Tί είναι η ηπατίτιδα C

Tί είναι η ηπατίτιδα C

Tί είναι η ηπατίτιδα C

Η ηπατίτιδα C είναι η λοίμωξη του ήπατος από τον ιό της ηπατίτιδας C. Πρόκειται για έναν ιό που το γενετικό του υλικό αποτελείται από RNA.

Eπιδημιολογία

Η ηπατίτιδα C αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Οι φορείς του ιού υπολογίζονται σε150 εκατομμύρια παγκοσμίως. Ειδικότερα στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 200.000 άνθρωποι πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα B. Η υψηλότερη συχνότητα ηπατίτιδας C απαντάται σε άτομα ηλικίας 40-60 ετών. Tα νέα κρούσματα ηπατίτιδας C έχουν ελαττωθεί αρκετά μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, κυρίως λόγω του υποχρεωτικού ελέγχου του αίματος και παραγώγων του, της βελτίωσης των συνθηκών νοσηλείας και των κανόνων αποστείρωσης. Αρκετά παλαιά κρούσματα ηπατίτιδας C παραμένουν αδιάγνωστα.

Τρόποι μετάδοσης της ηπατίτιδας C

Ο ιός μεταδίδεται κατά βάση μετά από επαφή του μολυσμένου ατόμου με αίμα ή παράγωγα αίματος, δηλαδή με τη λεγόμενη παρεντερική οδό. Η χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών θεωρείται σήμερα η κύρια οδός μετάδοσης του ιού της ηπατίτιδας C και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των χρηστών έχουν μολυνθεί από αυτόν. Η νόσος μπορεί να μεταδοθεί από μεταγγίσεις μολυσμένου αίματος και παραγώγων αυτού. Ο κίνδυνος αυτός αφορά κατά βάση περιπτώσεις μετάγγισης προ του 1992 οπότε και θεσμοθετήθηκε ο σχετικός έλεγχος στις μονάδες αιμοδοσίας. Η μετάδοση με μολυσμένα μοσχεύματα ήταν πιθανή στο παρελθόν μόνο, καθώς οι μεταμοσχεύσεις οργάνων θεωρούνται σήμερα απόλυτα ασφαλείς. Σχεδόν βέβαιο θεωρείται ότι ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται από τρυπήματα από μολυσμένες βελόνες και τεχνικές τατουάζ. Η σεξουαλική επαφή αποτελεί επίσης μία οδό για τη μετάδοση της νόσου, ενώ δυνατή είναι και η κάθετη μετάδοση (δηλαδή η μετάδοση από μητέρα σε παιδί).

Διάγνωση της ηπατίτιδας C

Η διάγνωση της ηπατίτιδας C γίνεται με την ανίχνευση στο αίμα ειδικών αντισωμάτων εναντίον του ιού της ηπατίτιδας C (anti-HCV). Αν δεν ανιχνευθούν αυτά τα αντισώματα, πρακτικά αποκλείεται η παρουσίαηπατίτιδας C, εκτός από την αρχική περίοδο της οξείας λοίμωξης (οπότε δεν έχουν προλάβει ακόμα να αναπτυχθούν τα αντισώματα) και από ανοσοκατασταλμένους ή αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς (οι οποίοι συχνά δεν αναπτύσσουν ποτέ αντισώματα).Θετικά αντισώματα για τον ιό δεν σημαίνουν οπωσδήποτε παρουσία ηπατίτιδας C, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες απαντώνται ψευδώς θετικά αντισώματα. Η επιβεβαίωση της παρουσίας του ιού γίνεται με ανίχνευση του ίδιου του ιού στο αίμα με τη μέθοδο PCR. Παρουσία αληθών θετικών αντισωμάτωνηπατίτιδας C χωρίς ανιχνεύσιμο ιό παρατηρείται σε σχετικά λίγα άτομα που νόσησαν από οξεία ηπατίτιδα C αλλά δεν μετέπεσαν σε χρόνια νόσο.Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπάρχουν συμπτώματα που θα οδηγήσουν τον ασθενή στο γιατρό και η αποκάλυψη της νόσου γίνεται τυχαία. Υπόνοια για την παρουσία ηπατίτιδας C τίθεται συνήθως από την ανίχνευση παθολογικών εργαστηριακών εξετάσεων (αυξημένων τρανσαμινασών) σε τυχαίο έλεγχο ή από την ανίχνευση αντισωμάτωνηπατίτιδας Cμετά από εθελοντική αιμοδοσία.

