«Πες κάτι χαρούμενο, μας έχεις απομαυρίσει την ψυχή», λέει η φίλη.
Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν. Και εύχομαι να ξαναγεννηθεί η ελπίδα για τον
άνθρωπο. Μόνο που δεν είναι οι μέρες αυτές γιορτινές για όλους. Ακόμα
χειρότερα, τις μέρες της χαράς η οδύνη γίνεται πιο επώδυνη. Γιατί είναι
μεγάλο μαράζι να ζεις και να μην υπάρχεις, να ζεις χωρίς νόημα και νήμα,
χωρίς εαυτό, χωρίς μία προσδοκία, μια ελπίδα, μια μαγική αρχή της ζωής
για να σε ταξιδέψουν στο σώμα του κόσμου. Συνταξιούχοι περιμένουν στην
ουρά το επίδομα του εξευτελισμού τους. Ο άστεγος στην άδεια κόχη, δίπλα
από τον πρώην Κάουφμαν δεν έχει τη δύναμη ούτε καν να επαιτήσει. Οι νέοι
με το φρέντο στο χέρι, γυροφέρνουν αναζητώντας δουλειά. Διακόσια ευρώ
για τη γαλέρα. Κάποιοι άλλοι στις παρακάμαρες της εξουσίας «κάνουν
δουλειές».
Στην πλατεία, η μπάντα του Δήμου προσπαθεί μάταια να γεμίσει με χάλκινο ήχο τα άδεια βλέμματα. Άνθρωποι που ζουν και δεν υπάρχουν. Διαφανείς. Αΐσκιωτοι. Και από την άλλη, τα μεγάλα Εγώ, όπως οι μακριές σκιές το δειλινό, οι «κύριοι όλος ο κόσμος» του Κάφκα, οι κανίβαλοι του φωτός και του χρόνου, οι μανιακοί του χώρου και του χρήματος, οι ληστοβαρώνοι, οι πωλητές της ελπίδας, συσκευασμένης σε λέξεις συμπάθειας, αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Σάπιες ψυχές που ζέχνουν προτεσταντική «αγάπη», η οποία διαρκεί όσο ο χρόνος του κοινού εκκλησιάσματος αφεντικών και δούλων. Μετά ο ίδιος κανιβαλισμός.
Χριστούγεννα. Ένας Θεός της Αγάπης γεννιέται κατά παράδοση. Αλλά είναι αυτός ένας Θεός των απόκληρων και των αποκλεισμένων; Όχι. Ο Θεός αυτός δεν είναι της αγάπης αλλά της Δύναμης. Ο χριστιανισμός απώλεσε το πνεύμα της πρωτοχριστιανικής αγάπης και της συμπόνιας, αναπληρώνοντάς το με την ισχύ. Η ίδια η Εκκλησία έγινε θεσμός της εξουσίας και δεν εκφράζει πια τους «κάτω» αλλά τους «πάνω», τους κατέχοντες. Τα χρήματα της δήθεν «αγάπης» της φανατικά χριστιανής κυρίας(σ.σ. ξέρει αυτή), είναι αυτά που στερεί κυνικά και απάνθρωπα από τους εργαζομένους της. Συμπέρασμα: Ακόμα και ο παράδεισος «ανοίγει» με κλεψιμέικα!
Γι’ αυτό, σας λέω, αν ο χριστιανισμός θέλει να επιστρέψει στο αυθεντικό του πνεύμα, πρέπει να χαρίσει όλους τους χιτώνες του και να απαλλαγεί από το θεσμικό του κέλυφος όπου παράγεται και αναπαράγεται η δύναμη της εξουσίας του. Η Εκκλησία (και της παλιάς Ελλάδας και των Νέων Χωρών, που συγκρούονται με… χριστιανικό μίσος) να αυτοδιαλυθεί, χαρίζοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Αυτό είναι το σωτήριο μήνυμα. Γιατί εκείνο που διακυβεύεται, σήμερα, πέρα και από το ψωμί και τη δημοκρατία, είναι η εξάλειψη της ιδέας του ανθρώπου, το σβήσιμο του πνεύματος της ανθρωπιάς.
Αλλά δεν είναι μόνο η Εκκλησία, είναι και οι άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, που ξέφτισαν. Κάποτε οι αόρατοι, οι άνεργοι και οι απόκληροι απέφευγαν τη βία της «νύχτας» τους, καταφεύγοντας στα συνδικάτα. Τώρα ζουν χωρίς απάγκειο, χωρίς κοινωνία, ξεπουλημένοι και ξεμοναχιασμένοι στο ατομικό τους σκοτάδι, χωρίς προοπτική ανόδου στο φως. Εξ ου και η απελπισία.
