Κατέ Καζάντη: Η όντως βία, μέσα κι έξω απ’ τα γήπεδα


Όλη αυτή η σπουδή, και η επισημότης, με την οποία η κυβέρνηση ανακοινώνει τα μέτρα για τη βία στα γήπεδα –και όχι «οπαδική» βία, αφού και οι οπαδοί είναι επί της ουσίας θύματα- δυο πράγματα μπορεί να προκαλέσει: θυμό ή γέλωτα. Γέλωτα, με την προχειρότητα να μην ξέρει η δεξιά τι ποιεί η ετέρα δεξιά, ο Μαρινάκης δηλαδή τι εννοεί ο Βρούτσης. Και θυμό, πολύ θυμό, όταν βρίσκεσαι μπροστά στη διιστορική παραδοξολογία να επιθυμεί να ανακόψει κάποιος/α/ο ένα φαινόμενο το οποίο ο/η ίδιος/α/ο δημιουργεί, συντηρεί και χρησιμοποιεί.
 
Διότι, τι είναι το ποδόσφαιρο, εάν όχι το όπιο των λαών; Η φενάκη μιας δύναμης και μιας διαρκούς νικηφόρας πορείας η οποία δεν μπορεί να κατακτηθεί ούτε στα γήπεδα ούτε στην πραγματική ζωή; Η προπαγάνδα ενός «αδιαίρετου εμείς», μιας ενοποιητικής κουλτούρας που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τον «πρόεδρο- που-ρίχνει-τα-φράγκα-στην-ομαδάρα», τον μεσοαστό οικογενειάρχη και τον προλετάριο νεαρό; Διότι τι, αλήθεια, κατήντησε εν συνόλω ο αθλητισμός στα πλαίσια του καπιταλισμού, αν όχι το ντόπινγκ με «τα χρώματα της χώρας»;
 
Ο κυνισμός των «ληστρικών βαρόνων», που λυμαίνονται τα πάντα, αποτελεί το κατεξοχήν πνεύμα των γενικών κουμανταδόρων των πολυεθνικών εταιρειών του αθλητισμού, παγκοσμίως. Αυτοί βρίσκονται μπροστά και πίσω από κάθε μηχανισμό του κράτους: Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ποδοσφαιρικές και άλλες ομάδες, ιδρύματα που κατευθύνουν την τέχνη και τον πολιτισμό αποτελούν ιδιοκτησία της κατά Βέμπλεν «αργόσχολης τάξης» που κατέχει τα μέσα παραγωγής δίχως να έχει σχέση με την ίδια την παραγωγή. Η παράγκα είναι, προφανώς, από κατασκευής προβληματική και με σαφή, συγκεκριμένη πολιτική στόχευση, η οποία δεν αφορά, εννοείται, τη στενή στράτευση με τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά την αναπαραγωγή της εξουσίας συγκεκριμένων κέντρων επί του κοινωνικού συνόλου.
 
Οι οπαδοί είναι το προνομιακό τους κοινό. Η ομάδα δια της οποίας διαχέεται ο έλεγχος εκεί, στους οπαδούς, στοχεύει. Αποτελεί το πεδίο όπου διαφαίνεται η εξουσία της ιδιοκτησίας, με μια περίπου μεταφυσική αλλά αδιάκοπη γραμμή η οποία εκλέγει δημάρχους, βουλευτές, πρωθυπουργούς.
 
Ο χουλιγκανισμός, λοιπόν, μια λέξη με βρετανική, πολλαπλών μυθολογιών, ετυμολογία, δεν είναι τίποτε καινούργιο, τουναντίον. Ούτε αυτός ούτε, βέβαια, η πολιτική και ιδεολογική του χρήση. Από τη βυζαντινή Στάση του Νίκα και τους οπαδούς των αρματοδρομιών, μέχρι τον Μπερλουσκόνι και τη Μίλαν, η απόσταση μοιάζει μηδαμινή. Κι όποτε βαραίνει την ίδια την εξουσία που υποκινεί ή ανέχεται, αναλόγως της ιστορικής περιόδου, το φαινόμενο, τότε αποφασίζεται η «λήψη μέτρων». Πάντα, μα πάντα, μέτρων απολύτως προσχηματικών. Εκτός βεβαίως από τον κατασταλτικό τους χαρακτήρα: ο γνωστός μύθος, ότι τάχα μου η Θάτσερ πολέμησε τη βία στα γήπεδα -στην πραγματικότητα απλώς τη μετατόπισε στην παραπέρα των γηπέδων γειτονιά- ενισχύει την άποψη ότι αν φέρεσαι στον άνθρωπο σαν να είναι ζώο, σου αντιγυρίζει τη συμπεριφορά.
 
Η φτωχολογιά, η ευεπίφορη στην παραπλανητική κουλτούρα και στην ψευδή συνείδηση, η φτωχολογιά που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως υποκείμενο της ιστορίας και εκλαμβάνει την κατά Μαρξ βία όχι ως «μαμή της ιστορίας» αλλά ως μέσο εξόντωσης του επίσης προλετάριου οπαδού μιας άλλης ομάδας κι ενός άλλου αφεντικού, δεν θα σταματήσει να αυτοδέρνεται. Το αγελαίο πνεύμα της παραφθαρμένης, εκκοσμικευμένης θρησκευτικότητας που σπρώχνει προς τα κάτω η συστημική εξουσία είναι το πιο πολύτιμο εργαλείο της.
 
Ας μην γελιόμαστε. Εάν δεν ξεμπροστιάσεις τους ιδιοκτήτες των ομάδων, εάν δεν ξεμπροστιάσεις τον τρόπο που κινείται ο αθλητισμός εν γένει, εάν δεν ξεμπροστιάσεις τον τρόπο που το κεφάλαιο συλλέγει ΠΑΕ, ΜΜΕ και λοιπά εργαλεία για να αναπαράγει διαρκώς την εξουσία του, εάν δεν ξεμπροστιάσεις την υποβόσκουσα καταστολή που λίγο θέλει να γενικευτεί –απεργίες, διαδηλώσει, κινήματα κ.ο.κ.- δεν γλιτώνεις από τον φαύλο κύκλο της βίας.
 
Διότι το πρόταγμα της δεξιάς, και των δεξιών, δεν είναι η εξάλειψη της βίας. Είναι η διαχείριση και η εκμετάλλευσή της. Μαζί με την εκμετάλλευση των οπαδών και τη συνακόλουθη στοχοποίησή τους ώστε να βγαίνουν κάθε φορά λάδι εκείν@ που όντως, αφ’ υψηλού, βιαιοπραγούν. Το ζητούμενο είναι πώς, και πότε, οι από κάτω θα κατανοήσουν την εκμετάλλευση, εγκαταλείποντας, ρίχνοντας μαύρη πέτρα, στους χώρους των γηπέδων και στους ιδιοκτήτες τους.

Κατέ Καζάντη 

Η λίστα ιστολογίων μου