Κλινική πορεία

Από το σύνολο των ατόμων που θα έρθουν σε επαφή με τον ιό και τελικά θα νοσήσουν από οξεία ηπατίτιδα C, ένα ποσοστό 20-30% θα εμφανίσει αυτόματη ίαση ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό θα εμφανίσει την οξεία κεραυνοβόλο και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θανατηφόρα μορφή της νόσου. Η πλειοψηφία αυτών ωστόσο θα μεταπέσει στη χρόνια μορφή της νόσου.
Οι περισσότεροι από τους ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα C δεν εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα με αποτέλεσμα να μην τίθεται έγκαιρα η διάγνωση της νόσου.
Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C δεν έχουν συνήθως κανένα σύμπτωμα, αλλά 1 στους 5 περίπου από αυτούς θα αναπτύξουν κίρρωση του ήπατος εντός 20ετίας. Ο κίνδυνος ανάπτυξης κίρρωσης είναι πολύ μικρότερος σε παιδιά και νέες γυναίκες και πολύ υψηλότερος σε μεσήλικες και σε εκείνους στους οποίους η ηπατίτιδα μεταδόθηκε μέσω μετάγγισης. Η ταυτόχρονη παρουσία ηπατίτιδας Β και/ή λοίμωξης με τον ιό του AIDS και η κατάχρηση αλκοόλ επιταχύνουν την εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας C σε κίρρωση. Όλοι οι ασθενείς με κίρρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος. Η κίρρωση και ο καρκίνος του ήπατος αποτελούν τις δύο πιο συχνές αιτίες θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C.

Θεραπεία

Όλοι οι ασθενείς με ηπατίτιδα C θα πρέπει να έχουν εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα. H θεραπεία της ηπατίτιδας C βασίζεται στη χορήγηση δύο φαρμάκων, της ιντερφερόνης και της ριμπαβιρίνης για έξι ή δώδεκα μήνες, ανάλογα με τον τύπο του ιού και την ανταπόκριση του ασθενούς. Η χρόνια ηπατίτιδα C αποτελεί ένα δυνητικά ιάσιμο νόσημα, γεγονός που καθιστά όλους τους ασθενείς υποψήφιους για θεραπεία.Οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών θα πρέπει αρχικά να συνδέονται με προγράμματα απεξάρτησης και να έχουν πρόσβαση σε θεραπεία με μεθαδόνη. Θεραπεία για την ηπατίτιδα C συνήθως χορηγείται μετά από επιτυχή απεξάρτηση από τα ναρκωτικά.Εμβόλιο για την ηπατίτιδα C δυστυχώς δεν υπάρχει. Τα γενικά μέτρα πρόληψης αφορούν τρόπους ώστε να αποφεύγεται η παρεντερική έκθεση σε δυνητικά μολυσμένα αντικείμενα. Η χρήση προφυλακτικού, τα προγράμματα απεξάρτησης και η αποφυγή ανταλλαγής βελονών καθώς και η αποκλειστική χρήση από τους φορείς αντικειμένων που είναι δυνατόν να έλθουν σε επαφή με το αίμα τους, όπως όπως ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, νυχοκόπτες, αποτριχωτικές συσκευές κ.λπ.http://www.healthpress.gr/

Η λίστα ιστολογίων μου