Του Βασίλη Σαμαρά
Διανύουμε μια περίοδο δύσκολη. Η ανθρωπότητα συνεχίζει να κινείται στον αστερισμό της πανδημίας. Το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα επιχειρεί να ξαναβρεί τον βηματισμό του. Οι λαοί βρίσκονται αντιμέτωποι τόσο με τις οδυνηρές συνέπειες της πανδημίας όσο και της πολιτικής με την οποία το σύστημα επιχειρεί να ξεπεράσει τα προβλήματά του σε βάρος των λαών. Τα ζητήματα που τίθενται είναι αρκετά και τα ερωτήματα περισσότερα.
Μια πρώτη αναγκαιότητα που τίθεται είναι το να δούμε όσο γίνεται πιο καθαρά αυτά που συντελούνται. Είναι ο όρος για να μπορέσουμε να διακρίνουμε εκείνα που μέλλεται να βρούμε μπροστά μας. Για να διερευνήσουμε τους δρόμους και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.
Αυτό άλλωστε είναι παντού και πάντα το πρώτο και κύριο ζήτημα. Μόνο που για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα συντελούνται, χρειάζεται να πάμε και λίγο «προς τα πίσω». Να διερευνήσουμε το «έδαφος» πάνω στο οποίο εκδηλώθηκε και εξελίσσεται η σημερινή κρίση. Τους όρους και τις συνθήκες που το συνιστούσαν. Τις δυνάμεις που λειτουργούσαν στα πλαίσιά του και το διαμόρφωναν. Τις τάσεις και τις ροπές στη βάση των οποίων κινούνταν αυτές οι δυνάμεις. Τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Την πολιτική τους απέναντι και ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Όλα εκείνα που θα συνεχίσουμε να έχουμε απέναντί μας. Με διαφοροποιημένους είναι αλήθεια σημαντικούς όρους, παράγοντες και μορφές του όλου ζητήματος καθώς «μπολιάζονται από την επίδραση της πανδημίας και των συνεπειών της σε όλα τα πεδία. Με τα ίδια ωστόσο χαρακτηριστικά, τις ίδιες μεθόδους, τις ίδιες στοχεύσεις, την ίδια στην ουσία της πολιτική.
Μια σύντομη αναδρομή
Σ’ αυτή την αναφορά στα όσα έχουν προηγηθεί θα είμαι όσο γίνεται πιο σύντομος και επιγραμματικός, έστω και αν κάτι τέτοιο θα αποβαίνει σε βάρος της πληρότητάς της. Είναι αναγκαίο ωστόσο να αφεθεί όσο γίνεται περισσότερος «χώρος» στα όσα στις σημερινές συνθήκες συντελούνται.
Ας επιχειρήσω λοιπόν, αυτή τη σύντομη αναδρομή. Η περίοδος που βιώναμε όλο το προηγούμενο διάστημα χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Αυτή που ήρθε σαν συνέπεια της ήττας του Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος και της παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες. Μια εξέλιξη που οδήγησε στη συνολική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος και σε βάρος των λαών. Μια ανατροπή που προσέφερε πολλά και ιστορικών διαστάσεων πλεονεκτήματα στις δυνάμεις του συστήματος. Τη διαμόρφωση όρων κυριάρχησης πάνω στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς. Που άνοιξε το δρόμο στην επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα, διευρύνοντας έτσι στο έπακρο το πεδίο δράσης του κεφαλαίου. Την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς με όρους ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Τη δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να διαμορφώσουν τον κόσμο κατά τις διαθέσεις τους και χωρίς -για την ώρα- σημαντικούς περισπασμούς από τη μεριά της εργατικής τάξης και των λαών.
Δεν το απάλλαξε ωστόσο από τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και τις αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία του. Αυτές που αποτελούσαν τους παράγοντες που το οδήγησαν σε κρίση.
Μια κρίση που δεν έχει απλά και μόνο οικονομικό χαρακτήρα όπως εκδηλώθηκε με το κραχ του 2008 και τις συνέπειές του αλλά γενικευμένο, καθολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα μια κρίση που κατά «παράδοξο» τρόπο συνδέεται σε καθοριστικό βαθμό με τη …νίκη του.
Στα ζητήματα που αυτή ανέδειξε. Τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται με όρους ενός όλο και εντεινόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τη διαδικασία μεταβολών που άνοιξαν σε όλο το φάσμα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων εσωτερικά σε κάθε χώρα και διεθνώς, η επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Τη σύμπλεξη όλων αυτών των παραγόντων στο «σώμα» μιας συνολικής και γενικευμένης κρίσης.
Στην πραγματικότητα μέσα από αυτές τις ανατροπές έχει ανοίξει μια διαδικασία μετάβασης συνολικά του συστήματος σε μια νέα περίοδο, μια πορεία περάσματος «από έναν κόσμο σε έναν άλλον». Μια μετάβαση που συντελούνταν υπό όρους γενικευμένης κρίσης την οποία συνέθετε η σύμπλεξη όλων αυτών των παραγόντων.
Πολύ περισσότερο καθώς το εύρος, το μέγεθος και το βάρος των ζητημάτων που είχαν ανοιχθεί υπερέβαινε τις δυνατότητες του συστήματος να τα αντιμετωπίσει με ομαλό και «κοινά αποδεκτό» τρόπο. Ένα αδιέξοδο που οδηγούσε στην παρόξυνση των ανταγωνισμών και που, υπό άλλους όρους, θα μπορούσε να οδηγήσει στη «διέξοδο» που κατά τη φύση του οδηγούνταν το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα σε ανάλογες περιπτώσεις. Τον πόλεμο.
Την εξέλιξη εκείνη που «διευθετεί» με το δικό της αιματηρό τρόπο τις διαφορές στα πλαίσια του συστήματος και διαμορφώνει τους όρους της ισορροπίας και τη διάταξη δυνάμεων της νέας περιόδου. Μόνο που η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων και η λεγόμενη και «ισορροπία του τρόμου» αναστέλλει -τουλάχιστον για την ώρα- την αναζήτηση μια τέτοιας «λύσης».
Παρ’ όλα αυτά και επειδή το σύστημα δεν μπορεί να «ξεφύγει από τον εαυτό του» καταφεύγει όλο και πιο συχνά στη «διπλωματία των όπλων». Στη διαμόρφωση «επιχειρημάτων» και τη δημιουργία τετελεσμένων μέσα από στρατιωτικές επεμβάσεις και -έμμεσες για την ώρα- ένοπλες αναμετρήσεις. Μόνο που και αυτές οι «μερικού» χαρακτήρα «διευθετήσεις» δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο συνολικό αδιέξοδο.
Η πανδημία και οι συνέπειές της
Σ’ αυτό το πεδίο ενέσκηψε και ο κορονοϊός για να περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Για να διαμορφώσει όρους μιας κρίσης μέσα στην κρίση.
Για να σηματοδοτήσει το άνοιγμα μιας διαδικασίας μεταβολών μέσα στις ήδη συντελούμενες μεταβολές καθώς αυτές «μπολιάζονται» με τις συνέπειες και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η έλευση της πανδημίας.
Για να ανοίξει τους ασκούς ενός ανταγωνισμού μέσα στον ήδη υπάρχοντα ανταγωνισμό με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Για να φέρει τους λαούς αντιμέτωπους με πολλά μεγάλα και κρίσιμα προβλήματα και τέτοια που να αφορούν τη ζωή του σε όλες της τις εκφράσεις.
Ας επιχειρήσω να τα βάλω σε μια σειρά. Θα προσπεράσω τα διάφορα θεωρήματα συνομωσίας και τις όποιες παραλλαγές τους. Αυτό που οφείλουμε είναι να παραμένουμε στο έδαφος της πραγματικότητας. Αυτή που ορίζεται από τις συνέπειες της πανδημίας σε κρούσματα και σε νεκρούς. Από τις επιπτώσεις της στο οικονομικό πεδίο. Τις επιδράσεις της στις κοινωνικές, πολιτικές εξελίξεις. Με τα προβλήματα που ήδη δημιουργούνται για τις λαϊκές μάζες, τις προοπτικές που διαγράφονται μέσα από όλα αυτά.
Όσον αφορά κατ’ αρχάς την πανδημία ως αυτή καθ’ αυτή. Είναι προφανές ότι τόσο ο υπογράφων όσο και ο πολύς κόσμος δεν έχουμε τα επιστημονικά εφόδια για να αξιολογήσουμε το φαινόμενο από αυτή την πλευρά. Είμαστε όμως σε θέση να δούμε την πραγματικότητα. Αποτελεί λοιπόν πραγματικότητα η ύπαρξη εκατομμυρίων κρουσμάτων και τα οποία αυξάνονται καθημερινά. Αποτελούν πραγματικότητα οι εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών, ο αριθμός των οποίων μεγαλώνει συνεχώς.
Προβληματισμούς δημιουργεί το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα βρίσκεται ακόμη σε στάδια ανίχνευσης του ιού και των συνεπειών του. Το γεγονός ότι δοκιμάζονται θεραπευτικά σχήματα με όρους αναζήτησης και αβεβαιότητας ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Το γεγονός ότι η παρασκευή εμβολίου καθυστερεί παρόλο που η σχετική έρευνα προωθείται με λογική επίσπευσης των χρονικών ορίων δοκιμασίας, ελέγχου της αποτελεσματικότητας και των τυχόν παρενεργειών του.
Συνεχίζει να αποτελεί ερώτημα το αν όσοι θεραπεύονται αποκτούν ανοσία διαρκείας ή ακόμη αν αυτή επιτυγχάνεται με το εμβόλιο όταν και εφόσον αυτό μπει σε χρήση.
Και βεβαίως αποτελεί πραγματικό γεγονός η ανεπάρκεια των συστημάτων περίθαλψης τα οποία είχαν υποβαθμιστεί από την εγκληματική πολιτική του συστήματος τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα έγκλημα που συνεχίζεται καθώς το σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με την ίδια «φιλοσοφία». Αυτή που οδηγεί τις παρεμβάσεις του σ’ αυτό το πεδίο, να ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο το «κόστος» σε σχέση με την ασφάλεια και υγεία του λαού και με «όριο» την αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Απ’ εκεί και πέρα και ως προς το αν ο ιός υποχωρήσει το καλοκαίρι και μας ξανάρθει δριμύτερος το φθινόπωρο ούτε οι ειδικοί ούτε πολύ περισσότερο εμείς μπορούμε να το απαντήσουμε.
