίο γνώρισμα, υποχρεωτικός όρος της δικτατορίας είναι η βίαιη καταστολή των εκμεταλλευτών σαν τάξης και, συνεπώς, η παραβίαση της «καθαρής δημοκρατίας», δηλ. της ισότητας και της ελευθερίας απέναντι σ’ αυτή την τάξη.

Έτσι και μόνο έτσι μπορεί να τεθεί το ζήτημα θεωρητικά. Και ο Κάουτσκι, μη θέτοντας έτσι το ζήτημα, απόδειξε ότι τάσσεται ενάντια στους μπολσεβίκους όχι σαν θεωρητικός, αλλά σαν συκοφάντης στην υπηρεσία των οπορτουνιστών και της αστικής τάξης.

Σε ποιες χώρες, μέσα σε ποιες εθνικές ιδιομορφίες του ενός ή του άλλου καπιταλισμού θα εφαρμοστεί (αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο) ο ένας ή ο άλλος περιορισμός, ή μια ή η άλλη παραβίαση της δημοκρατίας για τους εκμεταλλευτές, αυτό είναι ζήτημα που αφορά τις εθνικές ιδιομορφίες του ενός ή του άλλου καπιταλισμού, της μιας ή της άλλης επανάστασης. Το θεωρη­τικό ζήτημα τίθεται διαφορετικά, τίθεται έτσι: μπορεί να υπάρξει δικτατορία του προλεταριάτου χωρίς παραβίαση της δημοκρατίας απέναντι στην τάξη των εκμεταλλευτών;

Αυτό ακριβώς το ζήτημα, το μοναδικά σπουδαίο και ουσιαστικό από θεωρητική άποψη, το παρέκαμψε ο Κάουτσκι. Ο Κάουτσκι αράδιασε κάθε λογής περικοπές από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, έκτος από εκείνες που αφορούν το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα και που τις ανάφερα παραπάνω.

Ο Κάουτσκι μίλησε για ό,τι θέλετε, για ό,τι μπορεί να δεχτούν οι φιλελεύθεροι και οι αστοί δημοκράτες, για ό,τι δεν βγαίνει έξω από τον κύκλο των ιδεών τους -έκτος από το κύριο, δηλαδή ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει χωρίς να τσακίσει την αντίσταση της αστικής τάξης, χωρίς να καταστείλει με τη βία τους αντιπάλους του, και ότι όπου υπάρχει «βίαιη καταστολή», όπου δεν υπάρχει «ελευθερία», εκεί, φυ­σικά, δεν υπάρχει δημοκρατία.

Αυτό o Κάουτσκι δεν το κατάλαβε.

[114 Βλ. το άρθρο του Κ. Μαρξ «Η πολιτική αδιαφορία» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Άπαντα, 2η ρωσ. Εκδ., τόμ. 18ος, σελ. 297). —261.
[115 Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Άπαντα, 2η ρωσ. Εκδ., τόμ. 18ος, σελ. 305. —261.
[116] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά https://www.e-prologos.gr/
Διαβάστε περισσότερα

Η παρακμάζουσα Δύση συνεχίζει να είναι το πρότυπο. Του Raúl Zibechi

 


Η βαθύτατη αδιαφάνεια του σημερινού κόσμου μάς επιβάλλει τουλάχιστον δύο διαρκή καθήκοντα: να αμφισβητούμε τις μονομερείς αναλύσεις που τείνουν να απλοποιούν τις πολύπλοκες πραγματικότητες και, από την άλλη, να συμβουλευόμαστε διαφορετικές πηγές, ακόμη και αντιφατικές μεταξύ τους, για να προσφέρουμε τουλάχιστον ένα πανόραμα που θα μας επιτρέψει να διαλύσουμε το σκοτάδι που τυφλώνει την ικανότητά μας να κατανοούμε.

Στο βιβλίο The Defeat of the West, ο Εμμάνουελ Τοντ υποστηρίζει ότι η παρακμή του πολιτισμού μας είναι αναπόφευκτη. Σε αυτό το έργο διατείνεται ότι η απογείωση της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών συνδέθηκε στενά με την άνοδο του Προτεσταντισμού, λόγω της υποστήριξής του στην εκπαίδευση που ευνόησε την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Αλλά η «εξαφάνιση των προτεσταντικών αξιών», συνεχίζει ο Τοντ, οδήγησε στην εκπαιδευτική αποτυχία, στην ηθική αταξία και στη φυγή από την παραγωγική εργασία που προωθούν οι θρησκευτικές πρακτικές.

