20ο Συνέδριο ΚΚΣΕ (14 – 25 Φλεβάρη 1956)-Τα θεμέλια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης

Αποτέλεσμα εικόνας για 20ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΚΣΕΤο Φλεβάρη 1956, πριν από 63 χρόνια, συνέρχονταν το 20ό συνέδριο του KKΣE. Το συνέδριο αυτό έβαλε τα θεμέλια όλης της κατοπινής εξέλιξης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Ήταν η αρχή του τέλους της Σ.E., η αυλαία μιας τραγωδίας που τελευταία πράξη της υπήρξε η αντεπαναστατική περεστρόικα.
Εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες δεν υπάρχει Σοβιετική Ένωση. Η EΣΣΔ αποσυντέθηκε και διαλύθηκε (στις 26 Δεκέμβρη 1991 με διακήρυξη του τότε Ανωτάτου Σοβιέτ). Εκεί που ορθώνονταν άλλοτε το πρώτο στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος, απλώνεται τώρα η καπιταλιστική ζούγκλα. H χώρα του Λένιν και του Στάλιν, από προπύργιο της επανάστασης μετατράπηκε σε κέντρο του αντικομμουνισμού.
Πώς οδηγήθηκαν εκεί τα πράγματα, ποιες είναι οι βασικές αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, πότε, γιατί και μέσα από ποιες διαδικασίες προωθήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση είναι ερωτήματα που απαιτούν θεμελιωμένες, στέρεες και πειστικές απαντήσεις. Τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να κατέχουν, και σήμερα, κεντρική θέση στους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις των αριστερών αγωνιστών, όλων των κομμουνιστών. Χωρίς απαντήσεις στα ερωτήματα για την καπιταλιστική παλινόρθωση, χωρίς συγκροτημένη θεωρία για την ερμηνεία αυτού του φαινομένου που αντέστρεψε το βηματισμό της ιστορίας και έφερε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική προοπτική ανασύνταξης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος.

Οι μαρξιστές – λενινιστές έχουν δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Απαντήσεις στηριγμένες όχι σε εγκεφαλικά κατασκευασμένα σχήματα που συγκρούονται με την πραγματικότητα και δεν αντέχουν στην κρίση της ιστορίας, αλλά θεμελιωμένες σε αντιστοιχία προς τα γεγονότα και επιβεβαιωμένες στο αδιάψευστο δοκιμαστήριο της ζωής. Αυτές στηρίζονται στη μαρξιστική – λενινιστική διδασκαλία, και συμπυκνώνονται στα βασικά συμπεράσματα που συστηματοποίησε και πρόβαλλε ο Mάο Tσε Tουνγκ στην πορεία του θυελλώδους αντιρεβιζιονιστικού αγώνα στη δεκαετία του ’60.
Τα συμπεράσματα που ανέδειξε ο αντιρεβιζιονιστικός αγώνας, δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθούν «τελειωμένα» και απόλυτα, και υπάρχουν ζητήματα στα οποία η έρευνα θα πρέπει να αναπτυχθεί, παίρνοντας υπόψη και όλα τα καινούργια στοιχεία που μπορεί να προσκομίζει η εξέλιξη. Αλλά είναι σίγουρο επίσης, πως μόνο ξεκινώντας από τις θεμελιώδεις αλήθειες που αναδείχτηκαν μέσα από τον μεγάλο αυτό αγώνα, οι κομμουνιστές θα μπορέσουν να φωτίσουν πραγματικά τα σημερινά προβλήματα, ώστε να προσανατολίσουν σωστά όλες τις αγωνιστικές λαϊκές δυνάμεις και να συμβάλουν για να διαλυθεί η σύγχυση που τόσο πλατιά έχει καλλιεργηθεί.
Οι μαρξιστές – λενινιστές στον αγώνα εναντίον του σύγχρονου ρεβιζιονισμού με κέντρο την ρεβιζιονιστική κλίκα που αναρριχήθηκε στην εξουσία στη Σοβ. Ένωση μετά το 20ό συνέδριο του KKΣE, προειδοποίησαν και κατάγγειλαν ξεκάθαρα ότι αυτό που προωθούνταν στη Σ.E. δεν ήταν η οικοδόμηση κανενός «κομμουνισμού» όπως διατείνονταν οι ρεβιζιονιστές, αλλά η διαδικασία ανατροπής του σοσιαλισμού και παλινόρθωσης του καπιταλισμού, δεν ήταν η εδραίωση της προλεταριακής εξουσίας, αλλά της εξουσίας της νέας αστικής τάξης.
Κανένας άλλος έξω απ’ το διεθνές μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα δεν έκανε παρόμοιες διαπιστώσεις, που αν η σημασία τους είχε έγκαιρα συνειδητοποιηθεί από τις πλατιές μάζες των κομμουνιστών παντού στον κόσμο, ίσως τα πράγματα να είχαν πάρει πολύ διαφορετική τροπή. Όχι μόνο δεν έκαναν παρόμοιες διαπιστώσεις, αλλά έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Είτε πρόκειται για τους ρεβιζιονιστές που ακολουθούσαν και λιβάνιζαν την πολιτική των Xρουστσώφ – Mπρέζνιεφ – Γκορμπατσώφ, είτε πρόκειται για τους τροτσκιστές και τις διάφορες ποικιλίες τους, που υποστήριζαν ως το τέλος σαν σπουδαία… «πολιτική επανάσταση», την πολιτική που ξεθεμελίωνε καθετί που θύμιζε σοσιαλισμό, στο όνομα της καταδίκης του «σταλινισμού».

Oι μαρξιστές – λενινιστές δεν έχουν καμία ανάγκη να διεκδικούν δάφνες «δικαίωσης». Αλλά και δεν μπορούν να μην σημειώσουν πόσο μακριά από τα πράγματα παραμένουν όλοι εκείνοι, που αν και κάνουν συχνά επιδείξεις μαρξιστικής πολυγνωσίας, όχι μόνο στάθηκαν στο παρελθόν ανίκανοι να ξεχωρίσουν το δεξί απ’ το αριστερό, αλλά και σήμερα, παρά τα όσα έχουν συμβεί και παρά τα όσα ξεκάθαρα πλέον έχουν αποδειχθεί, επιμένουν να αγνοούν, να αντιμετωπίζουν υποτιμητικά και να «σνομπάρουν» τα συμπεράσματα του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα, να βλέπουν σαν ανάξια λόγου αυτή την κρίσιμη για το διεθνές κίνημα περίοδο, και να την αντιμετωπίζουν με τις παρωπίδες των προκαταλήψεων που καλλιέργησε ο αναθεωρητισμός απέναντι στον Mάο και τους μαρξιστές – λενινιστές.