Μια κρίση μέσα στην κρίση
Καταλυτικό χαρακτήρα έχουν οι συνέπειες στο πεδίο της οικονομίας και οι οποίες, όπως ήδη ανάφερα, διαμορφώνουν τους όρους «μιας κρίσης μέσα στην κρίση» και η οποία πλήττει το σύνολο των καπιταλιστικών χωρών έως και τις πιο ισχυρές. Μια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά ήδη εξελίσσεται σε κοινωνική, πολιτική και ανοίγει σειρά κρίσιμων ζητημάτων.
Στα ΜΜΕ έχουν αναφερθεί απώλειες πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων οι οποίες ωστόσο αφορούσαν κατά κύριο λόγο χρηματιστηριακές αξίες. Όπως ήδη ανάφερα σε προηγούμενη παρέμβασή μου, δεν είναι σ’ αυτό το πεδίο που βρίσκεται το κύριο πρόβλημα. Οι απώλειες σ’ αυτό το πεδίο, κατά κύριο λόγο, αντανακλούν τα προβλήματα και τις απώλειες που συντελούνται στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, όπου εκεί βρίσκεται το κύριο ζήτημα.
Ως προς αυτό από τη μεριά μου το αντιμετωπίζω με βάση την άποψη ότι η βάση και η προοπτική μιας οικονομίας (της οποιασδήποτε οικονομίας και οποιουδήποτε συστήματος) είναι πάντα η …πραγματική οικονομία. Όλες οι άλλες εκφράσεις του πράγματος σ’ αυτήν ακουμπούν και από αυτήν αντλούν την όποια υπόσταση που κάθε φορά παίρνουν.
Σ’ αυτό λοιπόν το πεδίο είχαμε σε αυτό το διάστημα ένα «φρενάρισμα» (αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο) της παραγωγικής οικονομικής λειτουργίας. Ή και για να το θέσω διαφορετικά ένα «στένεμα» των περιθωρίων εξέλιξης της διαδικασίας διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου που -ας το επαναλάβω- αποτελεί τον άξονα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Μια κατάσταση που πέραν των άλλων μπορεί να έχει σαν συνέπεια και την εμφάνιση στο μέλλον σοβαρών ελλείψεων σε προϊόντα και αναγκαία αγαθά.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η καραντίνα την οποία εφάρμοσαν η μια μετά την άλλη, όλες σχεδόν οι χώρες οδήγησε στην αναστολή λειτουργίας των περισσότερων επιχειρήσεων και στον περιορισμό του κύκλου εργασιών όσων συνέχισαν να λειτουργούν. Σε τέτοια μάλιστα κλίμακα που πολλές να έχουν οδηγηθεί στα πρόθυρα καταστροφής και χωρίς ορατές προοπτικές ανάκαμψης. Απορυθμίστηκε συνολικά η οικονομική λειτουργία. Η αναστολή λειτουργίας οδήγησε στην μεγέθυνση της ανεργίας, της υποχώρησης της ζήτησης που με τη σειρά της «επέστρεφε» στο πεδίο της παραγωγής δημιουργώντας όρους ενός φαύλου κύκλου.
Χαρακτηριστικές και ιδιαίτερης σημασίας οι δηλώσεις του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, πως «η αμερικανική οικονομία ενδέχεται να συρρικνωθεί έως και άνω του 30% στο δεύτερο εξάμηνο του έτους». Άλλο τμήμα της FED εκτιμά την μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 42% μέσα στο δεύτερο τρίμηνο. Από κοντά και ο υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ αναφέρεται σε κίνδυνο «μόνιμης» ζημίας στην οικονομία των ΗΠΑ.
Και ακριβώς με βάση αυτές τις εκτιμήσεις η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να διαθέσει τρία και άνω τρισεκατομμύρια δολάρια για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας. Αν λοιπόν αυτά συμβαίνουν στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, μπορούμε να υποθέσουμε τις ανάλογες συνέπειες στο εθνικό εισόδημα όλων των άλλων χωρών.
Ανάλογα έχει απορρυθμιστεί η παγκόσμια αγορά και έχουν «φρεναριστεί» σε σημαντικό βαθμό οι διεθνείς συναλλαγές. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου εκτιμά ότι το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών θα υποχωρήσει από 12,9 έως 31,9%. Ενδεικτικές εκφράσεις του πράγματος:
Οι εξαγωγές από τη Ν. Κορέα υποχώρησαν κατά 46%. Οι εξαγωγές αυτοκινήτων από το Μεξικό κατά 90%. Τον Μάιο ακυρώθηκε το 21% των ναύλων εμπορευματοκιβωτίων ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Εκτιμάται ότι οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) θα υποχωρήσουν κατά 30-40%. Το ξέσπασμα της επιδημίας στην Ουχάν της Κίνας δημιούργησε πρόβλημα στις 51.000(!) εταιρίες απ’ όλο τον κόσμο που προμηθεύονταν αγαθά από εκεί. Τα έκτακτα μέτρα σε βιομηχανικές μονάδες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής οδήγησαν σε ακύρωση παραγγελιών πράγμα που επέδρασε σε τάσεις μείωσης του παγκόσμιου εμπορίου. Η αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων οδήγησε σε πτώση της ζήτησης πετρελαίου και πρώτων υλών, σε μείωση της τιμής τους και τη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων σε χώρες παραγωγούς παρά την μείωση της παραγωγής στην οποία κατέφυγαν για να κρατήσουν τις τιμές.
Αυτή η διαταραχή του «μοτίβου» των διεθνών συναλλαγών έχει ήδη σοβαρές επιπτώσεις στη συνολική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Τόσο που και κατά τις εκτιμήσεις παραγόντων του συστήματος να δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν σε μια παρατεταμένη ύφεση, τους δείκτες ανάπτυξης στην κατιούσα και σε μείωση του παγκόσμιου εισοδήματος.
Ο Τζερόμ Πάουελ για να απαλύνει τις εντυπώσεις των απαισιόδοξων εκτιμήσεών του που προαναφέρθηκαν, συμπληρώνει πως περιμένει ανάκαμψη στο 2ο εξάμηνο του έτους, με την προϋπόθεση ωστόσο να έχει τεθεί ως τότε σε χρήση το εμβόλιο. «Για να σημειωθεί πλήρης ανάπτυξη, πρέπει οι άνθρωποι να νιώθουν ασφαλείς», όπως ο ίδιος δήλωσε.
Η ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει πριν το επόμενο έτος, εκτιμά το ΔΝΤ που βλέπει μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3% και μερική ανάκαμψη το 2021 (για το οποίο προ κορονοϊού προέβλεπε ανάπτυξη 5,8%). Ταυτόχρονα από την αρχή προειδοποιούσε (το ΔΝΤ) πως η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας θα βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στην χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930.
Η επιστροφή του προστατευτισμού
Οι τάσεις απορρύθμισης που εμφανίζονται στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών οδηγούν στο να ενισχύονται τάσεις εσωστρέφειας και επικέντρωσης της οικονομικής δράσης στο εθνικό έδαφος. Μια τάση που δείχνει να υπερβαίνει τα όρια του «παραδοσιακού» προστατευτισμού και φτάνει σε επίπεδα περιχαράκωσης. Ας σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτό.
Ήδη από τη δεκαετία του 1930 και με βάση τις αρνητικές συνέπειες που είχε η πολιτική του προστατευτισμού, άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν παράγοντας που επιτείνει την κρίση και εμποδίζει την ανάπτυξη. Μια αντίληψη που ενισχύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς αναπτύσσονταν οι τάσεις διεύρυνσης της διεθνούς δράσης του κεφαλαίου. Ακόμη περισσότερο μετά τις ανατροπές του 1989-1991, την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς και την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (των εξελίξεων που πλασαρίστηκαν ως «παγκοσμιοποίηση») μια τέτοια τάση έγινε κυρίαρχη.
Στα πλαίσιά της οι έννοιες του προστατευτισμού και της εθνικής αυτάρκειας στην οικονομία θεωρούνταν πλέον παρωχημένες. Μόνο μετά το κραχ και την οικονομική κρίση του 2008 άρχισαν να επανεμφανίζονται κάποιες μορφές προστατευτισμού, στα πλαίσια του ανταγωνισμού που εντείνονταν ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Συγκαλυμμένες ωστόσο, καθώς επισήμως ο προστατευτισμός συνέχιζε να θεωρείται σαν αρνητικός παράγοντας της οικονομικής λειτουργίας. Σχετικά περισσότερο άρχισε να εμφανίζεται με την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και της πολιτικής που αυτός άρχισε να προωθεί.
Ωστόσο και σ’ αυτό το διάστημα οι βασικές τάσεις και λειτουργίες ακολουθούσαν το μοτίβο που είχε διαμορφωθεί σαν κυρίαρχο τα προηγούμενα χρόνια. Εκείνο που αναδείκνυε σαν βασικό χαρακτηριστικό την «εξωστρέφεια» της οικονομικής δράσης του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Την ενίσχυση των τομέων με εξαγωγικές δυνατότητες, τις επενδύσεις στο εξωτερικό. Τη «διασπορά» δραστηριοτήτων των μητροπολιτικών επιχειρήσεων, με τη δημιουργία παραρτημάτων σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Στο εθνικό έδαφος παραμένουν εγκαταστημένοι κυρίως τομείς στρατηγικού χαρακτήρα και εκείνα τα τμήματα των επιχειρήσεων που είχαν διευθυντικό, επιτελικό ρόλο.
Τάσεις εσωστρέφειας
Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία λειτούργησε σαν παράγοντας αναστροφής αυτών των τάσεων. Η απορρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς δημιουργεί τάσεις αναθεώρησης επιλογών και ιεραρχήσεων. Η ακύρωση διεθνών παραγγελιών ενισχύει τις κατευθύνσεις επικέντρωσης στην εσωτερική οικονομική λειτουργία και ανάπτυξη. Οι αναταράξεις στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα υπαγορεύει πολιτικές μικρότερης εξάρτησης από τη διεθνή αγορά. Η διαγραφόμενη ύφεση διαρκείας οδηγεί σε διαμόρφωση πολιτικών ενίσχυσης και «προστασίας» της εθνικής παραγωγής.
