6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1955 Τουρκικές αλχημείες για τον «Μαύρο Σεπτέμβρη»
Πώς η κυβέρνηση Ινονού πήρε πίσω στο πολλαπλάσιο τις πενιχρές αποζημιώσεις που έδωσε στους ομογενείς η κυβέρνηση Μεντερές
Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΟΜΑΗ | Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009 ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ των συγκεκριμένων άρθρων δεν έλειψαν κατά το παρελθόν οι αναφορές στα γεγονότα εκείνου που αργότερα έμεινε γνωστός ως «Μαύρος Σεπτέμβρης». Ηταν 6 Σεπτεμβρίου 1955, ημέρα Τρίτη. «Του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» έγραφε το χριστιανικό ημερολόγιο
όταν στις 7 το απόγευμα, μετά το πέρας φοιτητικής διαδήλωσης στην Κωνσταντινούπολη με συνθήματα «Η Κύπρος είναι τουρκική» και «Θάνατος στους γκιαούρηδες», οι οδοί και τα σοκάκια γέμισαν με κάθε λογής ανθρώπους φερμένους από μακριά με φορτηγά. Από εκείνη την ώρα έως τις 2 το πρωί της επομένης 4.500 καταστήματα Ελλήνων, 2.000 σπίτια, 82 εκκλησίες, εργοστάσια, φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία, ακόμη
και νεκροταφεία και μοναστήρια θα γίνονταν στάχτη. Η Τουρκία του Μεντερές υπό το βάρος της πίεσης της διεθνούς γνώμης ανέλαβε να αποζημιώσει τότε τους ομογενείς. Στο άρθρο αυτό θα δούμε πώς οκτώ χρόνια μετά η κυβέρνηση Ινονού με φορολογικά τερτίπια πήρε πίσω στο πολλαπλάσιο εκείνες τις πενιχρές αποζημιώσεις, καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου, με τη διεθνή κοινότητα αυτή τη φορά να σωπαίνει...
Aν η δεκαετία του 1950 άνοιξε την αυλαία της ελληνοτουρκικής διαφοράς, όπως αυτή ξεκίνησε μετά το τέλος του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου με αφορμή το Κυπριακό, ένα ζήτημα που έως εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή ήταν ανύπαρκτο, η δεκαετία του 1960 υπήρξε αναμφίβολα η πιο τραγική στην ιστορία των σχέσεων των δύο χωρών αφού τις οδήγησε, όχι μόνο μία φορά, κυριολεκτικά μια μόλις σπιθαμή πριν από τον πόλεμο. Εκτοτε και έως σήμερα οι δύο χώρες, το «ελληνοτουρκικό δίδυμο» που η εξωτερική συγκυρία δημιούργησε με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου εξαιτίας της γειτνίασής του με την ΕΣΣΔ και τον χώρο της Μέσης Ανατολής, ακόμη παλεύει να βρει την ισορροπία του. Το πραγματικό όμως θύμα στη διάρκεια ενός κυκεώνα που χαρακτήριζαν εναλλακτικά η επιθετικότητα και η αστάθεια, και άλλοτε οι παλινωδίες και οι υποχωρήσεις, αναμφίβολα υπήρξε η Ομογένεια. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, την ίδια ακριβώς χρονιά που συνεζητείτο το Κυπριακό κατά τη διάρκεια της Τριμερούς Διασκέψεως στο Λονδίνο, εξέθεσαν την Τουρκία στα μάτια της διεθνούς κοινότητας προτού καλά καλά συμπληρωθεί δεκαετία από την είσοδό της στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο ΝΑΤΟ. Η ομολογία του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Ισμέτ Ινονού στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση (12.9.1955) ότι «η επίθεση ήταν οργανωμένη» και ότι «όσον πικραί και αν είναι αι αλήθειαι αύται πρέπει να λέγονται»- πως όλα έγιναν με την ανοχή της αστυνομίας και η κυβέρνηση ήταν ειδοποιημένη για τα έκτροπα, όπως και ο Τύπος (τουρκικός) στο σύνολό του που επεσήμαινε την εκτροπή από τα «ευγενή ιδεώδη του κεμαλισμού, ένα από τα οποία ήταν ο πολιτισμός και η δημοκρατία»- δεν ήταν άσχετη με το προφίλ που έχτιζε μεθοδικά η γείτων στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τους στρατιωτικούς και πολιτικοοικονομικούς θεσμούς του δυτικού κόσμου. Τη νύχτα εκείνη, όμως, η ένοπλη βία και η λύσσα σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών (δεν γλίτωσαν ούτε οι Αρμένιοι ούτε οι εβραίοι), όλα έδειχναν να έχουν τελείως ανατραπεί: το ΝΑΤΟ εξέφραζε την ανησυχία του για αστάθεια στην περιοχή μετά τα έκτροπα και ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης R. Wagner κήρυσσε ημέρα πένθους και προσευχής για τον απανταχού χριστιανισμό. Κυριολεκτικά στη δίνη του κυκλώνα, η Τουρκία όχι μόνο υποχρεώθηκε στη γνωστή τελετή συγγνώμης στην ελληνική σημαία μπροστά στην αποβάθρα της Σμύρνης, αλλά εξήγγειλε και τη διάθεση ποσού 1.000.067 τουρκικών λιρών για την επισκευή των κατεστραμμένων εκκλησιών, ενώ άλλα ποσά προβλέπονταν για αποζημιώσεις ιδιωτών. Τι όμως από όλα αυτά τελικά είχε συντελεστεί οκτώ χρόνια μετά φαίνεται μέσα από φακέλους των ετών 1962-63 και την αγωνιώδη αλληλογραφία με το ΥΠΕΞ του τότε γενικού προξένου Θ. Χρυσανθόπουλου. Εκείνο που περισσότερο όμως εντυπωσιάζει είναι η ικανότητα των τουρκικών αρχών, εν πλήρει συνεννοήσει μεταξύ τους, με τον ένα νόμο (Ν. 6685,
28.2.1956) να επιδικάζονται αποζημιώσεις σε όσους επλήγησαν και με έναν δεύτερο (Ν. 5432) περί φορολογικής δικονομίας να τις αφαιρούν στο πολλαπλάσιο.