Σήμερα, που όλο και περισσότεροι κομμουνιστές κατανοούν πως το σημείο στροφής στη Σ.E. από τη σοσιαλιστική στην αντισοσιαλιστική πολιτική, βρίσκεται στο 20ό συνέδριο, είναι χρήσιμο να μελετηθεί ξανά η περίοδος αυτή της επιβολής και εδραίωσης του ρεβιζιονισμού στην εξουσία. Σε μεγάλη μάζα των αγωνιστών του αριστερού κινήματος πολλές πτυχές της περιόδου αυτής παραμένουν ακόμα ουσιαστικά άγνωστες, είτε υπάρχει συχνά γι’ αυτές μια συγκεχυμένη εικόνα, λόγω της αποσιώπησης ή της στρεβλής πληροφόρησης με την οποία ο ρεβιζιονισμός σκέπασε την ιστορία.
Ορισμένα γεγονότα και στοιχεία αυτής της περιόδου, στο ξανακοίταγμά τους κάτω από το φως και όλων των μετέπειτα εμπειριών, αποκτούν ένα καινούργιο ενδιαφέρον, και η ανάδειξή τους, ξανά, μπορεί να δώσει ένα υλικό χρήσιμο στη μελέτη των προβλημάτων.
Οι εκδηλώσεις της ταξικής πάλης
Ο ρεβιζιονισμός δρα στο όνομα του μαρξισμού, αλλά σημαίνει την υιοθέτηση θεωρητικά και την εφαρμογή πρακτικά των θέσεων της αστικής τάξης εναντίον του προλεταριάτου. Το 20ό συνέδριο αποτελεί την αφετηρία της ρεβιζιονιστικής κυριαρχίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα αναθεωρητικά – αστικά στοιχεία δεν δρούσαν και προηγούμενα και ότι δεν κατάφερναν να καταλάβουν συχνά και πριν από το 20ό συνέδριο καίριες θέσεις στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό. Οι αναθεωρητικές αντιλήψεις, εκφράζοντας τις επιβιώσεις της αστικής επιρροής στο εσωτερικό και τη συνθηκολόγηση μπροστά στην ιμπεριαλιστική πίεση από το εξωτερικό, δεν είχαν πάψει στην πραγματικότητα ούτε στιγμή να εκδηλώνονται και πριν και να μάχονται για την επικράτησή τους, και το ζήτημα συνεπώς ποιος – ποιον, ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός, δεν είχε πράγματι κριθεί οριστικά – όπως εξάλλου επιβεβαίωσαν οι εξελίξεις στη συνέχεια. Ιδιαίτερο κίνδυνο αντιπροσώπευαν τέτοιες αντιλήψεις όταν προέρχονταν ή υιοθετούνταν από ηγετικούς παράγοντες του κόμματος και του κράτους.
Η εμφάνιση στους κόλπους του Κόμματος τέτοιων αντιλήψεων και η πάλη αντίστοιχα για την επικράτηση ή την κατανίκησή τους, αποτελεί έκφραση και συμπύκνωση της ταξικής πάλης που διεξάγεται αδιάλειπτα στην κοινωνία. Πράγματι οι τάξεις, η ταξική πάλη και οι ταξικές αντιθέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν πάντα και να εκδηλώνονται σ’ όλη την ιστορική περίοδο του σοσιαλισμού, και ο αγώνας ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, ανάμεσα στη σοσιαλιστική και την αντισοσιαλιστική – καπιταλιστική κατεύθυνση, παίρνοντας συχνά, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μορφές οξύτατης σύγκρουσης, αντανακλάται αναπόφευκτα μέσα στο Κόμμα.
Είναι γεγονός ότι στον καιρό του Στάλιν οι ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις στις διάφορες εκφράσεις τους κριτικάρονταν αυστηρά και αντιμετωπίζονταν με σταθερότητα και οι αντεπαναστατικές δραστηριότητες των αναθεωρητικών – αστικών στοιχείων υποβάλλονταν σε περιορισμούς και καταπολεμούνταν. Iδιαίτερα γνωστοί από την άποψη αυτή είναι οι σφοδροί αγώνες που διεξήχθηκαν από το KKΣE με επικεφαλής το Στάλιν πριν τον πόλεμο, εναντίον των τροτσκιστών, ζηνοβιεφικών και μπουχαρινικών, αγώνες για την υπεράσπιση και στερέωση του σοσιαλισμού και για την αποτροπή των προσπαθειών καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Λιγότερο γνωστό είναι ότι και μετά τον πόλεμο αντιμετωπίστηκαν επίσης εκδηλώσεις αντεπαναστατικών δραστηριοτήτων, στις οποίες συμμετείχαν σημαίνοντες κομματικοί και κρατικοί παράγοντες, όπως είναι οι περιπτώσεις της «υπόθεσης του Λένινγκραντ», των εθνικιστών της Γεωργίας κ.α.
Τα δύο – τρία τελευταία χρόνια πριν το θάνατο του Στάλιν, υπήρχαν ήδη τα σημάδια μιας έντασης και αναζωπύρωσης των εσωτερικών αντιθέσεων. Η ενίσχυση της θέσης των φορέων αντιμαρξιστικών – αντιλενινιστικών αντιλήψεων σε διάφορους τομείς, επιστημονικό, εκπολιτιστικό κ.α., η γραφειοκρατική απόσπαση πολλών υπευθύνων από την πραγματικότητα και τα προβλήματα των μαζών, είναι φαινόμενα που ορισμένα μπορούν να διαπιστωθούν μέσα από τα ίδια τα τελευταία γραπτά έργα του Στάλιν («O Mαρξισμός και τα προβλήματα γλωσσολογίας» 1950, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ» – 1952). Ακόμα η οχύρωση πίσω από προνόμια και οι εκδηλώσεις αστικής διαφθοράς αξιωματούχων του κράτους, πιστοποιούνται άμεσα, με τις καταγγελίες τέτοιων φαινομένων στο 19ο συνέδριο.
Ο αγώνας κατά των αντιμαρξιστικών ιδεών
Τα «προβλήματα γλωσσολογίας» -που η πρακτική αξία τους σήμερα φαίνεται πόσο μεγάλη ήταν σ’ ένα πολυεθνικό κράτος όπως η EΣΣΔ- αποτελούσαν μια συστηματική συνόψιση, ανάπτυξη και εκλαΐκευση της μαρξιστικής άποψης για τη γλωσσολογία, και στην ουσία αποτελούσαν επίσης και μια γενικότερη ανάδειξη των ζητημάτων βάσης – εποικοδομήματος. Στο εποικοδόμημα δίνονταν τώρα, κάτω από την πίεση των προβλημάτων και των αναγκών που είχαν ανακύψει, ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό βάρος. Υπογραμμίζονταν έτσι η σημασία του εποικοδομήματος, η οργανωτική, κινητοποιητική και μεταμορφωτική δύναμή του στην κοινωνική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Στάλιν «Η βάση είναι το οικονομικό καθεστώς της κοινωνίας σ’ ένα δοσμένο στάδιο της ανάπτυξής της. Τοεποικοδόμημα είναι οι πολιτικές, νομικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές απόψεις της κοινωνίας και οι πολιτικοί, νομικοί και άλλοι θεσμοί που αντιστοιχούν σ’ αυτές».