Στη Γαλλία η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στο εθνικό έδαφος αντιμετωπίζεται σαν εθνική προτεραιότητα και πριμοδοτείται αναλόγως. Κατά δήλωσή του μάλιστα ο Γάλλος υπουργός των οικονομικών την θεωρεί σαν όρο επανεκκίνησης της γαλλικής βιομηχανίας. Μια άποψη που τη σημασία της την προεκτείνει (ρητορικά ή επί της ουσίας, θα δούμε) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς θεωρεί πως χρειάζεται «επανεξοπλισμός» σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Στις ΗΠΑ μια τέτοια τάση υπήρχε και προ της πανδημίας καθώς αποτελούσε επιλογή της πολιτικής Τραμπ παράλληλα με τις κινήσεις προστατευτισμού και ενίσχυσης των αμερικανικών επιχειρήσεων. Μια τάση που ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο μετά την πανδημία με τον Τραμπ να υπόσχεται φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις αλλά και «ρυθμίσεις» εργασιακών σχέσεων και αμοιβών που θα «ενθαρρύνουν» τις τάσεις επιστροφής επιχειρήσεων στο έδαφος των ΗΠΑ. Αντίστοιχες τάσεις εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις χώρες και ανάλογα των χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων της κάθε μιας, καθώς μάλιστα οδηγούνται στο να ξαναδούν σε νέα βάση τη σημασία του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. (Όσες βέβαια έχουν τέτοιου είδους δυνατότητες, ενώ όσες επέλεξαν να προκρίνουν ως «βαριά τους βιομηχανία» τον τουρισμό απλώς θα ψάχνονται).
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο αλλά επεκτείνεται στη συνολικότερη πολιτική των διαφόρων χωρών. Τα κράτη κλείνουν τα σύνορά τους περιορίζοντας την κίνηση τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο και στο οικονομικό και σε μια σειρά άλλα πεδία. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα βρίσκεται στην περίπτωση της ΕΕ που υποτίθεται αποτελεί την πιο προχωρημένη έκφραση διακρατικής συνεργασίας όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και σε μια σειρά άλλων πεδίων, με δημιουργία μάλιστα οργάνων και θεσμών πανευρωπαϊκού χαρακτήρα.
Η «υποδοχή» που είχε η ιταλική πρόταση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας δείχνει τις τάσεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο. Άλλο τόσο η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας με την οποία αμφισβητεί θεσμοθετημένες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όσο για το γαλλογερμανικό σχέδιο των 500 δις, αυτό βάλλεται από τις κυβερνήσεις Ολλανδίας, Αυστρίας, Σουηδίας, Δανίας που ετοιμάζουν, λέει, δικό τους «σχέδιο».
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που η κάθε μια απ’ αυτές εκταμιεύει πολύ μεγαλύτερα ποσά για τη στήριξη της δικής τους οικονομίας, κινήσεις που συνολικά καταδείχνουν τα όρια της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Γενικότερα αυτό που διαφαίνεται να επικρατεί είναι η τάση της αναδίπλωσης στο εθνικό πεδίο με τα κράτη, τις αποφάσεις κομβικού χαρακτήρα να τις παίρνει το καθένα για λογαριασμό του. Μια τάση που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα και διαμορφώνει ένα συνολικό τοπίο τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο.
Η επανεκκίνηση και τα ζητήματα που θέτει
Η πλήρης επανεκκίνηση της οικονομίας ήταν και παραμένει το κύριο ζήτημα για τις δυνάμεις του συστήματος. Στην πραγματικότητα αυτό είναι πάντα, με ή χωρίς την πανδημία. Αν μπορούσαν να την αγνοήσουν παντελώς, με αυτόν τον τρόπο θα ενεργούσαν. Άλλωστε αυτό ακριβώς επιχείρησαν στις αρχικές φάσεις εκδήλωσης της επιδημίας. Η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων αντιμετώπισής της με αυτό είχε κυρίως να κάνει και λιγότερο με την -πιθανά υπαρκτή- καθυστέρηση ενημέρωσης από τη μεριά της Κίνας. Η υποβάθμιση της επικινδυνότητας της επιδημίας από μεριάς Τραμπ, Τζόνσον, Μπολσονάρου κ.ά. είχε να κάνει με το τι θεωρούσαν σαν πρωτεύον. Το ίδιο και οι απόπειρες αντιμετώπισης του προβλήματος με την «ανοσία της αγέλης» από ορισμένες χώρες. Το αν αναγκάστηκαν -όσο- να αλλάξουν τακτική ήταν μόνο κάτω από την πίεση των πραγμάτων. Με αυτή την ίδια λογική και με αυτές τις προτεραιότητες λογαριάζουν πλέον να κινηθούν καθώς επιχειρούν να θέσουν σε κίνηση την οικονομία. Σειρά πολιτικών αποφάσεων σε αυτή την κατεύθυνση, συνοδευόμενες από πλήθος δημοσιευμάτων για την αντικειμενικά υφιστάμενη αναγκαιότητα επανεκκίνησης της οικονομίας.
Για τα ζητήματα που θέτουν οι καθυστερήσεις σε αυτό το πεδίο, τα προβλήματα που δημιουργούν, τους κινδύνους που συνεπάγονται. Εκείνο που αποσιωπάται είναι ότι αυτή η επανεκκίνηση θα έχει σαν βασικό της άξονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και γύρω απ’ αυτόν θα διαρθρωθεί. Ότι το επιχείρημα της -υπαρκτής με μια έννοια- αντικειμενικής αναγκαιότητας θα αξιοποιηθεί για την προώθηση σειράς μέτρων σε βάρος της εργατικής τάξης των ευρύτερων λαϊκών μαζών και της νεολαίας. Μέτρων που θα αφορούν την οικονομική τους θέση, την ασφάλεια και την υγεία τους, την ίδια τους τη ζωή.
Το τι θέλουν οι δυνάμεις του συστήματος, το πού στοχεύουν και το τι επιχειρούν είναι σαφές. Το πρόβλημά τους δεν βρίσκεται σ’ αυτό. Το ζήτημα βρίσκεται στο τι μπορούν στις συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώνονται. Αυτό, και όπως σημείωσα στην προηγούμενη παρέμβασή μου, δεν αφορά τις εν γένει παραγωγικές-οικονομικές δυνατότητες που είναι αναπτυγμένες σε μεγάλο βαθμό. Τέτοιον που θα μπορούσε να καλύψει το χαμένο έδαφος σε όχι και πολύ μεγάλο διάστημα. Υπό έναν όρο ωστόσο. Το υπάρχον παραγωγικό οικονομικό δυναμικό να μπει σε σύντομο διάστημα σε πλήρη λειτουργία και με πλήρη απόδοση.
Σε σχέση μ’ αυτό ωστόσο υπάρχουν σημαντικά εμπόδια που βρίσκονται πέρα από τις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Εμπόδια που συνδέονται με την πανδημία και την εξέλιξή της, ενώ καθοριστικό ρόλο θα έχουν και τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί σε αυτό το διάστημα.
Η συνάρτηση της επιδημίας
Σε σχέση κατ’ αρχάς με τη συνάρτηση της πανδημίας. Όπως ανάφερα σε προηγούμενο σημείο, η δημιουργία αποτελεσματικών θεραπευτικών σχημάτων, η παραγωγή εμβολίου έχουν ακόμη δρόμο μπροστά τους. Οι πιέσεις που ασκούνται από τη μεριά των κυβερνήσεων για επίσπευση της παραγωγής εμβολίων ακόμη και σε βάρος της αποτελεσματικότητας και ασφαλούς χρήσης τους έχει σχέση με δύο κατ’ αρχάς παράγοντες. Των διαθέσεών τους να κινήσουν την οικονομία με κάθε τρόπο δημιουργώντας ένα έστω και τεχνητό κλίμα «ασφάλειας». Της πάγιας λογικής που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις του συστήματος και στη βάση της οποίας οι επιπτώσεις στην υγεία και την ίδια τη ζωή των λαϊκών μαζών αντιμετωπίζονται σαν «παράπλευρες απώλειες». Μόνο που αυτό έχει ένα όριο που όπως έχουν καταδείξει και οι πρόσφατες εξελίξεις δεν είναι και τόσο εύκολο να το υπερβαίνουν κάθε φορά χωρίς σημαντικά κόστη και αναταράξεις.
Έτσι ή αλλιώς σημαντική επίδραση θα έχει σ’ όλα αυτά η ίδια η εξέλιξη της πανδημίας. Οι υφέσεις και οι εξάρσεις της. Ένα ζήτημα στο οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις.
Ανεξάρτητα ωστόσο από αυτό, έχω την άποψη ότι το «σημείο» ολόπλευρης επανεκκίνησης και με πλήρη απόδοση της οικονομικής λειτουργίας δεν ταυτίζεται με το «σημείο λήξης» του «υγειονομικού συναγερμού» αλλά πάει πέρα απ’ αυτό. Αυτό ισχύει ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δημιουργούνται κάποια στιγμή συνθήκες πραγματικής ασφάλειας και πολύ περισσότερο βέβαια αν κάτι τέτοιο απλώς «δηλωθεί». Ταυτόχρονα σημαίνει ότι όσο περισσότερο διαρκέσει αυτή η κατάσταση, με τα δεδομένα που θα διαμορφώνει, τις «εκκρεμότητες» που θα κουβαλάει, τόσο και θα απομακρύνεται το σημείο μιας «ολικής επαναφοράς».
Ως προς αυτή την επαναφορά, το πότε και το πόσο ολική θα είναι αποτελεί ένα ερώτημα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα πρόκειται ακριβώς για «επαναφορά» αλλά για μια εντελώς νέα κατάσταση. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Κρίσεις και αναδιατάξεις
Επανεκκίνηση και πολύ περισσότερο «ολική επαναφορά» το μόνο που δεν σημαίνει είναι ότι θα πατηθεί κάποια στιγμή ένα μαγικό κουμπί και όλα θα ξαναγίνουν και θα αρχίσουν να λειτουργούν όπως πριν. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε κρίσης είναι ότι η αντιμετώπιση, το ξεπέρασμά της συνδέεται με την μετάβαση σε έναν νέο κύκλο. Μια τέτοια μετάβαση συντελείται πάντα με όρους και συνθήκες αναδιάρθρωσης σχέσεων και λειτουργιών. Αναδιάταξης δυνάμεων στο οικονομικό πεδίο ακόμα και στα πλαίσια του μεγάλου κεφαλαίου και βεβαίως στα πλαίσια των οικονομικών του σχέσεων με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις, την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα.
Μεταβολές που υπαγορεύουν αντίστοιχες αναδιατάξεις στο κοινωνικό πεδίο, στην κοινωνική διάρθρωση, στη θέση και το ρόλο τής κάθε δύναμης στο νέο τοπίο. Αναδιαρθρώσεις που κατά κανόνα συντελούνται με όρους κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου και τη χρήση των κρατικών μηχανισμών που το υπηρετούν. Όχι όμως χωρίς αναστατώσεις, εκδήλωση αντιθέσεων, αναμετρήσεις ή και συγκρούσεις. Εξελίξεις που στο σύνολό τους επιδρούν και στην αναδιαμόρφωση του πολιτικού τοπίου, τη μορφή και το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων στις νέες συνθήκες.