Ο Λιβανέζος συγγραφέας Αμίν Μααλούφ μόλις δημοσίευσε το βιβλίο ο «Λαβύρινθος των χαμένων», στο οποίο διατυπώνει άλλες υποθέσεις που δεν συγκρούονται με αυτές του Τοντ και οι οποίες, μάλιστα, μπορεί να είναι συμπληρωματικές. Υποστηρίζει ότι επί πέντε αιώνες «η δυτική, και πιο συγκεκριμένα η ευρωπαϊκή, κυριαρχία δεν αμφισβητήθηκε. Όσοι αντιτάχθηκαν σε αυτήν ταπεινώθηκαν και ηττήθηκαν. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει», καταλήγει (El Diario, 4/6/24). Ακριβώς όπως ο Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν, διαβεβαιώνει ότι η Δύση δεν έχει πλέον την πλήρη ηγεμονία, αλλά καμία άλλη χώρα δεν την έχει τα τελευταία χρόνια. Προσθέτει ότι καμία δύναμη δεν έχει ακόμη τη δυνατότητα να επιλύσει συγκρούσεις, όπως αυτή του Ισραήλ εναντίον της Παλαιστίνης, ούτε καν να αποτρέψει  το ξέσπασμά τους. Γι’ αυτό και δηλώνει ότι «η ανθρωπότητα σήμερα περνά μία από τις πιο επικίνδυνες περιόδους στην ιστορία της». Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο δυνατά σημεία των συνεντεύξεων που έδωσε σε διάφορα μέσα ενημέρωσης αυτή την εβδομάδα είναι ο πολύ σοβαρός ισχυρισμός του ότι η παρακμή της Δύσης αφορά ολόκληρο τον πλανήτη. «Η παρακμή της Δύσης είναι πραγματική, αλλά ούτε οι δυτικοί ούτε οι πολλοί αντίπαλοί τους είναι σε θέση να οδηγήσουν την ανθρωπότητα έξω από το λαβύρινθο στον οποίο έχει χαθεί» (El Confidencial, 3/6/24).

Και συνεχίζει:

«Οι αντίπαλοι του δυτικού κόσμου δεν έχουν πραγματικά μοντέλα να προτείνουν. Επικρίνουν το δυτικό μοντέλο για τον ρόλο που διαδραματίζει η Δύση, επειδή η Δύση προσπαθεί να μονοπωλήσει τις αποφάσεις σε όλο τον κόσμο. Αλλά δεν υπάρχει εναλλακτικό μοντέλο».

Γι’ αυτό λέει ότι το ναυάγιο είναι παγκόσμιο, «όλων των πολιτισμών», όχι μόνο του δυτικού. Μαζί με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, επισημαίνει ότι η Ρωσία βρίσκεται επίσης σε παρακμή και ήδη αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα με εκείνα άλλων δυνάμεων. Όσο για την Κίνα, ο Μααλούφ υπογραμμίζει ότι ακολουθεί επίσης το δυτικό μοντέλο: όχι μόνο τον καπιταλισμό, αλλά και τον νεοφιλελευθερισμό και τη συσσώρευση μέσω της εκποίησης.

Ο κίνδυνος ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου είναι «πραγματικός» σύμφωνα με τον Maalouf, κυρίως επειδή οι κοινωνίες δεν θέλουν να παραδεχτούν τους προφανείς κινδύνους από την ξέφρενη ανάπτυξη των νέων όπλων από τις μεγάλες δυνάμεις.

Κατά τη γνώμη μου, ο αυστηρός ισχυρισμός του Μααλούφ για την απουσία εναλλακτικής στο καπιταλιστικό μοντέλο είναι σωστός, και η σημερινή πραγματικότητα μοιάζει με τις ενδοιμπεριαλιστικές συγκρούσεις που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914. Είναι οδυνηρό να παρατηρεί κανείς πώς τα άλλοτε επαναστατικά κινήματα γιορτάζουν τώρα την άνοδο της Κίνας και ορισμένοι θεωρούν τη χώρα αυτή σοσιαλιστική και τους ηγέτες της μαρξιστές. Αυτό είναι δείγμα της τεράστιας σύγχυσης που διακατέχει τα χειραφετητικά  κινήματα.

Το δεύτερο ζήτημα είναι οι τεράστιες ρίζες της αποικιοκρατίας στο εσωτερικό της  κριτικής σκέψης, η οποία αδυνατεί να δει πέρα ​​από τα έθνη-κράτη ως θέατρα της αλλαγής και των επαναστατικών μετασχηματισμών.

Από τη μια πλευρά, τα κράτη της Λατινικής Αμερικής αποτελούν μια ξεκάθαρη αποικιακή κληρονομιά, είναι δομημένα με ιεραρχικό και πατριαρχικό τρόπο και δεν μπορούν να αλλάξουν ή να επανιδρυθούν, όπως επιχειρούν να υποστηρίξουν ορισμένα προοδευτικά ρεύματα.

Από την άλλη, η ιστορική εμπειρία μάς λέει ότι οι επιτυχημένες επαναστάσεις που περιορίστηκαν στα σύνορα των κρατών δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν στους μετασχηματισμούς που επιθυμούσαν.