Αυτό που έχει σημασία να σημειωθεί εδώ, χαρακτηριστικό των συνθηκών που επικρατούσαν σε ορισμένους επιστημονικούς τομείς, είναι το γεγονός ότι στα «προβλήματα γλωσσολογίας» καταγγέλλεται το ακαδημαϊκό μονοπώλιο ορισμένων κύκλων που εμφανίζονταν σαν αυθεντίες, και γίνεται δημόσια συζήτηση, αντίκρουση και καταδίκη των αντιμαρξιστικών τους απόψεων. Αποκαλύπτεται η ύπαρξη ανάμεσα σε επιστημονικούς κύκλους ενός καθεστώτος «σαν του Aρακτσέεβ», όπως το αποκαλεί ο Στάλιν (από το όνομα του αντιδραστικού πολιτικού, κόμητα Aρακτσέεβ, που στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα είχε επιβάλει μια χωρίς φραγμό αστυνομική δικτατορία και στρατιωτική καταπίεση).
«Είναι γενικά αναγνωρισμένο -σημείωνε ο Στάλιν- πως δεν υπάρχει καμιά επιστήμη που να μπορεί ν’ αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί χωρίς μια πάλη απόψεων, χωρίς την ελευθερία της κριτικής. Αλλά αυτός ο γενικά αναγνωρισμένος κανόνας ήταν αγνοημένος και καταπατημένος. Σχηματίστηκε μια κλεισμένη στον εαυτό της ομάδα από αλάθευτους ηγέτες οι οποίοι, αφού προφύλαξαν τους εαυτούς τους ενάντια σε κάθε δυνατότητα κριτικής, βυθίστηκαν στην ωραία ευχαρίστηση και στην αυθαιρεσία… Πώς μπόρεσε να γίνει αυτό; Αυτό έγινε γιατί το καθεστώς σαν του Aρακτσέεβ που εγκαθιδρύθηκε στη γλωσσολογία, καλλιεργεί το πνεύμα ανευθυνότητας και ευνοεί τέτοιες παρεκτροπές.
H συζήτηση αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμη, πριν απ’ όλα γιατί ξεσκέπασε αυτό το καθεστώς σαν του Aρακτσέεβ και το γκρέμισε εκ βάθρων».
Αν και η αναφορά γίνονταν σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα (της γλωσσολογίας) μπορεί να συμπεράνει κανείς από την ίδια την έμφαση, την υπογράμμιση και τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, πως αυτός ο τομέας είναι μόνο ένα παράδειγμα, ενώ στην πραγματικότητα παρόμοια προβλήματα εκδηλώνονταν ευρύτερα στους τομείς του εποικοδομήματος.
Στα επόμενα κρίσιμα χρόνια θα αποδειχθεί η αυξανόμενη σημασία και ο αποφασιστικός ρόλος του εποικοδομήματος, όταν από τη θέση ενεργητικής υπεράσπισης της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού και δραστήριου παράγοντα για το αποτελείωμα και την καταστροφή της παλιάς βάσης και των παλιών τάξεων, το εποικοδόμημα θα περάσει βαθμιαία από μια «παθητική» θέση, σε μια θέση ανοιχτής υπόσκαψης του σοσιαλισμού και ενεργητικής στήριξης της διαδικασίας παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Η συνέχιση της επανάστασης στη σφαίρα του εποικοδομήματος, και στο πλαίσιο αυτό η αντιπαράθεση και επιστημονική αντίκρουση των αντιμαρξιστικών – αντιλενινιστικών ιδεών και το γκρέμισμα των αντιδραστικών οχυρών των «ακαδημαϊκών αυθεντιών» και όλων των δυνάμεων που υποσκάπτουν το σοσιαλισμό, αποτελεί προϋπόθεση για τη στερέωση της σοσιαλιστικής εξουσίας και για την αδιάκοπη προώθηση της σοσιαλιστικής υπόθεσης. Αν αυτό δε γίνεται, κι αν αντίθετα αφεθούν να κυριαρχήσουν στους διάφορους τομείς του εποικοδομήματος οι αστικές ιδέες, συγκαλυμμένες με «μαρξιστικό» περίβλημα είτε και απροκάλυπτα, θα επέλθει αναπόφευκτα ανατροπή. Αυτό έχει πλήρως επιβεβαιωθεί σήμερα από την εμπειρία της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Η σημασία του εποικοδομήματος και ο αποφασιστικός ρόλος του στη στερέωση και ανάπτυξη του σοσιαλιστικού συστήματος, θα υπογραμμιστεί ακόμα εντονότερα, στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, που η αναγκαιότητά της πρόβαλε μέσα από τις ίδιες τις εμπειρίες της ρεβιζιονιστικής ανατροπής στη Σ.E. Μέσα από μια γενικότερη και πληρέστερη θεώρηση των προβλημάτων που ανέδειξε η ίδια η αρνητική εξέλιξη στη Σ.E. ο Mάο Tσετούνγκ, με την εγκύκλιο της 16 Μάη που αποτέλεσε το εναρκτήριο σάλπισμα της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης (MΠΠE), θα καλέσει το Κόμμα στο σύνολό του «να ξεσκεπάσει ολότελα την αντιδραστική αστική τάση των λεγόμενων «ακαδημαϊκών αυθεντιών» που αντιμάχονται το Κόμμα και το σοσιαλισμό, να καταδικάσει και να αποκηρύξει τις αντιδραστικές αστικές ιδέες στη σφαίρα της ακαδημαϊκής εργασίας, της εκπαίδευσης, της δημοσιογραφίας, της λογοτεχνίας, και να πάρει στα χέρια του τις πολιτιστικές αυτές σφαίρες. Για να το κατορθώσει, είναι απαραίτητο, παράλληλα, να καταδικάσει και να αποκηρύξει τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που έχουν εισδύσει στο Κόμμα, την κυβέρνηση, το στρατό κι όλες τις σφαίρες της κουλτούρας, να τους διώξει ή να τους μεταθέσει».
Αντίκρουση της θεωρίας των «παραγωγικών δυνάμεων»
Παρόμοια φαινόμενα «σαν του Aρακτσέεβ», εναντίον των οποίων με τόση δριμύτητα καταφέρθηκε ο Στάλιν στα άρθρα του «Ο Μαρξισμός και τα προβλήματα της γλωσσολογίας», όχι μόνο δεν έλειπαν από άλλους τομείς, αλλά εκδηλώνονταν ακόμα και σε τέτοιους ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς, όπως της πολιτικής οικονομίας και κατά συνέπεια και συγκεκριμένων εφαρμογών της στην οικονομική πολιτική του κράτους. Πράγματι, στα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας επικρατούσαν συχνά σοβαρές συγχύσεις, διατυπώνονταν ακόμα αντιμαρξιστικές θεωρίες, ενώ σημειώνονταν χαρακτηριστικά κρούσματα επικίνδυνης γραφειοκρατικής απόσπασης από τα λαϊκά προβλήματα, όπως προκύπτει μέσα από τις ίδιες τις παρατηρήσεις του Στάλιν στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ».