Μια τέτοια διαδικασία ήδη εξελισσόταν στο προηγούμενο διάστημα με βάση τη γενικευμένη κρίση του συστήματος και τα δεδομένα που διαμόρφωναν οι εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα όπως ως ένα βαθμό αναφέρθηκα στις πρώτες σελίδες αυτής της παρέμβασης. Μια διαδικασία που έρχεται να «συναντήσει» τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται και να «μπολιαστεί» από τα δεδομένα που διαμορφώνει η πανδημία και οι συνέπειές της. Αναφέρθηκα ήδη στην απορρύθμιση των οικονομιών (και όχι μόνο) σε κάθε χώρα και διεθνώς. Τη στασιμότητα της παραγωγής, την αναστολή λειτουργίας σειράς επιχειρήσεων, τη μείωση του εθνικού εισοδήματος κ.λπ.
Ταυτόχρονα μια διαδικασία που θα δέχεται τις επιδράσεις των συνολικότερων διεθνών εξελίξεων. Όπως επίσης αναφέρθηκα, παρατηρείται μια τάση αναστολής, περιορισμού της διεθνούς δράσης σειράς επιχειρήσεων και αναδιαμόρφωσης τους με επίκεντρο την εσωτερική αγορά. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιδράσει και αυτή με τη σειρά της στην αναδιάταξη βασικών δυνάμεων του συστήματος. Ήδη έχει ανοίξει ένα σημαντικό ζήτημα με την κατανομή των κονδυλίων που διατίθενται από το κράτος για την ενίσχυση της κάθε εθνικής οικονομίας. Ένα ζήτημα που ήδη αναδείχνεται σε κεντρικό επίδικο καθώς όλες οι πλευρές προβάλλουν, και μάλιστα ως επείγουσα, την αναγκαιότητα ενίσχυσής τους.
Ανάλογα θα επιδράσει και στην αναδιάταξη συνολικά των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών και σε κατεύθυνση χειροτέρευσης της θέσης των λαϊκών μαζών. Μια εξέλιξη που θα κάνει αναπόφευκτη την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και την ανάδειξη ενός συνολικού κοινωνικού ζητήματος ενώ δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες από κάτι τέτοιο και οι πολιτικές διαμορφώσεις.
Οι σταθερές του συστήματος
Απέναντι σ’ όλα αυτά, το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί και να τα αντιμετωπίζει με βάση τις «σταθερές» του. Την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας, η διαδικασία της αναδιάρθρωσης θα συντελούνται όπως πάντα με όρους κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, κατά τις επιλογές και τα συμφέροντά του.
Τα κόστη -τα κάθε είδους κόστη- θα φορτώνονται ως συνήθως στις πλάτες των λαϊκών μαζών. Με το παραπέρα χτύπημα του δικαιώματος στη δουλειά. Την μεγέθυνση της ανεργίας. Την μείωση των αμοιβών των εργαζόμενων. Τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, των συνθηκών δουλειάς κατά τις υποδείξεις του κεφαλαίου. Την «απελευθέρωση» της ασυδοσίας της εργοδοσίας. Το χτύπημα των δικαιωμάτων της νεολαίας. Αντίστοιχα και στο πεδίο της περίθαλψης, της αντιμετώπισης των κινδύνων της πανδημίας. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων, την αποκάλυψη του εγκλήματος που είχε συντελεστεί σ’ αυτό το πεδίο και τον κίνδυνο να «ξεφύγει» εντελώς η κατάσταση και να γίνει ανεξέλεγκτη, το σύστημα αναγκάστηκε να πάρει ορισμένα μέτρα. Ωστόσο αυτά πολύ απέχουν από μια πραγματική και ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος καθώς το σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί με τη «φιλοσοφία» που το χαρακτηρίζει. Την αντιμετώπιση των εργαζομένων στη βάση τα όσο γίνεται εντατικότερης εκμετάλλευσής τους. Την αντιμετώπιση των λαϊκών μαζών σαν αναλώσιμο είδος με βάση τη λογική των παράπλευρων απωλειών που συνοδεύουν τις βασικές τους επιδιώξεις.
Και από κοντά σαν παράγοντες στήριξης αυτών των επιδιώξεων και αυτής της πολιτικής οι πολύμορφοι μηχανισμοί του συστήματος. Οι μηχανισμοί προπαγάνδας με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι όσοι θα διεκδικούν δουλειά, στοιχειωδώς καλύτερες αμοιβές, καλύτερες και ασφαλέστερες συνθήκες δουλειάς, θα «υπονομεύουν» την επανεκκίνησης της οικονομίας.
Όσοι διεκδικούν προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών και γενικότερα την αναβάθμιση του συστήματος περίθαλψης, τη δυνατότητα άμεσης και δωρεάν πρόσβασης σε αυτό των λαϊκών μαζών, θα θεωρείται ότι προβάλουν υπερβολικές (έως και «παράλογες») απαιτήσεις, αναντίστοιχες με τις οικονομικές δυνατότητες και την αναγκαιότητα οικονομικής ανάκαμψης. Και όταν όλα αυτά δεν επαρκούν (και δεν θα επαρκούν) θα επιστρατεύονται (όπως ήδη συμβαίνει) και τα άλλα μέσα που διαθέτει σε επάρκεια το σύστημα. Οι κάθε είδους εκβιασμοί (οικονομικοί κ.ά.), η «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη, οι δυνάμεις καταστολής. Όπως ήδη έχω αναφέρει, η «επιστροφή του κράτους» στην οποία προσβλέπουν οι αμετανόητοι ρεφορμιστές δεν θα έχει καθόλου τη μορφή που φαντασιώνονται. Θα έχει τη μορφή ενός ακόμα πιο σκληρού, ανελέητου, αντιλαϊκού καπιταλιστικού κράτους. Εκείνου του κράτους που θα έχει το ρόλο στήριξης του συστήματος και καθοριστικής συμβολής στην προώθηση των επιδιώξεών του, στους δύσκολους (και για το σύστημα) καιρούς που έρχονται.
Η αναδιάταξη της αναδιάταξης
Το όλο ζήτημα δεν κλείνει εδώ. Η αναδιάταξη στην οποία προηγούμενα αναφέρθηκα αποτελεί σημαντική διάσταση του ζητήματος αλλά όχι την μοναδική. Στην πορεία θα τεθεί (ήδη τίθεται) και μια άλλη. Μια μορφή «αναδιάταξης πάνω στην αναδιάταξη». Πιο συγκεκριμένα, οι διεθνείς συναλλαγές που για την ώρα έχουν απορρυθμιστεί, απ’ ένα σημείο και πέρα θα μπαίνουν όλο και περισσότερο σε κίνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι «εσωστρεφείς» τάσεις σε κάθε χώρα στις οποίες αναφέρθηκα προηγούμενα, θα πρέπει να αρχίσουν να αναστρέφονται.
Μια διευκρίνηση εδώ και προς αποφυγή παρανοήσεων. Δεν εννοώ καθόλου ότι πρόκειται για δύο προτσές στεγανά διαχωρισμένα και τα οποία θα εξελιχθούν «εν σειρά», πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Στην πραγματικότητα ήδη συνυπάρχουν, συμπλέκονται την κάθε στιγμή ανεξάρτητα από το αν σε κάθε περίπτωση υπερισχύει η μια ή η άλλη τάση. Όπως και να ‘χει μια τέτοια αναστροφή θα θέτει νέα και πιθανά σοβαρότερα ζητήματα αναδιάταξης. Πολύ περισσότερο καθώς αυτή θα συμπλέκεται με την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, των συναλλαγών αλλά και τους όλο και εντεινόμενους ανταγωνισμούς και θα δέχεται την καταλυτική πολλές φορές επίδρασή τους στη διαμόρφωση των εσωτερικών εξελίξεων. Ας περάσω όμως σ’ αυτή την πλευρά.
Αυτά που δεν αλλάζουν
Στην αρχή αυτού του κειμένου έκανα μια σύντομη αναφορά στα χαρακτηριστικά της κατάστασης στον κόσμο. Σ’ αυτό το «έδαφος» ενέσκηψε ο κορονοϊός για να ανατρέψει άρδην σειρά «σταθερών» και να αναδείξει νέα και απρόβλεπτα δεδομένα. Πριν αναφερθώ στο τι άλλαξε θεωρώ χρήσιμο το να υπογραμμιστούν αυτά που δεν …αλλάξανε. Δεν άλλαξε η φύση και ο χαρακτήρας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού, δολοφονικού.
Δεν αλλάζουν οι διαθέσεις των κυρίαρχων δυνάμεων, οι βάσεις και οι στοχεύσεις της πολιτικής τους, οι αντιλαϊκοί τους προσανατολισμοί. Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που θα επιφέρουν οι συνέπειες της κρίσης δεν διαφαίνεται -τουλάχιστον όχι άμεσα- κάποια σοβαρή ανατροπή στη διάταξη δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί το προηγούμενο διάστημα. Οι βασικοί συσχετισμοί ισχύος όπως και οι κύριες δυνάμεις που έχουν τον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις θα συνεχίσουν να έχουν και να διεκδικούν το ρόλο τους στην περίοδο που διανύουμε.
Το ότι η κρίση που ενέσκηψε επέδρασε -πέραν των άλλων- και στην ανάδειξη τάσεων «εσωστρέφειας» και επικέντρωσης της κάθε πλευράς στη στήριξη της οικονομίας τους, δεν σημαίνει καθόλου ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις «αποχωρούν» από τη διεθνή σκηνή, ότι «παραιτούνται» από τη διεθνή τους δράση και τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο.
Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων ανεξάρτητα από το πόσο θα επηρεαστεί από τα νέα δεδομένα και ποιες μορφές θα πάρει, θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους για το ποιος-ποιον θα παροξύνεται. Σημαίνει ακόμα ότι θα συνεχίσουν να λειτουργούν σαν ιμπεριαλιστές απέναντι στις πιο αδύναμες και εξαρτημένες χώρες στις οποίες θα επιχειρούν (και έχουν τα μέσα για κάτι τέτοιο) να φορτώσουν όσο περισσότερο γίνεται τις συνέπειες της κρίσης. Το ότι κάτω από την πίεση της πανδημίας οι επιφανείς του συστήματος σπεύδουν να διακηρύξουν την αναγκαιότητα διεθνούς συνεργασίας (επιστημονικής και πρακτικής) για την αντιμετώπισή της δεν σημαίνει καθόλου ότι έτσι και θα ενεργήσουν. Αντίθετα και σ’ αυτό το πεδίο θα λειτουργήσουν με βάση τη φύση και τον χαρακτήρα τους, θέτοντας έτσι σε πρώτη μοίρα τα ανταγωνιστικά συμφέροντα τής κάθε πλευράς και αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει αυτό στην υγεία και τη ζωή των ανθρώπων.