Πρέπει να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από έναν και πλέον αιώνα επαναστάσεων που επικεντρώθηκαν σε κράτη τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι δημοκρατικά ή να εκδημοκρατιστούν. Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποια μορφή δημοκρατίας σε στρατούς και αστυνομία; Ή στο σύστημα της δικαιοσύνης;

Τις εναλλακτικές που ο Μααλούφ δεν βρίσκει ούτε στην Κίνα ούτε στη Ρωσία ούτε στο Ιράν μπορούμε να τις εντοπίσουμε στους λαούς που οργανώθηκαν για να αντισταθούν και να δημιουργήσουν νέους κόσμους, σε πολλές γωνιές της ηπείρου μας. Σίγουρα, δεν αρκεί για να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα, γι’ αυτό το EZLN στοχεύει να εργαστεί από σήμερα ώστε σε εκατόν είκοσι χρόνια, σε επτά γενιές, οι άνθρωποι που θα γεννηθούν να μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα το μέλλον τους.

Δεν υφίστανται θεσμικές ή κομματικές παρακαμπτήριες.

πηγή: Comune-info.net

Διαβάστε περισσότερα

30 Ιούνη 1934: Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών


Σαν σήμερα, στις 30 Ιούνη του 1934 ο Χίτλερ ξεκίνησε 
την εκκαθάριση στο εσωτερικό του Ναζιστικού Κόμματος που έμεινε γνωστή ως η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Με αφορμή αυτή την επέτειο αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του σ. Γιώργου Λυγουριώτη.

Το Σάββατο της 30ης Ιούνη του 1934 στη Γερμανία, ξεκινάει ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα μέσα στις γραμμές των Ναζί, το οποίο κράτησε τρεις μέρες. Με εντολή του Χίτλερ θα αφανιστεί ολόκληρη η ηγεσία της παραστρατιωτικής οργάνωσης του κόμματος, SturmΑbteilung (SA). Θα μείνει στην ιστορία ως η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών.

Η αφορμή για αυτό το ξεκαθάρισμα ήταν οι υποψίες του ίδιου του Φύρερ για ένα πιθανό πραξικόπημα εναντίον του, από τον αρχηγό των SA, Ερνστ Ρεμ.

Από τις αρχές του ’30 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα (Ναζί) είχε δημιουργήσει δυο ένοπλα τμήματα που δρούσαν σαν παραστρατιωτικές οργανώσεις. Τα τάγματα εφόδου SA (SturmΑbteilung) και τα τάγματα προστασίας SS (SchutzStaffel). Τα SS δημιουργήθηκαν με σκοπό να αποτελούν την φρουρά του Χίτλερ και άλλων ηγετικών στελεχών των Ναζί.

Τα SA, με περίπου 4 εκατομμύρια μέλη, αποτέλεσαν ένα τεράστιο μηχανισμό βοήθειας για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία καθώς δρούσαν ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους του Φύρερ, που δεν ήταν άλλοι από τους συνδικαλιστές, τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.

Με τον καιρό, η δράση και η πολιτική επιρροή των SA άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο της ηγεσίας του κόμματος και του Χίτλερ. 

Τα SA, σε αντίθεση με τα SS, στελεχώθηκαν κυρίως από τις φτωχές μάζες , καθώς το 85% των μελών προερχόταν από τα λαϊκά-εργατικά στρώματα. Έτσι, οι ίδιοι υπηρετώντας τον εθνικοσοσιαλισμό, θεωρούσαν ότι αφού θα τελείωναν με την «εθνική» επανάσταση, στην συνέχεια θα ακολουθούσε η σοσιαλιστική επανάσταση που θα στρεφόταν ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο. Ενώ ταυτόχρονα, ζητούσαν τα SA να μετατραπούν στη ραχοκοκαλιά του γερμανικού στρατού.

Πιέσεις από την άρχουσα τάξη

Η άρχουσα τάξη και οι βιομήχανοι άρχισαν να πιέζουν τον Χίτλερ ώστε να δώσει ένα τέλος στην ασύδοτη δράση των SA αλλά κυρίως να δώσει ένα τέλος στις βλέψεις που είχαν για μια «κοινωνική» επανάσταση εναντίον τους. Διαφορετικά, απειλούσαν, θα κήρυτταν στρατιωτικό νόμο και θα αναλάμβανε την εξουσία ο στρατός.

Τον Φλεβάρη του ’34, σε μια συνάντηση στην οποία συμμετείχαν ηγέτες των SA και του στρατού, ο Χίτλερ ξεκαθάρισε στον Ρεμ ότι τα SA δεν θα γίνουν στρατιωτική δύναμη. Ενώ ο Ρεμ αρχικά συμφώνησε σε αυτή τη πρόταση, η εμμονή του στο να κάνει δημόσιες δηλώσεις υπέρ μιας Δεύτερης Επανάστασης (η πρώτη ήταν η ναζιστική κατάληψη της εξουσίας στις αρχές του ’33) δημιουργούσε σύγχυση και αγωνία στην γερμανική άρχουσα τάξη.