Όλοι κι όλα κινούνται πλέον στη νεκρή θάλασσα του γενικού σχετικισμού και μιας μισής και μισερής ατομικής ζωής. Οι αόρατοι αλληλοκαταβροχθίζονται. Αλλά και οι ορατοί αλληλοτρώγονται. Ο καπιταλισμός τρώει πρώτα τους «κάτω» κι ύστερα καταπίνει τα παιδιά του. Βιώνουμε τον πολιτισμό του θανάτου, τον πολιτισμό του φόνου, όχι από ανάγκη ή ηδονή αλλά από έξη!
Όλοι κι όλα κινούνται με τον τρόπο της συνήθειας και στο χώρο της μετωνυμίας. Η πολιτική δεν είναι πια πολιτική, η πράξη δεν είναι πράξη, η ζωή δεν είναι ύπαρξη. Η κοινωνία του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας, τα λαμπιόνια της γιορτής δεν είναι παρά το φόντο μιας γενικευμένης παράστασης, όπου παριστάμεθα και παρακολουθούμε την πραγματική ζωή, που όμως υπάρχει κάπου αλλού. Όχι στο έργο που παίζεται στη σκηνή, αλλά αυτό που διαδραματίζεται στα παρασκήνια, στα χρυσά μπούνκερς των ευγενών προαστίων. Εκεί που κλέβουν τους ανθρώπους για να πληρώσουν τη φιλανθρωπία της Εκκλησίας, εξαγοράζοντας μια θέση στη λίστα των κτητόρων ακόμα και του «άλλου κόσμου».
Και η γιορτή ως θεσμική τελετουργία δεν είναι πια η κατασπατάληση του περίσσιου που κάποτε, μέσω του «δώρου» και της διασκέδασης (σκεδάννυμι-σκορπίζω), έσωζε ανθρώπους και κοινωνίες από τη βία της συσσώρευσης. Σήμερα, είναι μια ακόμα ευκαιρία υπερσυσσώρευσης· είναι η θυσία της ανθρώπινης υπόστασης και της ελευθερίας στο όνομα των συμβολικών εκείνων σημείων αναγνώρισης, που χωρίς αυτά δεν είσαι ούτε φαίνεσαι. Εδώ έχουμε από τη μια τους νόμιμους τοκογλύφους δανεικών ζωών κι από την άλλη τα νευρόσπαστα της κατανάλωσης. Ώσπου έρχεται η στιγμή της έξωσης και της χρεοκοπίας. Της εξόδου από την ορατότητα και των «πάνω» και των «κάτω». Και δεν υπάρχει πουθενά, πλέον, ένα οδηγητικό φως, ένας μύθος, όπως εκείνο το αστέρι. Μόνο αποικιοκράτες των σωμάτων και των ψυχών, μόνο κανίβαλοι και κανιβαλισμένοι…
Παρόλα αυτά ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Και είθε να ξαναγεννηθεί η ΕΛΠΙΔΑ,http://artinews.gr
Στην πλατεία, η μπάντα του Δήμου προσπαθεί μάταια να γεμίσει με χάλκινο ήχο τα άδεια βλέμματα. Άνθρωποι που ζουν και δεν υπάρχουν. Διαφανείς. Αΐσκιωτοι. Και από την άλλη, τα μεγάλα Εγώ, όπως οι μακριές σκιές το δειλινό, οι «κύριοι όλος ο κόσμος» του Κάφκα, οι κανίβαλοι του φωτός και του χρόνου, οι μανιακοί του χώρου και του χρήματος, οι ληστοβαρώνοι, οι πωλητές της ελπίδας, συσκευασμένης σε λέξεις συμπάθειας, αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Σάπιες ψυχές που ζέχνουν προτεσταντική «αγάπη», η οποία διαρκεί όσο ο χρόνος του κοινού εκκλησιάσματος αφεντικών και δούλων. Μετά ο ίδιος κανιβαλισμός.
Χριστούγεννα. Ένας Θεός της Αγάπης γεννιέται κατά παράδοση. Αλλά είναι αυτός ένας Θεός των απόκληρων και των αποκλεισμένων; Όχι. Ο Θεός αυτός δεν είναι της αγάπης αλλά της Δύναμης. Ο χριστιανισμός απώλεσε το πνεύμα της πρωτοχριστιανικής αγάπης και της συμπόνιας, αναπληρώνοντάς το με την ισχύ. Η ίδια η Εκκλησία έγινε θεσμός της εξουσίας και δεν εκφράζει πια τους «κάτω» αλλά τους «πάνω», τους κατέχοντες. Τα χρήματα της δήθεν «αγάπης» της φανατικά χριστιανής κυρίας(σ.σ. ξέρει αυτή), είναι αυτά που στερεί κυνικά και απάνθρωπα από τους εργαζομένους της. Συμπέρασμα: Ακόμα και ο παράδεισος «ανοίγει» με κλεψιμέικα!