Ανατροπές και ερωτήματα
Ως προς τα νέα δεδομένα που αναδείχνονται στο διεθνές πεδίο. Αναφέρθηκα ήδη στα περισσότερα απ’ αυτά και απλώς τα υπενθυμίζω σε συντομία.
Συνολική κοινωνική αναστάτωση σε όλο τον κόσμο με βάση την πανδημία και τις συνέπειές της. Παρόξυνση του οικονομικού προβλήματος σε όλες τις χώρες. Επιβράδυνση των οικονομικών λειτουργιών, πτώση της παραγωγής. Απορρύθμιση των διεθνών συναλλαγών που με τη σειρά της επιδρά στην παραπέρα μείωση της παραγωγής και συνολικά του κύκλου εργασιών.
Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ( ΠΟΥ)Γκεμπρεγέσους, πως «η πανδημία απειλεί να διαρρήξει τον ιστό της παγκόσμιας συνεργασίας». Μείωση του εθνικού εισοδήματος σε κάθε χώρα και συνολικά του παγκόσμιου εισοδήματος. Στροφή της κάθε χώρας στο εσωτερικό της, πριμοδότηση της επανεγκατάστασης επιχειρήσεων στο εθνικό έδαφος, αναδιοργάνωση της οικονομίας σε «εθνική βάση», σε μια προσπάθεια μείωσης της εξάρτησης από τις διεθνείς αγορές. Μείωση της διεθνούς κινητικότητας, της ανάληψης ρίσκου στην κίνηση κεφαλαίων, στην πραγματοποίηση επενδύσεων, μείωση των ξένων επενδύσεων. Πλήττεται η αρχιτεκτονική με την οποία (παρά τους ανταγωνισμούς) λειτουργούσε το διεθνές σύστημα (και όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο). Δοκιμάζονται οι διεθνείς σχέσεις και συνεργασίες, οξύνονται και παίρνουν νέα μορφή οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που δεν περιορίζονται στην αντιπαράθεση Τραμπ-Κίνας.
Γενικά μπαίνουν κρίσιμα ερωτήματα σε κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη και συνολικής επανεκτίμησης όλων των δεδομένων. Ζητήματα στρατηγικής και συμμαχιών. Ανασύνταξης δυνάμεων και προσαρμογών στη νέα κατάσταση. Εσωτερικής αναδιάρθρωσης και διαμόρφωσης εσωτερικού μετώπου στήριξης. Όλα αυτά σε μια κατάσταση με πολλές μεταβλητές και ανάδειξης νέων και απρόβλεπτων ζητημάτων.
Όσο για τις μικρότερες και εξαρτημένες χώρες, αυτές θα υποστούν τόσο τις συνέπειες της κρίσης (σε όλες τις εκφράσεις της) όσο και των επιλογών των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Με υποτυπώδη συστήματα περίθαλψης, με αποσαρθρωμένες οικονομίες, από τη μια θα μετράν τους νεκρούς τους και από την άλλη θα αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας που ήδη αγγίζει πολλές απ’ αυτές, ακόμη και χώρες σαν την Αργεντινή.
Ταυτόχρονα μια εξέλιξη που μέσα από την ανάδειξη της ανεπάρκειας σε επίπεδα πρόληψης, περίθαλψης κατέδειξε τη φύση και τον χαρακτήρα του συστήματος, τροφοδότησε τις τάσεις αμφισβήτησής του ανεξάρτητα με το πόσο αυτές εκδηλώνονται ή και ποιες μορφές παίρνουν σε μια περίοδο υποχώρησης του κινήματος. Τάσεις οι οποίες μέλλεται να ενισχυθούν με βάση την πολιτική με την οποία οι δυνάμεις του συστήματος σχεδιάζουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Επαναρρύθμιση - Μια καθόλου απλή υπόθεση
Η απορρύθμιση των διεθνών συναλλαγών, οι τάσεις αναίρεσης του στάτους γενικότερα των διεθνών σχέσεων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για το σύνολο του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Όπως από παλιότερα έχω αναλύσει, η διεθνής δράση του κεφαλαίου, η ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος δεν είναι ένα «εξωτερικό» γνώρισμα που απλώς «προστίθεται» στην εσωτερική καπιταλιστική λειτουργία. Αποτελεί πλευρά οργανικά και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την όλη λειτουργία και απόδοση του συστήματος. Η αποκοπή αυτής της πλευράς -που μόνο σαν υπόθεση εργασίας μπορούμε να την φανταστούμε - θα αποτελούσε μια ιστορικών διαστάσεων υποχώρηση του συστήματος. Μια υποβάθμιση και της εσωτερικής λειτουργίας και απόδοσής της με όλες τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο. Οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές σταθερότητας και ικανότητας επιβίωσης του συστήματος.
Αυτό σημαίνει ότι η επανεκκίνηση των διεθνών συναλλαγών, η αποκατάσταση των διεθνών σχέσεων αποτελεί ζωτική ανάγκη, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης του συστήματος.
Αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνονται όλοι οι παράγοντες του συστήματος και ανάλογα επιχειρούν να το αντιμετωπίσουν. Το πρόβλημα ωστόσο δεν βρίσκεται στο τι θέλουν αλλά στο τι μπορούν. Στο αν, πότε, υπό ποιους όρους και με ποιους ρυθμούς μπορεί να προχωρήσει αυτή η επαναρρύθμιση.
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στο τι ισχύει στο εσωτερικό μιας χώρας και τι στο διεθνές πεδίο. Στο εσωτερικό της κάθε χώρας υφίσταται η κυριαρχία της αντίστοιχης κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και του κράτους της. Αυτό σημαίνει ότι έχει κατά κανόνα τη δυνατότητα να επιβάλλει κυριαρχικά τους όρους και τις ρυθμίσεις που διατίθεται να προωθήσει.
Στο διεθνές πεδίο τα κέντρα ισχύος (και κατά πρώτον των ιμπεριαλιστικών χωρών) είναι περισσότερα και μάλιστα ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους. Μια σχέση πραγμάτων που ούτε μπορεί ούτε και πρόκειται να αναιρεθεί αλλά μάλλον να ενταθεί. Όλοι θέλουν την επανεκκίνηση, μόνο που τα «θέλω» της κάθε πλευράς συγκρούονται ανάμεσά τους.
Αυτό σημαίνει ότι η πλήρης επανεκκίνηση ούτε εύκολα ούτε γρήγορα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν πρόκειται για ένα τεχνοοικονομικό πρόβλημα το οποίο και θα μπορούσε να ρυθμιστεί στη βάση κάποιων κανόνων αυτού του χαρακτήρα και όπως ήδη ανέφερα δεν θα πρόκειται για μια απλή επαναφορά στην προτεραία κατάσταση. Στη διαδικασία αυτή υπεισέρχονται και θα έχουν τον ρόλο τους μια σειρά παράγοντες και συναρτήσεις.
Η συνάρτηση της πανδημίας. Όπως ήδη ανέφερα οι ρυθμοί της επαναφοράς θα επηρεάζονται από την εξέλιξή της. Τις εξάρσεις και τις υφέσεις της. Στο κατά πόσο μπορεί να ελεγχθούν τόσο η εξάπλωση και επικινδυνότητα της πανδημίας όσο και οι συνέπειές της στο κοινωνικό πεδίο. Ισχύει και εδώ αυτό που ήδη αναφέρθηκε όσον αφορά τις προτεραιότητες. Σε πρώτο πλάνο η κατεύθυνση της επανεκκίνησης και σε όσο γίνεται ευρύτερη κλίμακα. Δευτερεύουσας σημασίας οι ανθρώπινες απώλειες αλλά με όριο τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Τέτοιων που να διαταράσσουν την εσωτερική συνοχή και την πλήρη και αποδοτική οικονομική λειτουργία.
Η συνάρτηση της ύφεσης. Όσο περισσότερο παρατείνεται η ύφεση, όσο περισσότερο καθυστερεί η συνολική επαναφορά, τόσο και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα θα δημιουργούνται. Σε μια τέτοια περίπτωση, τόσο περισσότερο θα εκδηλώνεται μια «νευρικότητα» που θα κάνει όλο και πιο δύσκολη τη συνεννόηση ανάμεσα στις διάφορες πλευρές και την εύρεση ενός «κοινού τόπου» αντιμετώπισης των ζητημάτων που αναδείχνονται.
Η συνάρτηση της ήδη συντελούμενης εσωτερικής αναδιάταξης σε κάθε χώρα. Είναι αυτονόητο ότι οι αλλαγές σ’ αυτό το πεδίο διαφοροποιούν και τους όρους και τις μορφές με τις οποίες κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός θα «βγαίνει προς τα έξω». Κάπου εδώ θα εμφανίζεται και το πρόβλημα των δύο διαφορετικής φοράς κατευθύνσεων στο οποίο ήδη αναφέρθηκα από προηγούμενα. Από τη μια μεριά οι άμεσες αντιδράσεις που οδήγησαν στη διαμόρφωση των τάσεων «εσωτερικής» ανασυγκρότησης στην κάθε χώρα. Από την άλλη η αναγκαιότητα επαναλειτουργίας των διεθνών συναλλαγών υπαγορεύει αντίστοιχες προσαρμογές. Έχουμε έτσι μια εξέλιξη μεταβολών μέσα στις μεταβολές, μια διαδικασία συνεχών διαμορφώσεων και αναδιαμορφώσεων.
Ούτε εδώ έχουμε ένα απλώς τεχνοοικονομικό ζήτημα αλλά μια εξέλιξη που θα συντελείται με όρους συνεχούς αλληλοπροσδιορισμού ανάμεσα σε όλους τους παράγοντες του ζητήματος, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, εσωτερικούς και διεθνείς.
Η συνάρτηση της αν-ασφάλειας. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας όσον αφορά την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου ιδιαίτερα στο διεθνές πεδίο. Μια κρίση εμπιστοσύνης βασικά για το ιδιωτικό κεφάλαιο -όσον αφορά την ασφάλεια των επενδύσεων έξω από το πεδίο που καλύπτεται από την προστασία του κράτους τους. Η άνοδος της τιμής του χρυσού, οι τάσεις αποθησαυρισμού που παρατηρούνται, αποτελεί μια ένδειξη του κλίματος που διαμορφώνεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρείται η ισχύς της τάσης και της κατεύθυνσης για την εκ νέου ανάληψη διεθνούς δράσης από το κεφάλαιο και επανεκκίνησης των διεθνών συναλλαγών. Σημαίνει ωστόσο την ανάληψη όλο και πιο ενεργού ρόλου από τη μεριά του κράτους που θα αναλαμβάνει να προωθήσει αυτή την εξέλιξη καλύπτοντας και «προστατεύοντάς» την με τα μέσα και τους μηχανισμούς που διαθέτει.