Κραυγαλέο δείγμα τέτοιας απόσπασης, που ενισχύονταν από τις συγχύσεις που επικρατούσαν γύρω από τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας, περιγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο από το Στάλιν στο έργο του αυτό. Αναφέρεται εκεί σαν «ένα από τα πολλά παραδείγματα», μια πρόταση που έκαναν «οι οικονομολόγοι μας κι αυτοί που φτιάχνουν τα πλάνα» για τη σχέση των τιμών του μπαμπακιού και του σπόρου που πουλιόταν στους βαμβακοκαλλιεργητές, μια πρόταση «που δεν μπορούσε παρά να εκπλήξει τα μέλη της K.E.» γιατί ήταν τελείως έξω απ’ την πραγματικότητα, και που όπως σημειώνει ο Στάλιν, αν έπαιρνε νομική ισχύ «θα καταστρέφαμε τους βαμβακοκαλλιεργητές και θα μέναμε χωρίς μπαμπάκι».
Πολύ μεγαλύτερη σημασία από κάποιο παράδειγμα, όπως το παραπάνω βλαβερής γραφειοκρατικής αντιμετώπισης προβλημάτων από υπεύθυνα όργανα της οικονομικής πολιτικής, έχει ασφαλώς η διάδοση τέτοιων θεωριών γενικότερης σημασίας, όπως εκείνης που μερικά χρόνια αργότερα, ύστερα από το 20ό συνέδριο, θα καταφέρει να γίνει κυρίαρχη και θα μείνει γνωστή σαν η ρεβιζιονιστική «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων».
Όλος ο πυρήνας και όλες οι βασικές πλευρές αυτής της θεωρίας, που στην κεντρική ιδέα της αναπαρήγαγε ορισμένες παλιότερες παρόμοιες αντιλήψεις του Mπουχάριν, κριτικάρονται, ανασκευάζονται και καταρρίπτονται με θεμελιωμένα επιστημονικά επιχειρήματα από το Στάλιν, στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού». Η κριτική στη θεωρία αυτή συγκεντρώνεται εδώ στην κριτική των απόψεων ιδιαίτερα του οικονομολόγου Γιαροσένκο, είναι ωστόσο φανερό, σήμερα, πως παρόμοιες απόψεις είχαν απήχηση, έβρισκαν έδαφος και έκφραζαν δυνάμεις πολύ πιο επικίνδυνες από τον Γιαροσένκο, που φώλιαζαν στα όργανα του κόμματος και του κράτους και μέσα στις γραμμές της ίδιας της ηγεσίας του KKΣE.
Σύμφωνα με το Στάλιν, ποιο είναι το κύριο λάθος του Γιαροσένκο;
«Αν χαρακτηρίσουμε την άποψη του σ. Γιαροσένκο με δυο λόγια, τότε πρέπει να πούμε ότι είναι αντιμαρξιστική, επομένως πολύ λαθεμένη.
Το κύριο λάθος του σ. Γιαροσένκο συνίσταται στο ότι, αυτός απομακρύνεται από το μαρξισμό στο ζήτημα του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στην εξέλιξη της κοινωνίας, μεγαλοποιεί υπερβολικά το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ επίσης υποτιμάει υπερβολικά το ρόλο των παραγωγικών σχέσεων και καταλήγει δηλώνοντας ότι οι παραγωγικές σχέσεις στο σοσιαλισμό είναι μέρος των παραγωγικών δυνάμεων…
…Γι’ αυτό ακριβώς περιορίζει το πρόβλημα της Πολιτικής Οικονομίας του σοσιαλισμού στο καθήκον της ορθολογικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, ρίχνοντας στην άκρη τις παραγωγικές οικονομικές σχέσεις και αποχωρίζοντας απ’ αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, αντί για μαρξιστική πολιτική οικονομία ο σ. Γιαροσένκο μας δίνει κάτι σαν τη «Γενική επιστήμη της οργάνωσης» του Mπογκντάνοφ… αντί για ολοκληρωμένη κοινωνική παραγωγή μας δίνει μια μονόπλευρη αδύνατη τεχνολογία της παραγωγής, κάτι σαν την «κοινωνικο-οργανωτική τεχνική» του Mπουχάριν».
Το ζήτημα της σημασίας των παραγωγικών σχέσεων, τίθεται έτσι ξανά με ιδιαίτερη έμφαση.
Ο Στάλιν συμπληρώνει ή και διορθώνει, ακόμα, ανεπαρκείς, δικές του θεωρητικές διατυπώσεις, της προηγούμενης περιόδου, όπως υπαγόρευε εξάλλου ο έλεγχος και η δοκιμασία της πράξης. Για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει να γίνεται λόγος για την «πλήρη αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων» στο σοσιαλισμό. Τώρα γίνονταν η διαπίστωση πως:
«…δεν πρέπει να εννοήσουμε με την απόλυτη έννοια τις λέξεις «πλήρης αντιστοιχία». Δεν πρέπει να τις εννοήσουμε, σαν να μην υπάρχει τάχατες στο σοσιαλισμό κανενός είδους καθυστέρηση των παραγωγικών σχέσεων σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων…
Αντιθέσεις ασφαλώς υπάρχουν και θα υπάρχουν, εφόσον η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων καθυστερεί και θα καθυστερεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Σε περίπτωση σωστής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε εναντιώσεις και το πράγμα εδώ δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Άλλη υπόθεση, αν θα ακολουθήσουμε λαθεμένη πολιτική, σαν αυτήν που συσταίνει ο σ. Γιαροσένκο. Σ’ αυτή την περίπτωση η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οι παραγωγικές μας σχέσεις μπορούν να μετατραπούν σε σοβαρή τροχοπέδη της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων».
Οι διαπιστώσεις αυτές του Στάλιν και οι προειδοποιήσεις του έκφραζαν ένα σημαντικό βήμα στη συνειδητοποίηση των νέων προβλημάτων που είχαν ανοιχθεί στην πορεία της ίδιας της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης και αποτέλεσαν την πιο ολοκληρωμένη θεωρητική συνόψιση των ζητημάτων την περίοδο αυτή. Αυτές οι προειδοποιήσεις δεν υπήρξαν αρκετές για να αλλάξει η ροή των γεγονότων. Πανομοιότυπες αντιλήψεις με αυτές που κριτικάρονταν εδώ, όπως ήδη το σημειώσαμε, έμελλε να υψωθούν σε κυρίαρχη γραμμή με το 20ό συνέδριο.
Η σχέση ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση, ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, ανάμεσα στην επανάσταση και την παραγωγή, ύστερα από το 20ό συνέδριο θα αλλοιωθεί, θα διαστρεβλωθεί και θα ανατραπεί από τους αναθεωρητές. Αυτοί θα επιβάλουν μια κατεύθυνση σε πλήρη ρήξη με το λενινισμό.