Γι’ αυτό, σας λέω, αν ο χριστιανισμός θέλει να επιστρέψει στο αυθεντικό του πνεύμα, πρέπει να χαρίσει όλους τους χιτώνες του και να απαλλαγεί από το θεσμικό του κέλυφος όπου παράγεται και αναπαράγεται η δύναμη της εξουσίας του. Η Εκκλησία (και της παλιάς Ελλάδας και των Νέων Χωρών, που συγκρούονται με… χριστιανικό μίσος) να αυτοδιαλυθεί, χαρίζοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Αυτό είναι το σωτήριο μήνυμα. Γιατί εκείνο που διακυβεύεται, σήμερα, πέρα και από το ψωμί και τη δημοκρατία, είναι η εξάλειψη της ιδέας του ανθρώπου, το σβήσιμο του πνεύματος της ανθρωπιάς.
Αλλά δεν είναι μόνο η Εκκλησία, είναι και οι άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, που ξέφτισαν. Κάποτε οι αόρατοι, οι άνεργοι και οι απόκληροι απέφευγαν τη βία της «νύχτας» τους, καταφεύγοντας στα συνδικάτα. Τώρα ζουν χωρίς απάγκειο, χωρίς κοινωνία, ξεπουλημένοι και ξεμοναχιασμένοι στο ατομικό τους σκοτάδι, χωρίς προοπτική ανόδου στο φως. Εξ ου και η απελπισία.
Όλοι κι όλα κινούνται πλέον στη νεκρή θάλασσα του γενικού σχετικισμού και μιας μισής και μισερής ατομικής ζωής. Οι αόρατοι αλληλοκαταβροχθίζονται. Αλλά και οι ορατοί αλληλοτρώγονται. Ο καπιταλισμός τρώει πρώτα τους «κάτω» κι ύστερα καταπίνει τα παιδιά του. Βιώνουμε τον πολιτισμό του θανάτου, τον πολιτισμό του φόνου, όχι από ανάγκη ή ηδονή αλλά από έξη!
Όλοι κι όλα κινούνται με τον τρόπο της συνήθειας και στο χώρο της μετωνυμίας. Η πολιτική δεν είναι πια πολιτική, η πράξη δεν είναι πράξη, η ζωή δεν είναι ύπαρξη. Η κοινωνία του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας, τα λαμπιόνια της γιορτής δεν είναι παρά το φόντο μιας γενικευμένης παράστασης, όπου παριστάμεθα και παρακολουθούμε την πραγματική ζωή, που όμως υπάρχει κάπου αλλού. Όχι στο έργο που παίζεται στη σκηνή, αλλά αυτό που διαδραματίζεται στα παρασκήνια, στα χρυσά μπούνκερς των ευγενών προαστίων. Εκεί που κλέβουν τους ανθρώπους για να πληρώσουν τη φιλανθρωπία της Εκκλησίας, εξαγοράζοντας μια θέση στη λίστα των κτητόρων ακόμα και του «άλλου κόσμου».
Και η γιορτή ως θεσμική τελετουργία δεν είναι πια η κατασπατάληση του περίσσιου που κάποτε, μέσω του «δώρου» και της διασκέδασης (σκεδάννυμι-σκορπίζω), έσωζε ανθρώπους και κοινωνίες από τη βία της συσσώρευσης. Σήμερα, είναι μια ακόμα ευκαιρία υπερσυσσώρευσης· είναι η θυσία της ανθρώπινης υπόστασης και της ελευθερίας στο όνομα των συμβολικών εκείνων σημείων αναγνώρισης, που χωρίς αυτά δεν είσαι ούτε φαίνεσαι. Εδώ έχουμε από τη μια τους νόμιμους τοκογλύφους δανεικών ζωών κι από την άλλη τα νευρόσπαστα της κατανάλωσης. Ώσπου έρχεται η στιγμή της έξωσης και της χρεοκοπίας. Της εξόδου από την ορατότητα και των «πάνω» και των «κάτω». Και δεν υπάρχει πουθενά, πλέον, ένα οδηγητικό φως, ένας μύθος, όπως εκείνο το αστέρι. Μόνο αποικιοκράτες των σωμάτων και των ψυχών, μόνο κανίβαλοι και κανιβαλισμένοι…
Παρόλα αυτά ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Και είθε να ξαναγεννηθεί η ΕΛΠΙΔΑ,http://artinews.gr