Αντιθέσεις και ανταγωνισμοί
Όλα αυτά σε έναν κόσμο που ήδη μεταβαλλόταν και πριν την έλευση της πανδημίας. Που αναδιαμορφώνονταν οι σχέσεις τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο διεθνές πεδίο. Που είχαν ήδη μπει σε αμφισβήτηση οι όροι και οι κανόνες των διεθνών σχέσεων που η κάθε μια (με πρωτοστατούσες τις ΗΠΑ) επεδίωκε να τους τροποποιήσει προς όφελός της.
Το βάθεμα της κρίσης που συνόδευσε την πανδημία διεύρυνε στο έπακρο τα ρήγματα στο οικοδόμημα των διεθνών σχέσεων και υποβάθμισε παραπέρα το ήδη αμφισβητούμενο κύρος των κανόνων που τις καθόριζαν. Με αυτούς τους όρους η επαναρρύθμιση των διεθνών σχέσεων και συναλλαγών ξεκινάει με μια έννοια σχεδόν «εξ αρχής», πράγμα εντελώς διαφορετικό και σαφέστατα πιο δύσκολο από μια -κοινή συναινέσει- επαναφορά στο προηγούμενο στάτους.
Όπως ήδη ανέφερα δεν πρόκειται για ζήτημα τεχνοοικονομικού χαρακτήρα. Η τέτοια ή αλλιώτικη επαναρρύθμιση όρων και κανόνων θα ευνοεί από τη μια και θα βλάπτει από την άλλη την τάδε ή την δείνα δύναμη. Προφανείς συνεπώς οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί καθώς η κάθε πλευρά θα επιδιώκει την καλύτερη δυνατή θέση μέσα στη διάταξη δυνάμεων που θα διαμορφώνεται στις νέες συνθήκες και υπό τους νέους όρους. Πολύ περισσότερο που σ’ αυτό το διάστημα όλες οι χώρες έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές (και όχι μόνο) απώλειες και σε κλίμακες που προσβάλλουν έως και το έδαφος που στηρίζονται. Απώλειες που η κάθε πλευρά θα επιχειρήσει να τις καλύψει με κάθε τρόπο ακόμα -και όσο μπορεί η κάθε μια- σε βάρος των άλλων.
Είναι σε μια τέτοια κατεύθυνση επανεκκίνησης επαναλειτουργίας, αναπλήρωσης απωλειών και επανάκαμψης οι εκταμιεύσεις των τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ευρώ, γουάν, γιεν, ρουβλίων κ.ά. για τη στήριξη των οικονομιών τους. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα ζήτημα. Όση υπόσταση (δεν) είχαν τα τρισεκατομμύρια που αναφέρονταν ότι έχουν «χαθεί» άλλη τόση έχουν κατ’ αρχάς και αυτά που εκταμιεύονται. Η διαφορά όσον αφορά τα δεύτερα βρίσκεται στο ότι αυτά προορίζονται να λειτουργήσουν σαν κινητήριος μοχλός για την επανεκκίνηση της παραγωγής και της εν γένει οικονομικής λειτουργίας και μέσα από αυτήν και τις αποδόσεις της να αρχίσουν να παίρνουν πραγματική υπόσταση. (Τώρα το πώς οι πιο ακραιφνείς υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού υιοθετούν μεθόδους Κεϊνσιανής κοπής, μόνο σαν σημείο των καιρών μπορεί να ερμηνευθεί).
Μια τέτοια προοπτική ωστόσο για να μπορέσει να βρει τους δρόμους πραγματοποίησής της θα πρέπει να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια που έχουν ανυψώσει οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και να απαντήσει στα προβλήματα που έχουν αναδειχτεί. Εμπόδια και προβλήματα που όλο και θα μεγεθύνονται καθώς θα εντείνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους. Ήδη και παρά το σοκ που προκάλεσε η πανδημία, τις εκατέρωθεν εκκλήσεις για «αυτοσυγκράτηση», συνεννόηση και συνεργασία για την αντιμετώπιση τόσο της πανδημίας όσο και των οικονομικών της συνεπειών έχουμε τα πρώτα δείγματα των όσων μέλλεται να ακολουθήσουν. Του ανταγωνισμού που εκδηλώνεται τόσο στο πεδίο αντιμετώπισης της πανδημίας όσο και στο οικονομικό και το συνολικότερο.
Έτσι παρά τις «οικουμενικού» χαρακτήρα διακηρύξεις έχουμε ήδη το ξεκίνημα της «κούρσας των εμβολίων» καθώς η κάθε πλευρά επιδιώκει να προηγηθεί έτσι ώστε να αποκτήσει πλεονέκτημα απέναντι στις άλλες τόσο σ’ αυτό το πεδίο όσο και ευρύτερα.
Η απόπειρα Τραμπ να εξαγοράσει γερμανική φαρμακευτική εταιρεία και η βίαιη αντίδραση της Μέρκελ που την ματαίωσε καταδείχνει τις τάσεις που αναπτύσσονται.
Ανάλογα και η οργισμένη αντίδραση του Μακρόν στη δήλωση του εκπροσώπου της SANOFI ότι οι ΗΠΑ θα έχουν προτεραιότητα στην προμήθεια του εμβολίου, όταν και εφόσον το παρασκευάσει αυτή η (γαλλική) φαρμακευτική εταιρεία. Οι διάφορες κινήσεις (στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ) απόδοσης ευθυνών στην Κίνα για μη έγκαιρη ενημέρωση, λιγότερο αφορούν αυτές τις (πιθανά υπαρκτές αλλά δύσκολο να αποδειχτούν) ευθύνες και περισσότερο τη διαμόρφωση κλίματος σε βάρος της Κίνας στα πλαίσια του εξελισσόμενου συνολικότερου ανταγωνισμού.
Το ίδιο και οι κατηγορίες (όχι απαραίτητα αβάσιμες) ότι η Κίνα από τη μεριά της εκμεταλλεύεται τη δυνατότητά της να εξάγει μαζικά ιατροφαρμακευτικό υλικό σ’ όλες τις χώρες κερδίζοντας έτσι γενικότερα «πόντους». Ανάλογους στόχους έχει και η επίθεση Τραμπ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και η απειλή διακοπής της αμερικανικής χρηματοδότησης του οργανισμού. Δεν είμαι σε θέση να το ελέγξω αλλά μου φαίνεται κομμάτι δύσκολο ο ΠΟΥ να ελέγχεται από την Κίνα και μάλιστα σε βάρος των ΗΠΑ της ισχυρότερης δύναμης στον κόσμο και η οποία μάλιστα συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης του ΠΟΥ.
Αυτό που επιδιώκεται μέσα από αυτή την «πολεμική» ρητορική του Τραμπ είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο η επιβεβαίωση του ηγεμονικού-ρυθμιστικού ρόλου των ΗΠΑ στις εξελίξεις και από κοντά και η στοχοποίηση της Κίνας.
Ανάλογες σκοπιμότητες υπηρετούν και τα διάφορα θεωρήματα συνωμοσίας, διάφορων μορφών και προέλευσης και τα οποία δεν είναι πάντα έκφραση αφέλειας όπως σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται.
Είναι γεγονός ότι οι μέχρι τα τώρα κινήσεις έχουν έναν αρκετά αποσπασματικό (έως σπασμωδικό) χαρακτήρα. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι προοδευτικά θα δίνουν τη θέση τους σε πιο μελετημένους και συγκροτημένους σχεδιασμούς και κινήσεις και πάντα στην ίδια λογική και με τις ίδιες σκοπιμότητες και κατευθύνσεις.
Οι λαοί έχουν το δικό τους πρόβλημα
Όπως ήδη αναφέρθηκε διανύουμε μια περίοδο δύσκολη. Μια περίοδο που μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα μπαίνουν για τους λαούς και το κίνημα. Πολύ περισσότερο που τίθενται στα πλαίσια ενός ήδη διαμορφούμενου αρνητικού συσχετισμού. Που η εκδήλωση της πανδημίας και η οικονομική κρίση που τη συνόδευσε δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για τις λαϊκές μάζες. Προβλήματα που θα τα επιδεινώσει η πολιτική του συστήματος. Μια κατάσταση που οι δυνάμεις του συστήματος θα την αντιμετωπίσουν με τη δική τους «λογική» με τις δικές τους στοχεύσεις αλλά και τα μέσα που διαθέτουν.
Ιεραρχώντας σαν πρώτο και αμετακίνητο στόχο το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και αρθρώνοντας γύρω απ’ αυτόν όλες τους τις επιλογές. Θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την υγεία, την ασφάλεια και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων του λαού, λειτουργώντας με κριτήριο το ελάχιστο δυνατό κόστος και με «όριο» την αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Μεταθέτοντας όπως πάντα όλα τα οικονομικά βάρη και το κόστος ξεπεράσματος της κρίσης στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες. Επιχειρώντας τη διαμόρφωση συνολικών όρων και συνθηκών που να διασφαλίζουν την εντατική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, τη χειραγώγηση, τον έλεγχο, την υποταγή τους. Από την επιβολή εργασιακών σχέσεων που παραπέμπουν στον 19ο αιώνα μέχρι τη συστηματική χρήση της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» και των πραιτοριανών των δυνάμεων καταστολής.
Η αξιοποίηση και η ισχύς των δεδομένων που διαμορφώνουν δεν πρόκειται να περιοριστεί στο διάστημα που θα συνεχίσουν να υφίστανται οι κίνδυνοι από την πανδημία. Και αν ακόμη αυτή ελεγχθεί (όταν και όπως) η κατάσταση που θα έχει διαμορφώσει το σύστημα θα διατηρηθεί και με βάση αυτήν θα επιχειρήσει να λειτουργεί και στη συνέχεια.
Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις τα προβλήματα των λαϊκών μαζών γίνονται μεγαλύτερα και πιο οξυμένα. Έχουν να αντιμετωπίσουν προβλήματα περίθαλψης, υγείας, κινδύνων για την ίδια τους τη ζωή καθώς η «μέριμνα» γι’ αυτά είναι, όπως κιόλας αναφέρθηκε, οριακού χαρακτήρα. Ακόμη περισσότερο, καθώς οι συνθήκες εργασίας, μετακίνησης και της εν γένει λειτουργίας τους, δεν συνοδεύονται από τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας, καθώς κάτι τέτοιο θα αντιμετωπίζεται με τη λογική του ελάχιστου δυνατόν κόστους.