Ο Λένιν κριτικάροντας στον καιρό του τους Τρότσκι και Μπουχάριν είχε υπογραμμίσει: «Η πολιτική είναι η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας… Η πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει την προτεραιότητα πάνω στην οικονομία… Το να σκεφτόμαστε αλλιώτικα σημαίνει να ξεχνούμε την Αλφαβήτα του μαρξισμού». Και ακόμα πως «χωρίς μια ορθή πολιτική θέση, μια δοσμένη τάξη δεν μπορεί να διατηρήσει την κυριαρχία της και κατά συνέπεια δεν μπορεί πολύ περισσότερο να εκπληρώσει τα καθήκοντά της στην παραγωγή». (Λένιν: «Ξανά για τα συνδικάτα, τη σημερινή κατάσταση και τα λάθη των Τρότσκι και Mπουχάριν»).
Oι αναθεωρητές ύστερα από το 20ό συνέδριο θα βεβαιώσουν πως «στις συνθήκες του σοσιαλισμού, η οικονομία έχει πιο μεγάλη σημασία παρά η πολιτική» και ο Xρουστσώφ θα διακηρύξει πως «για να μιλήσουμε καθαρά, το κυριότερο πράγμα στη δουλειά των κομματικών οργανώσεων είναι η παραγωγή».
Η λαθεμένη πολιτική που αυτοί με το 20ό συνέδριο εγκαινίασαν, κλόνισε, υπόσκαψε και διέλυσε τελικά τις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Έτσι όχι μόνο έβαλε φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και οδήγησε μέσα από μια πολύχρονη διαδικασία διάβρωσης και αποσύνθεσης των πάντων σε μια βαθιά κρίση τη σοβιετική οικονομία και ολόκληρη τη σοβιετική κοινωνία.
Το 19ο Συνέδριο και η σημασία της κριτικής των μαζών
Το 19ο συνέδριο, που συνήλθε τον Οκτώβρη 1952, θα σημειώσει την ανάγκη ανάπτυξης της κριτικής των μαζών και θα καλέσει σε ιδεολογική δράση για την εξάλειψη των λαθών και των επιβιώσεων του παλιού που εμποδίζουν την πρόοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η εισήγηση της K.E. θα αναφερθεί σε ορισμένα έντονα δείγματα αστικού εκφυλισμού και διαφθοράς που είχαν εκδηλωθεί σε οργανώσεις του κόμματος, επιχειρήσεις και οργανισμούς, στο φαινόμενο του ακαδημαϊκού μονοπωλίου αλα Aρακτσέεβ, στην εμφάνιση έργων στον πολιτιστικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό τομέα που αντιμάχονταν το σοσιαλιστικό σύστημα. Η εισήγηση έκανε λόγο για μερικούς καθοδηγητές ορισμένων οργανώσεων που τις είχαν μετατρέψει σε κλειστά κυκλώματα «Θέτοντας τα συμφέροντα της ομάδας τους πάνω από τα συμφέροντα του κόμματος και του κράτους», για μερικούς διευθυντές ορισμένων βιομηχανικών επιχειρήσεων οι οποίοι «ξέχασαν πως οι επιχειρήσεις, που τους εμπιστεύτηκαν τη διεύθυνση, ανήκουν στο κράτος και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε φέουδά τους», για ορισμένα κρούσματα σε σοβιετικούς αγροτοοικονομικούς οργανισμούς, όπου μερικοί «αντί να επαγρυπνούν για τα συμφέροντα της δημόσιας οικονομίας των κολχόζ, καταγίνονται να κλέβουν την κολχόζνικη περιουσία».
Στον Απολογισμό της K.E. του KKΣE, στο 19ο συνέδριο, ο Μαλένκοφ τονίζοντας τη σημασία της κριτικής από τα κάτω, σημείωνε πως η κριτική:
«…Όσο πιο πολύ πλαταίνει στη βάση, από τα κάτω, δηλαδή από τη λαϊκή βάση, τόσο πιο έντονα θα εκδηλωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις και η δημιουργική ικανότητα του λαού μας και τόσο πιο βαθιά θα διεισδύσει μέσα στις μάζες η επίγνωση του καθήκοντος και η συνείδηση ότι είναι τα αφεντικά μέσα στη χώρα…
…Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι να δημιουργήσει τους πιο ευνοϊκούς όρους, τις πιο κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε κάθε τίμιος Σοβιετικός άνθρωπος να μπορεί να κριτικάρει με τόλμη και χωρίς φόβο τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες μέσα στην εργασία των οργανώσεων και της διοίκησης.
Οι αίθουσες συνελεύσεων των διαφόρων οργανώσεων, οι αίθουσες συνεδριάσεων και συνδιασκέψεων όλων των υπευθύνων οργάνων, πρέπει να μεταβληθούν πραγματικά σ’ ένα μεγάλο δικαστήριο όπου θα ακούγεται η τολμηρή και ζωντανή κριτική για τα σφάλματά μας και για τις ελλείψεις μας».
Το 19ο συνέριο του KKΣE θα θέσει νέους υψηλούς στόχους, δίνοντας μέσα από τους εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπονταν και που πραγματοποιούνταν με το παραπάνω, μια πραγματική αίσθηση των δυνατοτήτων του σοσιαλιστικού συστήματος. Στο πενταετές σχέδιο, που αναπτύχθηκε παραπέρα με τις οδηγίες του 19ου συνεδρίου, προβλέπονταν η βιομηχανική παραγωγή να αυξηθεί κατά 70%, η παραγωγή μέσων παραγωγής κατά 80%, η παραγωγή ειδών κατανάλωσης κατά 65%. Προβλέπονταν επίσης σημαντική άνοδος της συνολικής απόδοσης της αγροτικής οικονομίας, παραπέρα άνοδος του υλικού και εκπολιτιστικού επιπέδου της ζωής των εργαζομένων, αύξηση του εθνικού εισοδήματος κατά 60%. Πράγματι, το πεντάχρονο πλάνο (1951 – 1955) ως προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί μέσα σε τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες. Η συνολική βιομηχανική παραγωγή στο τέλος του πεντάχρονου θα αυξηθεί τελικά σε σύγκριση με τη συνολική παραγωγή του 1950 κατά 85%. Η παραγωγή μέσων παραγωγής κατά 91%, η παραγωγή ειδών λαϊκής κατανάλωσης πάνω από το προβλεπόμενο. Τέτοια επιτεύγματα, αναδείκνυαν αναμφισβήτητα την υπεροχή του σοσιαλισμού, που προχωρούσε με ασύγκριτα υψηλότερους ρυθμούς απ’ ό,τι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.
Αυτή παρέμενε η κύρια πλευρά του ζητήματος.
Αλλά τα αρνητικά φαινόμενα που είχαν σημειωθεί, οι κίνδυνοι που είχαν επισημανθεί, δεν είχαν πάψει να εκδηλώνονται, αντίθετα αυξάνονταν και παρατείνονταν επικίνδυνα. Τα αναθεωρητικά – αστικά στοιχεία στην ηγεσία του κομματικού και κρατικού μηχανισμού, που είχαν λουφάξει καραδοκώντας την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστούν, θα περνούσαν σε λίγο καιρό σε μια αποφασιστική κλιμάκωση της ανατρεπτικής τους δραστηριότητας με σκοπό την άλωση των καθοδηγητικών οργάνων.