«Ως εν πάση ακριβεία και λεπτομερεία,ανέγραφον εις το υποβληθέν Υμίν τη 26 Νοεμβρίου 1962, εκτενές σημείωμά μου υπό των Τούρκων, επεβλήθησαν υποθήκαι και κατασχέσεις επί ακινήτων Ελλήνων υπηκόων, διά την αναγκαστικήν είσπραξιν φόρων, προερχομένων ευθέως εκ των ζημιών και καταστροφών της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955.Διά του τρόπου τούτου,όχι μόνον απαιτούν την επιστροφήν των μετά τριετίαν καταβληθεισών μηδαμινών, εν συγκρίσει προς την έκτασιν των απωλειών, αποζημιώσεων, αλλά πέραν αυτών επιδιώκουσι την είσπραξιν προσθέτων ποσών πολλαπλασίων του ύψους της αποζημιώσεως. Το Συμβούλιον της Επικρατείας Αγκύραςαπέρριψεντας γενομένας προσφυγάς των ενδιαφερομένων. Συνεπώς διά την αποκατάστασιν της καταφώρου ταύτης και απαραδέκτου αδικίας,δεν απομένει ειμή μόνονη διά της Υμετέρας παρεμβάσεωςδιάσωσις της περιουσιακής υποστάσεως των ενδιαφερομένων Ελλήνων, θυμάτων των Σεπτεμβριανών γεγονότων, ων η καταστρεπτική επίδρασις εμμέσως συνεχίζεται...» ενημέρωνε με το υπ΄ αριθμ. ΑΠ 8732 σημείωμά του ο Θ. Χρυσανθόπουλος τον Απρίλιο του 1963.
Ομοίως ανησυχούσε από την Αγκυρα και ο έλληνας πρέσβης Αντώνης Πούμπουρας, ο οποίος διερωτάτο εάν τελικά στο νομοσχέδιο περί αμνηστίας το οποίο είχε εισαχθεί προς μελέτη στο Υπουργικό Συμβούλιο εν όψει εορτών του «Βαϊραμίου», θα ενεκρίνετο τελικά το άρθρο 9 «... το οποίον κατ΄ ανεπισήμους πληροφορίας αναφέρεται εις φορολογικά αδικήματα», μερικά εκ των οποίων αφορούσαν αδυναμία καταβολής φόρων από πληγέντες ομογενείς στη διάρκεια των Σεπτεμβριανών (ΑΠ 670, 14.2.1963). Και όλα αυτά ενώ είχαν προηγηθεί σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα στην Αγκυρα οι συνομιλίες των δύο ΥΠΕΞ Αβέρωφ- Ερκίν, κατά τη διάρκεια των οποίων ο τελευταίος διαβεβαίωνε ότι «θα καταβληθή κάθε προσπάθεια διευθετήσεως του θέματος» (Αβέρωφ προς πρεσβεία Αγκύρας, ΑΠ 832-2, 29 Νοεμβρίου 1962).
Ωστόσο με νέο αναλυτικό σημείωμά του ο Χρυσανθόπουλος επιχειρούσε ως εξής να κάνει κατανοητή στην Αθήνα τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι άτυχοι ομογενείς με τα τουρκικά τερτίπια: «Οι Τούρκοι, κατά την επάρατον νύκτα της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955, ελεηλάτησαν, απεγύμνωσαν,κατέστρεψαν και επυρπόλησαν όλα τα καταστήματα των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως. Αι ζημίαι ανήρχοντο, εν τω συνόλω, μετά των καταστραφέντων ναών,μονών και νεκροταφείων,κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς εις εκατόν εκατομμύρια δολλαρίων.