Θα έχουν να αντιμετωπίσουν την μείωση των εισοδημάτων τους και των κάθε είδους παροχών, τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου μέχρι και σε σημεία εξαθλίωσης σε πολλές περιπτώσεις.
Θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα εκβιαστικά διλλήματα που θα θέτει το σύστημα. Τον εφιάλτη των απολύσεων, της ανεργίας, της πείνας από τη μια και από την άλλη την αποδοχή των όρων του συστήματος. Τις μειωμένες αμοιβές, τις εργασιακές σχέσεις, τις εξοντωτικές και ανασφαλείς συνθήκες εργασίας, τις αυθαιρεσίες της εργοδοσίας.
Θα έχουν απέναντί τους τούς μηχανισμούς χειραγώγησης, αποπροσανατολισμού και καταστολής μέσω των οποίων οι δυνάμεις του συστήματος θα επιχειρούν να παγιώσουν τους όρους επιβολής και κυριαρχίας τους πάνω στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τη νεολαία.
Ταυτόχρονα και πέρα από όλα αυτά θα βρίσκονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες της ήττας του κινήματος. Των επιπτώσεων και των προβλημάτων που δημιουργούν στη συγκρότηση των μετώπων πάλης που αποτελεί και το άμεσο ζητούμενο της περιόδου.
Το ζητούμενο της περιόδου
Παρόλα αυτά και απέναντι σ’ αυτά που έρχονται, οι λαϊκές μάζες έναν και μοναδικό δρόμο έχουν μπροστά τους. Το δρόμο της πάλης. Εκείνο που πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί, είναι ότι οι τύχες τους, η δυνατότητα επιβίωσης, η ασφάλειά τους, η ζωή τους η ίδια δεν μπορεί να αφήνεται στις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Είναι δική τους υπόθεση. Της δυνατότητάς τους να διεκδικήσουν αγωνιστικά και να επιβάλλουν όρους.
Έχω πλήρη την επίγνωση ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα στις δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες που διαμορφώνονται. Ωστόσο δεν υπάρχουν άλλες επιλογές.
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που οφείλεται να τεθούν στην ημερήσια διάταξη είναι η ανάδειξη εκείνων των διεκδικήσεων που ενδείκνυται να προταχθούν με βάση τις συνθήκες που διανύουμε. Διεκδικήσεις που ήδη προβάλλονται από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και προωθούνται αγωνιστικά.
Ενδεικτικά και μόνο μπορούν εδώ να αναφερθούν.
Η διεκδίκηση του δικαιώματος στη δουλειά και στη βάση της πλήρους απασχόλησης αμοιβών και ασφάλισης.
Η διεκδίκηση εισοδήματος που να καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσης της λαϊκής οικογένειας.
Η διεκδίκηση επιδόματος ανεργίας για τους άνεργους.
Η πάλη ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, τόσο όσον αφορά τις απολύσεις όσο και τις συνθήκες εργασίας.
Η διεκδίκηση συνθηκών ασφάλειας στους τόπους δουλειάς και μετακίνησης.
Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποδεχτούν να οδηγούνται ως «αναλώσιμοι» στο θυσιαστήριο της καπιταλιστικής «ανάκαμψης». Διεκδίκηση άμεσης πλήρους και δωρεάν πρόσβασης όλου του λαού στο σύστημα περίθαλψης. Ένα σύστημα περίθαλψης που θα είναι επαρκώς συγκροτημένο, στελεχωμένο και ικανό να αντιμετωπίσει τόσο τα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία όσο και τα συνολικότερα προβλήματα υγείας.
Διεκδίκηση πραγματικής και ουσιαστικής μέριμνας για τους μετανάστες.
Πάλη ενάντια στην πολιτική της γκετοποίησης, διαρκές μέτωπο ενάντια στις ρατσιστικές φασιστοειδείς αντιλήψεις.
Ζωτικής σημασίας ζήτημα, ιδιαίτερα στις σημερινές «ιδιότυπες» συνθήκες, αποτελεί η συγκρότηση των μετώπων πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Το κέντρο βάρους οφείλεται να δοθεί εκεί που μπορούν να αναπτυχθούν αποτελεσματικές δυνάμεις πάλης. Στους τόπους δουλειάς, τα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, τις επιχειρήσεις στους χώρους εκπαίδευσης και γενικότερα στους χώρους όπου ένας κόσμος συλλειτουργεί, βρίσκονται σε σχέσεις επαφής ο ένας με τον άλλο, σε χώρους όπου μπορούν να «συνενωθούν» στη βάση των κοινών, άμεσων και πιεστικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Είναι γεγονός ότι με βάση την κυριαρχία του συστήματος, τα εκβιαστικά διλήμματα που μπορεί να θέτει, τη διαβρωτική δουλειά με την οποία συστηματικά επιχειρεί να «διαχωρίζει» τους εργαζόμενους αλλά και την ανεπάρκεια των δυνάμεων της αριστεράς, κάτι τέτοιο φαντάζει -και είναι- αρκετά δύσκολο.
Ωστόσο πρέπει να κατανοηθεί ότι αποτελεί ζωτική ανάγκη, πως στις σημερινές συνθήκες είναι ο μόνος δρόμος για τη δημιουργία αποτελεσματικών εστιών αντίστασης, για τη διαμόρφωση των όρων συγκρότησης των μετώπων της λαϊκής πάλης.
Ζητήματα ευθύνης
Οι δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά οφείλουν να υπηρετούν αυτή την πάλη και αυτές τις κατευθύνσεις, οφείλουν να υπηρετούν τον λαό και τις ανάγκες του. Μόνο σε μια τέτοια βάση είναι νοητή η ύπαρξή τους και μόνο μέσα από μια τέτοια σχέση αποκτούν και οι ίδιες πραγματική υπόσταση. Σ’ αυτή τη βάση οφείλουν να υπηρετούν μια κατεύθυνση ενοποίησης των ανθρώπων της δουλειάς και την αναγκαιότητα συσπείρωσής τους σε εστίες αντίστασης και συγκρότησής τους σε μέτωπα πάλης και όχι να «συμβάλλουν» σε διαχωρισμούς που υπονομεύουν και ματαιώνουν μια τέτοια δυνατότητα. Οφείλουν συνεπώς να αναζητούν και να βρίσκουν δρόμους και τρόπους κοινής δράσης ώστε να συμβάλλουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους στην προώθηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης.
Μια αναγκαιότητα που προβάλλει με ιδιαίτερα επιτακτικότερο τρόπο στις «ιδιότυπες» σημερινές συνθήκες. Μια τέτοια άποψη δεν σημαίνει απαλλοτρίωση των ιδιαίτερων ιδεολογικών και πολιτικών χαρακτηριστικών του κάθε πολιτικού σχηματισμού ή του δικαιώματός του να προβάλλει και να προωθεί το σύνολο των θέσεων και αντιλήψεών του. Ούτε και εκπορεύεται από μια αντίληψη «ενότητας» των δυνάμεων της Αριστεράς. Ο υπογραφόμενος δεν είχε και συνεχίζει να μην έχει κανενός είδους αυταπάτες για το πώς έχει και το αν και πώς θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό το ζήτημα.
Σημαίνει την αναγκαιότητα να τεθεί σαν πρώτιστο καθήκον η προώθηση τής όσο γίνεται πιο μαζικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των άμεσων και ζωτικής σημασίας προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο λαός. Σημαίνει την αναγκαιότητα κατανόησης ότι η δημιουργία εστιών αντίστασης, η συγκρότησή τους σε μέτωπα πάλης αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τον λαό, για το κίνημα και την προοπτική του.
Το αν οι δυνάμεις της Αριστεράς ανταποκριθούν (όσες, όσο και όπως) σ’ αυτή την αναγκαιότητα είναι ένα ερώτημα. Τα έως τώρα δείγματα γραφής είναι και τέτοια και αλλιώτικα. Υπάρχουν ήδη αρκετές περιπτώσεις όπου σχήματα της Αριστεράς, του προοδευτικού χώρου κατόρθωσαν, ξεπερνώντας αγκυλώσεις, να ανταποκριθούν ως ένα βαθμό στις απαιτήσεις των καιρών. Να προχωρήσουν με όρους κοινής δράσης στην ανάδειξη των προβλημάτων που απασχολούν τον λαό, να συμβάλουν στην πραγματοποίηση αγωνιστικών κινητοποιήσεων σε αναφορά με αυτά τα προβλήματα. Είναι η θετική και ελπιδοφόρα πλευρά του πράγματος.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Αυτή που καταδείχνει ότι πολλές από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά επιμένουν να ζουν στο δικό τους κόσμο. Δυνάμεις που τη σημερινή κατάσταση την αντιμετωπίζουν σαν «ευκαιρία» για να δημιουργήσουν «εκλογικό κεφάλαιο». Και που με τη συνήθη ελαφρότητα που τις χαρακτηρίζει επιλέγουν να «μην θυμούνται» το τι απέδωσαν οι τόσες «ευκαιρίες» στις οποίες «επένδυσαν» με παρόμοιο καιροσκοπικό τρόπο. Δυνάμεις που αγκιστρωμένες στις ιδεοληψίες και τις φαντασιώσεις τους (που δεν αποτελούν παρά όψεις της ανεπάρκειάς τους) αδυνατούν να αντιληφθούν πως ούτε ο κόσμος ούτε το κίνημα περιστρέφονται γύρω από τη «μοναδικότητά» τους. Ας μην συνεχίσω.
Έτσι ή αλλιώς, η ζωή και η ταξική πάλη θα συνεχίσει να εξελίσσεται με τους δικούς τους όρους. Όπως χτες, όπως σήμερα, όπως αύριο. Και ο καθένας επιλέγει τη θέση και το ρόλο του σ’ αυτή τη μεγάλη διαδρομή.
Α.σ.Γ.: να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αύριο στο webradio Φωνή Αντίστασης, στις 8 το βράδυ θα πραγματοποιηθεί συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις με τον Βασίλη Σαμαρά!https://antigeitonies3.blogspot.com/
Διανύουμε μια περίοδο δύσκολη. Η ανθρωπότητα συνεχίζει να κινείται στον αστερισμό της πανδημίας. Το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα επιχειρεί να ξαναβρεί τον βηματισμό του. Οι λαοί βρίσκονται αντιμέτωποι τόσο με τις οδυνηρές συνέπειες της πανδημίας όσο και της πολιτικής με την οποία το σύστημα επιχειρεί να ξεπεράσει τα προβλήματά του σε βάρος των λαών. Τα ζητήματα που τίθενται είναι αρκετά και τα ερωτήματα περισσότερα.