Η κατεύθυνση της κριτικής που πρέπει να ασκείται από τις μάζες, είχε αναμφίβολα σωστά τονισθεί. Αλλά το σχήμα εκείνο που θα αναδείκνυε με τον πιο ουσιαστικό τρόπο το περιεχόμενο μιας τέτοιας κατεύθυνσης, η μέθοδος που θα επέτρεπε -όπως θα σημειώσει αργότερα ο Mάο- «να ξεσηκώσουμε τις πλατιές μάζες, να τους δείξουμε τη σκοτεινή μας πλευρά, απροκάλυπτα, μ’ ένα κυκλικό τρόπο “και από τα κάτω”», δεν πρόκειται να ανακαλυφθεί και να χρησιμοποιηθεί παρά αρκετά χρόνια αργότερα, στην Πολιτιστική Επανάσταση. Στο δικό της κάλεσμα θα τονιστεί: «Εμπιστευτείτε τις μάζες, στηριχτείτε σ’ αυτές και σεβαστείτε τις πρωτοβουλίες τους. Διώξτε το φόβο. Μη φοβάστε τις ταραχές… Αφήστε τις μάζες να αυτοδιαπαιδαγωγηθούν μέσα σ’ αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα».
Ο Ιωσήφ Στάλιν πέθανε λίγους μήνες μετά το 19ο συνέδριο, στις 5 Μάρτη 1953, αφού είχε επάξια σηκώσει, όσο λίγοι στην ιστορία, τόσο μεγάλο φορτίο για τόσο μεγάλο διάστημα.
Το κάλεσμα για ιδεολογική δράση εναντίον των υπολειμμάτων και των παραδόσεων του παλιού κόσμου, θα συναντήσει έτσι αυξανόμενες δυσκολίες, ενώ αντίθετα θα ενισχυθεί η χειραγώγηση και ο έλεγχος από τα πάνω, στο όνομα της ενίσχυσης της «συλλογικής καθοδήγησης» και με την όλο και συχνότερη επίκληση της δράσης «σύμφωνα με τους σοβιετικούς νόμους». Ένα τμήμα της κομματικής γραφειοκρατίας, οχυρωμένο σαν μια νέα προνομιούχα τάξη, εκπροσωπούμενο από το Xρουστσώφ, θα προετοιμάσει συνωμοτικά τα βήματα που θα οδηγήσουν στο 20ό συνέδριο.
Το 20ο Συνέδριο
Το πώς έγινε δυνατή η ρεβιζιονιστική ανατροπή, το ποιες συνθήκες έδωσαν τη δυνατότητα στους αναθεωρητές να σφετεριστούν την κομματική και κρατική καθοδήγηση της EΣΣΔ και να την οδηγήσουν τελικά έτσι εκεί που την οδήγησαν, είναι ένα ζήτημα που θα φωτιστεί ασφαλώς στο μέλλον, μέσα από τις συνειδητές συλλογικές προσπάθειες του κινήματος και με τη συμβολή των ίδιων πρώτα – πρώτα των σοβιετικών κομμουνιστών, και αυτό θα απαιτήσει αναμφισβήτητα συστηματική και μακρόχρονη έρευνα και έμπρακτο έλεγχο των συμπερασμάτων.
Η εξέλιξη πάντως από το 19ο ως το 20ό συνέδριο δεν ήταν «ομαλή» και ανώδυνη, ούτε αναίμακτη και χωρίς αντιστάσεις.
Λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν θα εκτελεστεί ο Mπέρια, υπουργός των Εσωτερικών και αναπληρωτής του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της EΣΣΔ. Η εκτέλεσή του θα παρουσιαστεί σαν το ξεκαθάρισμα ενός ανθρώπου που βαρύνεται με τερατώδη εγκλήματα και αντικομματική και αντικρατική δραστηριότητα. Είναι στην ουσία το προοίμιο της ρεβιζιονιστικής αντεπίθεσης, που σε λίγο θα κατευθυνθεί με παρόμοια επιχειρηματολογία ενάντια στο Στάλιν και το έργο του.
Στις 10 Ιούλη 1953, η «Πράβντα» θα προκαταλάβει τις αντιδράσεις των αιφνιδιασμένων κομμουνιστών και θα απαιτήσει πειθαρχία τονίζοντας: «Οποιοδήποτε στέλεχος, όποιο αξίωμα κι αν κατέχει, πρέπει να βρίσκεται κάτω από το διαρκή έλεγχο του κόμματος. Οι κομματικές οργανώσεις πρέπει να ελέγχουν τακτικά τη δουλειά όλων των οργανώσεων και υπηρεσιών, τη δράση όλων των καθοδηγητικών στελεχών. Είναι απαραίτητο επίσης να μπει κάτω από συστηματικό και συνεχή έλεγχο η δράση των οργάνων του Υπουργείου Εσωτερικών».
Δεν πρόκειται εδώ για τον έλεγχο ακριβώς του Κόμματος, αλλά για τον έλεγχο πάνω σ’ αυτό, για πίεση στα μέλη και στελέχη του με σκοπό την άκριτη εναρμόνισή τους με τις αποφάσεις της ηγεσίας που προσωποποιούσε πάντα στα μάτια των μελών του κόμματος τις νίκες της σοσιαλιστικής υπόθεσης. Η βασική γραμμή του κόμματος που παρέμενε σε επαναστατική κατεύθυνση, τα μεγάλα επιτεύγματα που εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται, η δύναμη της παράδοσης των συνεχών νικών, περιόριζαν τις ανησυχίες για τις διεργασίες που συντελούνταν στα ηγετικά κλιμάκια και που παρέμεναν αθέατες συχνά από τη μεγάλη μάζα.
Ο Xρουστσώφ θα κάνει λόγο αργότερα για ένα «λενινιστικό πυρήνα» στην ηγεσία του κόμματος.
Επρόκειτο ασφαλώς για μια οππορτουνιστική ομάδα, που κούρνιαζε μεταμφιεσμένη δίπλα στο Στάλιν. Η ομάδα αυτή, αφού προετοίμασε το έδαφος και κατάφερε να σφετεριστεί την καθοδήγηση, πρόβαλε ανοιχτά στο 20ό συνέδριο του KKΣE, το Φλεβάρη 1956, τη ρεβιζιονιστική της πλατφόρμα.