«Ο Χίτλερ είναι προδότης…»

Ενδεικτική ήταν και η ανακοίνωση του Ρεμ στα μέλη των SA αμέσως μετά τη συνάντηση

«Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να διατηρήσω αυτή τη συμφωνία. Ο Χίτλερ είναι προδότης και τουλάχιστον πρέπει να φύγει… Αν δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μαζί του, θα το κάνουμε χωρίς αυτόν»

Στις 4 Ιούνη ο Ρεμ και ο Χίτλερ πραγματοποίησαν μια 5ωρη συνάντηση. Λίγο αργότερα ανακοίνωσε ότι παίρνει άδεια ασθενείας, ενώ τα τάγματα των SA έβγαιναν σε άδεια για ολόκληρο τον Ιούλη.

Στις 28 Ιούνη σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρεμ, ο Χίτλερ κάλεσε σε συνέδριο την ηγεσία των SA για τις 30 Ιούνη σ’ ένα ξενοδοχείο στο Μπαντ Βίσε, κοντά στο Μόναχο.

Συλλήψεις και εν ψυχρώ εκτελέσεις

Με την βοήθεια των SS συνελήφθησαν οι ηγέτες των SA τους οποίους και μετέφεραν σε μια φυλακή έξω από το Μόναχο και στη συνέχεια τους εκτέλεσαν. Ταυτόχρονα δίνει την έγκριση προκειμένου να κυνηγηθούν και να εκτελεστούν κι άλλα μέλη των SA.

Ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση και με την τακτική «μ΄ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια» κατάφερε να εξουδετερώσει κι άλλους πολιτικούς του αντιπάλους που δεν είχαν καμία εμπλοκή με τα SA, όπως: τον πρώην πρωθυπουργό της Βαυαρίας, φον Καρ που εμπόδισε το πραξικόπημα του Χίτλερ στην μπυραρία, τον στρατηγό φον Σλάιχερ, τον Γκρέγκορ Στράσερ ηγετικό στέλεχος του Ναζιστικού κόμματος και εσωκομματικό αντίπαλο του Χίτλερ κ.α.

«… ο ανώτατος δικαστής του Γερμανικού λαού»

Αμέσως μετά την εκκαθάριση ο Χίτλερ έλαβε ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα από τον Πρόεδρο της Γερμανίας, Χίντενμπουργκ, για την αποφασιστική του δράση.

Στις 13 Ιουλίου σε ομιλία του στο Ράιχσταγκ δήλωσε:

«Αν κάποιος με κατακρίνει και ρωτά γιατί δεν έφτασα στα κανονικά δικαστήρια, τότε το μόνο που μπορώ να πω είναι αυτό: Αυτή τη στιγμή ήμουν υπεύθυνος για τη μοίρα του γερμανικού λαού και ως εκ τούτου έγινα ο ανώτατος δικαστής του γερμανικού λαού.»

Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα. Ο Χίτλερ παραδέχτηκε ότι υπήρξαν 76 νεκροί, αλλά ο πραγματικός αριθμός φτάνει τους 250 και παραπάνω.

Τα γεγονότα της 30ης Ιούνη του 1934 δεν είχαν να κάνουν με ένα απλό ξεκαθάρισμα μέσα στον πυρήνα του ναζιστικού κόμματος. Ο Χίτλερ με αυτές τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις έστελνε κι ένα μήνυμα προς τους «ιδεολόγους» του κόμματος, ότι έχει ξεμπερδέψει για τα καλά με το πρόγραμμα και με την κοινωνική επανάσταση που αφελώς προσδοκούσαν ότι θα ακολουθήσει.

Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών δείχνει ότι ο Χίτλερ ήταν το «πιστό σκυλί» της άρχουσας τάξης και του μεγάλου κεφαλαίου εισακούγοντας στις εντολές τους προκειμένου να τους κάνει να τον εμπιστευτούν, διασφαλίζοντας τα συμφέροντά τους έτσι ώστε αυτοί με τη σειρά τους να υποστηρίζουν τα σχέδιά του.

Έτσι, άνοιξε ο δρόμος της ολοκληρωτικής εγκαθίδρυσης του Χίτλερ και του Ναζισμού. Τα κανόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ηχούσαν όλο και πιο κοντά.

Πηγές:
http://www.historyplace.com/worldwar2/triumph/tr-roehm.htm
http://spartacus-educational.com/GERnight.htm

 

Διαβάστε περισσότερα

Η λίστα ιστολογίων μου