Η κυβέρνησις Μεντερές,διά να μειώση την εντύπωσιν και την σοβαράν έκτασιν των ζημιών,διά ψηφισθέντος νόμου, αυθαιρέτως ώρισεν το ύψος των ζημιών εις 60.000.000 λιρών Τουρκίας μόνον και διά πονηράς διατάξεως ανέφερεν ότι το ποσόν τούτο εκχωρούμενον εις τα θύματαθα εκάλυπτεν ολοκληρωτικώς τας ζημίας των.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, μετά τας καταστροφάς, ουδεμία δήλωσις ζημιών εγένετο αποδεκτή.Ούτω αι πραγματικαί ζημίαι δεν ανεγνωρίσθησαν. Η εκτίμησις εν συνεχεία των ζημιών, υπό πληγέντων παρά των ενδιαφερομένων δικαστικών εκπροσώπων και εμπειρογνωμόνων, διά της επιβληθείσης σκέψεως ότι τα τεμάχια των κατεστραμμένων εμπορευμάτων,συναρμολογούμενα,θα απέδιδον μέρος της αρχικής των αξίας (ενώ εν τη πραγματικότητι δι΄ αυτοκινήτων της δημαρχίας και φορτηγά επ΄ ενοικίω επί ημέρας απερρίπτοντο εις την θάλασσαν) εμείωσεν τας πραγματικάς ζημίας εις το ήμισυ ή κάτω τούτου.Μετέπειτα ηκολούθησεν εφοριακός έλεγχος, όστις εμείωσεν περαιτέρω την έκτασιν των ζημιών και ούτω ήχθημεν εις την αναγνώρισιν ποσοστού μικροτέρου του ακριβούς κατ΄ αναλογίαν 60%... Ως δε εάν δεν έφθανεν η εκμηδένισις αύτη των ελληνικών περιουσιών, επήλθεν νέος καταπέλτης, διότι αι οικονομικαί εφορίαιειδοποίησαν τους καταστραφένταςότι οφείλουσι την πληρωμήν φόρου επί της διαφοράς μεταξύ της εγγραφείσης εις τα λογιστικά των βιβλία ζημίας και του εκχωρηθέντος ποσού αποζημιώσεως, όπερ κατά την διάταξιν του νόμουαπετέλει κατά τεκμήριον πλήρη κάλυψιν των προξενηθεισών ζημιών. Ούτω οι πληγέντες υπό των καταστροφέων Ελληνεςκαλούνται να επιστρέψουν ολόκληρον την μετά τριετίανγελοίαν αποζημίωσιν και επί πλέον να καταβάλουν ποσά έως τριπλάσια ταύτης.Αποτέλεσμα πλήρης καταστροφή...».
Πέραν όμως των ιδιωτικών περιουσιών, για τις οποίες μεριμνούσε η «νωχελής Επιτροπή Ανοικοδομήσεως», υπήρχαν και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα την ευθύνη των οποίων είχε η εξίσου νωχελής και βραδυπορούσα περιώνυμη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων, η οποία από τη μία ενέκρινε κάποια, έστω ήσσονος σημασίας εν σχέσει με τις καταστροφές, ποσά, αλλά από την άλλη καθυστερούσε να κηρύξει μειοδοτικούς διαγωνισμούς για την ανάληψη εργολαβίας των οικοδομικών και εξωραϊστικών έργων σημαντικών ιδρυμάτων όπως του Μητροπολιτικού Μεγάρου Δέρκων, για την ανοικοδόμηση του οποίου μάλιστα «αι Τουρκικαί Αρχαί ηρνήθησαν την χορήγησιν σχετικής αδείας» (Χρυσανθόπουλος, ΕΠ 2497 Π/ΕΤ/2, 31 Ιουλίου 1963), και του κοινοτικού κτιρίου Σκουτάρεως.
Οπως απεδείχθη εν τέλει, καμία ενέργεια δεν στάθηκε ικανή να κάμψει την τουρκική πολιτική στο να φανεί συνεπής στις εξαγγελίες της για οικονομική αποκατάσταση των πληγέντων, την οποία ο Πατριάρχης Αθηναγόρας χαρακτήριζε ως έχουσα «χαρακτήρα ελεημοσύνης» σε τετρασέλιδη επιστολή του προς τον τούρκο πρωθυπουργό Α. Μεντερές στις 15 Νοεμβρίου 1955. Η ιστορική φράση του Κεμάλ «Μπιζ,μπιζέ μπενζερίζ» (σε ελεύθερη μετάφραση «έτσι είμαστε εμείς» ) έβρισκε για άλλη μία φορά τη δικαίωσή της στην πολιτική της γείτονος.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.ΠΗΓΗ:http://www.tovima.gr/