Μετά το 20ό συνέδριο οι αναθεωρητές εξαπέλυσαν μια δημόσια συκοφαντική επίθεση ενάντια στο Στάλιν. Με πρόσχημα την «πάλη κατά της προσωπολατρείας», επιτέθηκαν στο επαναστατικό έργο του και στην ουσία ενάντια στις μεγάλες κατακτήσεις που είχε πετύχει προηγούμενα ο σοβιετικός λαός, συκοφαντώντας τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλιστικό σύστημα. Απορρίπτοντας ολοκληρωτικά το έργο του Στάλιν αυτοί απαρνήθηκαν στην ουσία το μαρξισμό – λενινισμό που ο Στάλιν είχε υπερασπίσει. Η ουσία των αποφάσεων του 20ού συνεδρίου ήταν η αναθεώρηση των αρχών του μαρξισμού – λενινισμού, η υιοθέτηση και διακήρυξη μιας σειράς αντιμαρξιστικών θεωριών, που η εφαρμογή τους θα οδηγούσε αναπότρεπτα στην αλλαγή του χαρακτήρα του σοβιετικού κόμματος και του κράτους.
Αν και ο Xρουστσώφ υπήρξε ο ίδιος ιδιαίτερα θορυβώδης στα εγκώμια προς το Στάλιν όσο εκείνος ζούσε, θα υποβάλει μια «μυστική έκθεση» στους αντιπροσώπους στο 20ό συνέδριο, καταγγέλοντας τα «εγκλήματα του Στάλιν» και ζητώντας την «εξάλειψη των συνεπειών της προσωπολατρείας».
Στην «έκθεση» αυτή, ο Xρουστσώφ, δίνοντας από τη δική του σκοπιά μια εικόνα της διαδρομής από το 19ο ως το 20ό συνέδριο, θα σημειώσει:
«Πρώτα – πρώτα πρέπει να εξετάσουμε το γεγονός, ότι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου είδαν τα ζητήματα αυτά με διαφορετικούς τρόπους κατά διάφορες στιγμές. Στην αρχή, πολλοί υποστήριξαν ενεργώς το Στάλιν, γιατί ο Στάλιν ήταν ένας από τους γερούς μαρξιστές και η λογική του, η δύναμή του και η θέληση επηρέαζαν πολύ τα στελέχη και την εργασία του κόμματος».
Από την έκθεση αυτή έχει ενδιαφέρον να συγκρατήσουμε και τούτη την παρατήρηση του Xρουστσώφ:
«Είναι φανερό ότι ο Στάλιν είχε σχέδια να βγάλει από τη μέση τα παλαιά μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Συχνά έλεγε ότι τα μέλη του Π.Γ. πρέπει να αντικατασταθούν με νέα. Η πρότασή του, μετά το 19ο συνέδριο, σχετικά με την εκλογή 25 μελών στο Προεδρείο της KE, είχε σκοπό την απομάκρυνση των παλαιών μελών του Π.Γ. και την εισαγωγή σ’ αυτό λιγότερο πεπειραμένων προσώπων, που θα τον ακολουθούσαν τυφλά σε όλα».
Αν ο Στάλιν είχε πράγματι σκοπό να διώξει «παλαιά μέλη του Π.Γ.» και ποια, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί φυσικά να επιβεβαιωθεί, η αναφορά όμως του Xρουστσώφ είναι δηλωτική ως προς τις ανησυχίες του Στάλιν για την πορεία του Κόμματος.
Σίγουρο είναι ωστόσο ότι οι Xρουστσωφικοί αναθεωρητές ήταν αυτοί που θα φρόντιζαν σύντομα «να βγάλουν απ’ τη μέση τα παλαιά μέλη του Π.Γ.», για την ακρίβεια όσους εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται το σοσιαλισμό, να αντιστέκονται και να καταπολεμούν το ρεβιζιονισμό και τις δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ο Xρουστσώφ και η κλίμα του αντιπροσώπευαν. Και όχι μόνο θα φρόντιζαν να βγάλουν από τη μέση τα παλαιά μέλη του Π.Γ., αλλά και δεκάδες χιλιάδες άλλα δραστήρια στελέχη και μέλη του κόμματος, που τέθηκαν σε άγριο διωγμό την επαύριο του 20ού συνεδρίου.
Διαδοχικές εκκαθαρίσεις
Να πως μας πληροφορεί για ορισμένα από τα γεγονότα αυτά η (μπρεζνιεφική) «Ιστορία του KKΣE» (1976, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»):
«Τη στιγμή που το κόμμα εφάρμοζε τις αποφάσεις του 20ού συνεδρίου και σημείωνε σταθερά επιτυχίες στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, ενάντια στη γραμμή του Κόμματος τάχθηκε η ομάδα των Mόλοτοφ, Kαγκάνοβιτς, Μαλένκοφ και άλλων, που σχηματίστηκε μέσα στο Προεδρείο της KE του KKΣE. Τα μέλη της έκαναν φραξιονιστική δουλειά, αντιδρούσαν στην εγκεκριμένη από το 20ό συνέδριο του KKΣE γραμμή του Κόμματος για την εξάλειψη των λαθών και των ελλείψεων, που προκλήθηκαν από την προσωπολατρεία. Η πάλη ενάντια στην αντικομματική, φραξιονιστική ομάδα ήταν οξύτατη και γινόταν για ζητήματα αρχών. Στην πορεία της πάλης αυτής τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Προεδρείου, τα μέλη της KE, Λ.I. Μπρέζνιεφ, A.Π. Kιριλένκο, Φ.P. Kοζλόφ, A.N. Κοσίγκιν, O.B. Kούουζινεν, K.T. Mάζουροφ, A.I. Mικογιάν, N.B. Ποντγκόρνι, Nτ. Σ. Πολιάνσκι, M.A. Σούσλοφ, N.Σ. Xρουστσώφ, N.M. Σβέρνικ και άλλα καθοδηγητικά στελέχη του Κόμματος, τάχθηκαν ενάντια στην αντικομματική ομάδα και απόκρουσαν αποφασιστικά τις επιθέσεις της ενάντια στη λενινιστική γραμμή του κόμματος και της KE του.
Το ζήτημα της αντικομματικής ομάδας το συζήτησε η Ολομέλεια της KE του KKΣE, που συνήλθε τον Ιούνη 1957. Στην απόφαση «Για την αντικομματική ομάδα» που ψηφίστηκε ομόφωνα, η ολομέλεια σημείωνε ότι η αντικομματική ομάδα έβαζε σαν καθήκον της την αλλαγή της πολιτικής γραμμής του Κόμματος, τη ματαίωση της πραγματοποίησης των αποφάσεων του 20ού συνεδρίου του KKΣE. Στην απόφαση τονιζόταν ότι… τόσο στα ζητήματα της εσωτερικής, όσο και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, είναι σεχταριστές και δογματιστές, αντικρίζουν μηχανικά και άγονα το μαρξισμό – λενινισμό. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι στις σημερινές συνθήκες ο εν δράσει ζωντανός μαρξισμός – λενινισμός, η πάλη για τον κομμουνισμό, φαίνονται στην εφαρμογή των αποφάσεων του 20ού συνεδρίου…».
Όπως βλέπουμε στη μπρεζνιεφική εκδοχή της ιστορίας του KKΣE, ο Mπρέζνιεφ φιγουράρει πρώτος ανάμεσα στους σκληρούς υπέρμαχους της γραμμής του 20ού συνεδρίου, και ο Xρουστσώφ εδώ μάλλον αδικείται.
Λίγο αργότερα, μετά την καθαίρεση των Μολότοφ, Kαγκάνοβιτς, Μαλένκοφ, θα «απαλλαγεί από τα καθήκοντά του» ο Mπουλγκάνιν, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της EΣΣΔ, κατηγορούμενος για συμμετοχή του στην «αντικομματική ομάδα».
Τον Οκτώβρη 1957 θα καταδικαστούν οι «ωμές παραβιάσεις των λενινιστικών αρχών στην καθοδήγηση των Ενόπλων Δυνάμεων τις οποίες έκανε ο Ζούκοφ, που ήταν τότε υπουργός Άμυνας», και ο Ζούκοφ, που είχε χρησιμοποιηθεί προηγούμενα σε κρίσιμες στιγμές από τον Xρουστσώφ, θα διωχθεί και θα καθαιρεθεί από τα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος.
Αφού κατάφεραν να αναρριχηθούν στην εξουσία, οι ρεβιζιονιστές προχώρησαν σε διαδοχικές εκκαθαρίσεις σ’ όλη τη χώρα, παύοντας και αντικαθιστώντας ένα μεγάλο αριθμό στελεχών, απομακρύνοντας όσους δεν εμπιστευόταν και εγκαθιστώντας στις καθοδηγητικές θέσεις τους δικούς τους ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστικοί από την άποψη αυτή οι αριθμοί που περιγράφονται στο κινέζικο ντοκουμέντο «Ο Xρουστσωφικός ψευδοκομμουνισμός και τα ιστορικά διδάγματα που δίνει στον κόσμο» (Ιούλης 1964).
«Ας δούμε για παράδειγμα την Κεντρική Επιτροπή του KKΣE. Oι αριθμοί δείχνουν πως από το 20ό ως το 22ο συνέδριο του KKΣE, που συνήλθαν αντίστοιχα το 1956 και το 1961, περίπου το 70% των μελών της που είχαν εκλεγεί από το 19ο συνέδριο του KKΣE το 1952, διώχτηκε, και περίπου το 50% των μελών της που εκλέχτηκαν στο 20ό συνέδριο εκκαθαρίστηκαν στο 22ο συνέδριο.
Άλλο παράδειγμα. Οι τοπικές οργανώσεις των διαφόρων βαθμίδων. Σύμφωνα με όχι πλήρη στοιχεία, την παραμονή του 22ου συνεδρίου του KKΣE, η ρεβιζιονιστική κλίκα Xρουστσώφ επικαλέστηκε το πρόσχημα της «ανανέωσης των στελεχών» για να διώξει και να αντικαταστήσει το 45% των μελών των Κεντρικών Επιτροπών των ομοσπονδιακών δημοκρατιών, των κομματικών επιτροπών περιοχών και των περιφερειακών επιτροπών, και το 40% των μελών των αχτιδικών επιτροπών και των επιτροπών πόλης. Το 1963, με το πρόσχημα της σύστασης «κομματικών επιτροπών για τη βιομηχανία» και «κομματικών επιτροπών για την αγροτική οικονομία» η κλίκα Xρουστσώφ έδιωξε και αντικατέστησε πάνω από τα μισά μέλη των Κεντρικών Επιτροπών των Ομοσπονδιακών Δημοκρατιών και των κομματικών επιτροπών περιοχής».
Ενώ η ρεβιζιονιστική ηγετική ομάδα απ’ τη μια «ξεκαθάριζε» και έδιωχνε από το Κόμμα όσους κομμουνιστές συνειδητοποιούσαν τις συνέπειες της πολιτικής της και πρόβαλαν αντίσταση στη γραμμή της, την ίδια περίοδο άνοιγε πλατιά τις πόρτες του Κόμματος και έμπαζε συνέχεια μεγάλο αριθμό ανθρώπων στις γραμμές του.
Η απότομη διόγκωση του KKΣE με τη μαζική είσοδο σ’ αυτό εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα, είναι ένα στοιχείο που επιτρέπει από μια άλλη πλευρά να γίνει κατανοητή η διαδικασία αλλαγής της συνολικής «ποιότητας» του KKΣE την περίοδο αυτή.
Είναι γνωστό πως στην περίοδο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα γνώρισε τεράστιες απώλειες έμπειρων και ατσαλωμένων στελεχών και μελών του, που έδωσαν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας.
Το 1946 το KKΣE αριθμούσε περίπου 6 εκατομμύρια μέλη. Περισσότερα από τα μισά απ’ αυτά είχαν μπει στο Κόμμα στα χρόνια του πολέμου. Η K.E. του Κόμματος, διαπιστώνοντας το 1946 ότι είχε ήδη δημιουργηθεί δυσαναλογία ανάμεσα στην ποσοτική ανάπτυξη του Κόμματος και το επίπεδο πολιτικής μόρφωσης των μελών του, αποφάσισε να δώσει βάρος στην κομματική μόρφωση των κομμουνιστών και να περιορίσει αντίστοιχα τους ρυθμούς πύκνωσης των γραμμών του κόμματος.
Το 1952, όταν έγινε το 19ο συνέδριο, το KKΣE αριθμούσε λίγο πάνω από 6 εκατομμύρια τακτικά μέλη και 870 χιλιάδες δόκιμα.
Το 1956, όταν έγινε το 20ό συνέδριο, αριθμούσε 6.769.000 τακτικά μέλη και περίπου 420.000 δόκιμα.
Το 1966, δηλ. μετά δέκα χρόνια, όταν έγινε το 23ο συνέδριο του KKΣE, αυτό αριθμούσε συνολικά 12,5 εκατομμύρια και συγκεκριμένα 11.670.000 τακτικά μέλη και 800.000 δόκιμα.
Με δυο λόγια, ο αριθμός των μελών του KKΣE σχεδόν διπλασιάστηκε από το 20ό ως το 23ο συνέδριο.
Η σκοπιμότητα αυτής της απότομης διόγκωσης είναι εδώ προφανής. Κι’ αν ακόμα η μεγάλη μάζα των σοβιετικών κομμουνιστών εξακολουθούσε να διαπνέεται από μια ειλικρινή διάθεση ανιδιοτελούς συνεισφοράς στην υπόθεση του σοσιαλισμού, το γεγονός αυτό απ’ τη μια μεριά δεν μπορούσε παρά να έχει σαν συνέπεια την άμβλυνση και την εξασθένηση της συνολικής ικανότητας πολιτικού, ιδεολογικού, θεωρητικού προσανατολισμού του κόμματος.
Από την άλλη, κι αυτό είναι το κυριότερο, έδωσε τη δυνατότητα και διευκόλυνε μια μαζική διείσδυση στις γραμμές του κόμματος, αναρίθμητων καιροσκόπων, καριερίστικων και κάθε είδους αντισοσιαλιστικών αστικών στοιχείων, που έβλεπαν πλέον στην ένταξή τους στο KKΣE τη δυνατότητα εξασφάλισης προνομίων.https://www.prologos.gr/

Η λίστα ιστολογίων μου