Μια πρώτη αναγκαιότητα που τίθεται είναι το να δούμε όσο γίνεται πιο καθαρά αυτά που συντελούνται. Είναι ο όρος για να μπορέσουμε να διακρίνουμε εκείνα που μέλλεται να βρούμε μπροστά μας. Για να διερευνήσουμε τους δρόμους και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.
Αυτό άλλωστε είναι παντού και πάντα το πρώτο και κύριο ζήτημα. Μόνο που για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα συντελούνται, χρειάζεται να πάμε και λίγο «προς τα πίσω». Να διερευνήσουμε το «έδαφος» πάνω στο οποίο εκδηλώθηκε και εξελίσσεται η σημερινή κρίση. Τους όρους και τις συνθήκες που το συνιστούσαν. Τις δυνάμεις που λειτουργούσαν στα πλαίσιά του και το διαμόρφωναν. Τις τάσεις και τις ροπές στη βάση των οποίων κινούνταν αυτές οι δυνάμεις. Τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Την πολιτική τους απέναντι και ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Όλα εκείνα που θα συνεχίσουμε να έχουμε απέναντί μας. Με διαφοροποιημένους είναι αλήθεια σημαντικούς όρους, παράγοντες και μορφές του όλου ζητήματος καθώς «μπολιάζονται από την επίδραση της πανδημίας και των συνεπειών της σε όλα τα πεδία. Με τα ίδια ωστόσο χαρακτηριστικά, τις ίδιες μεθόδους, τις ίδιες στοχεύσεις, την ίδια στην ουσία της πολιτική.
Μια σύντομη αναδρομή
Σ’ αυτή την αναφορά στα όσα έχουν προηγηθεί θα είμαι όσο γίνεται πιο σύντομος και επιγραμματικός, έστω και αν κάτι τέτοιο θα αποβαίνει σε βάρος της πληρότητάς της. Είναι αναγκαίο ωστόσο να αφεθεί όσο γίνεται περισσότερος «χώρος» στα όσα στις σημερινές συνθήκες συντελούνται.
Ας επιχειρήσω λοιπόν, αυτή τη σύντομη αναδρομή. Η περίοδος που βιώναμε όλο το προηγούμενο διάστημα χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Αυτή που ήρθε σαν συνέπεια της ήττας του Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος και της παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες. Μια εξέλιξη που οδήγησε στη συνολική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος και σε βάρος των λαών. Μια ανατροπή που προσέφερε πολλά και ιστορικών διαστάσεων πλεονεκτήματα στις δυνάμεις του συστήματος. Τη διαμόρφωση όρων κυριάρχησης πάνω στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς. Που άνοιξε το δρόμο στην επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα, διευρύνοντας έτσι στο έπακρο το πεδίο δράσης του κεφαλαίου. Την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς με όρους ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Τη δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να διαμορφώσουν τον κόσμο κατά τις διαθέσεις τους και χωρίς -για την ώρα- σημαντικούς περισπασμούς από τη μεριά της εργατικής τάξης και των λαών.
Δεν το απάλλαξε ωστόσο από τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και τις αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία του. Αυτές που αποτελούσαν τους παράγοντες που το οδήγησαν σε κρίση.
Μια κρίση που δεν έχει απλά και μόνο οικονομικό χαρακτήρα όπως εκδηλώθηκε με το κραχ του 2008 και τις συνέπειές του αλλά γενικευμένο, καθολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα μια κρίση που κατά «παράδοξο» τρόπο συνδέεται σε καθοριστικό βαθμό με τη …νίκη του.
Στα ζητήματα που αυτή ανέδειξε. Τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται με όρους ενός όλο και εντεινόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τη διαδικασία μεταβολών που άνοιξαν σε όλο το φάσμα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων εσωτερικά σε κάθε χώρα και διεθνώς, η επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Τη σύμπλεξη όλων αυτών των παραγόντων στο «σώμα» μιας συνολικής και γενικευμένης κρίσης.
Στην πραγματικότητα μέσα από αυτές τις ανατροπές έχει ανοίξει μια διαδικασία μετάβασης συνολικά του συστήματος σε μια νέα περίοδο, μια πορεία περάσματος «από έναν κόσμο σε έναν άλλον». Μια μετάβαση που συντελούνταν υπό όρους γενικευμένης κρίσης την οποία συνέθετε η σύμπλεξη όλων αυτών των παραγόντων.
Πολύ περισσότερο καθώς το εύρος, το μέγεθος και το βάρος των ζητημάτων που είχαν ανοιχθεί υπερέβαινε τις δυνατότητες του συστήματος να τα αντιμετωπίσει με ομαλό και «κοινά αποδεκτό» τρόπο. Ένα αδιέξοδο που οδηγούσε στην παρόξυνση των ανταγωνισμών και που, υπό άλλους όρους, θα μπορούσε να οδηγήσει στη «διέξοδο» που κατά τη φύση του οδηγούνταν το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα σε ανάλογες περιπτώσεις. Τον πόλεμο.
Την εξέλιξη εκείνη που «διευθετεί» με το δικό της αιματηρό τρόπο τις διαφορές στα πλαίσια του συστήματος και διαμορφώνει τους όρους της ισορροπίας και τη διάταξη δυνάμεων της νέας περιόδου. Μόνο που η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων και η λεγόμενη και «ισορροπία του τρόμου» αναστέλλει -τουλάχιστον για την ώρα- την αναζήτηση μια τέτοιας «λύσης».
Παρ’ όλα αυτά και επειδή το σύστημα δεν μπορεί να «ξεφύγει από τον εαυτό του» καταφεύγει όλο και πιο συχνά στη «διπλωματία των όπλων». Στη διαμόρφωση «επιχειρημάτων» και τη δημιουργία τετελεσμένων μέσα από στρατιωτικές επεμβάσεις και -έμμεσες για την ώρα- ένοπλες αναμετρήσεις. Μόνο που και αυτές οι «μερικού» χαρακτήρα «διευθετήσεις» δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο συνολικό αδιέξοδο.
Η πανδημία και οι συνέπειές της
Σ’ αυτό το πεδίο ενέσκηψε και ο κορονοϊός για να περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Για να διαμορφώσει όρους μιας κρίσης μέσα στην κρίση.
Για να σηματοδοτήσει το άνοιγμα μιας διαδικασίας μεταβολών μέσα στις ήδη συντελούμενες μεταβολές καθώς αυτές «μπολιάζονται» με τις συνέπειες και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η έλευση της πανδημίας.
Για να ανοίξει τους ασκούς ενός ανταγωνισμού μέσα στον ήδη υπάρχοντα ανταγωνισμό με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Για να φέρει τους λαούς αντιμέτωπους με πολλά μεγάλα και κρίσιμα προβλήματα και τέτοια που να αφορούν τη ζωή του σε όλες της τις εκφράσεις.
Ας επιχειρήσω να τα βάλω σε μια σειρά. Θα προσπεράσω τα διάφορα θεωρήματα συνομωσίας και τις όποιες παραλλαγές τους. Αυτό που οφείλουμε είναι να παραμένουμε στο έδαφος της πραγματικότητας. Αυτή που ορίζεται από τις συνέπειες της πανδημίας σε κρούσματα και σε νεκρούς. Από τις επιπτώσεις της στο οικονομικό πεδίο. Τις επιδράσεις της στις κοινωνικές, πολιτικές εξελίξεις. Με τα προβλήματα που ήδη δημιουργούνται για τις λαϊκές μάζες, τις προοπτικές που διαγράφονται μέσα από όλα αυτά.
Όσον αφορά κατ’ αρχάς την πανδημία ως αυτή καθ’ αυτή. Είναι προφανές ότι τόσο ο υπογράφων όσο και ο πολύς κόσμος δεν έχουμε τα επιστημονικά εφόδια για να αξιολογήσουμε το φαινόμενο από αυτή την πλευρά. Είμαστε όμως σε θέση να δούμε την πραγματικότητα. Αποτελεί λοιπόν πραγματικότητα η ύπαρξη εκατομμυρίων κρουσμάτων και τα οποία αυξάνονται καθημερινά. Αποτελούν πραγματικότητα οι εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών, ο αριθμός των οποίων μεγαλώνει συνεχώς.
Προβληματισμούς δημιουργεί το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα βρίσκεται ακόμη σε στάδια ανίχνευσης του ιού και των συνεπειών του. Το γεγονός ότι δοκιμάζονται θεραπευτικά σχήματα με όρους αναζήτησης και αβεβαιότητας ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Το γεγονός ότι η παρασκευή εμβολίου καθυστερεί παρόλο που η σχετική έρευνα προωθείται με λογική επίσπευσης των χρονικών ορίων δοκιμασίας, ελέγχου της αποτελεσματικότητας και των τυχόν παρενεργειών του.
Συνεχίζει να αποτελεί ερώτημα το αν όσοι θεραπεύονται αποκτούν ανοσία διαρκείας ή ακόμη αν αυτή επιτυγχάνεται με το εμβόλιο όταν και εφόσον αυτό μπει σε χρήση.
Και βεβαίως αποτελεί πραγματικό γεγονός η ανεπάρκεια των συστημάτων περίθαλψης τα οποία είχαν υποβαθμιστεί από την εγκληματική πολιτική του συστήματος τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα έγκλημα που συνεχίζεται καθώς το σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με την ίδια «φιλοσοφία». Αυτή που οδηγεί τις παρεμβάσεις του σ’ αυτό το πεδίο, να ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο το «κόστος» σε σχέση με την ασφάλεια και υγεία του λαού και με «όριο» την αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Απ’ εκεί και πέρα και ως προς το αν ο ιός υποχωρήσει το καλοκαίρι και μας ξανάρθει δριμύτερος το φθινόπωρο ούτε οι ειδικοί ούτε πολύ περισσότερο εμείς μπορούμε να το απαντήσουμε.
Μια κρίση μέσα στην κρίση
Καταλυτικό χαρακτήρα έχουν οι συνέπειες στο πεδίο της οικονομίας και οι οποίες, όπως ήδη ανάφερα, διαμορφώνουν τους όρους «μιας κρίσης μέσα στην κρίση» και η οποία πλήττει το σύνολο των καπιταλιστικών χωρών έως και τις πιο ισχυρές. Μια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά ήδη εξελίσσεται σε κοινωνική, πολιτική και ανοίγει σειρά κρίσιμων ζητημάτων.
Στα ΜΜΕ έχουν αναφερθεί απώλειες πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων οι οποίες ωστόσο αφορούσαν κατά κύριο λόγο χρηματιστηριακές αξίες. Όπως ήδη ανάφερα σε προηγούμενη παρέμβασή μου, δεν είναι σ’ αυτό το πεδίο που βρίσκεται το κύριο πρόβλημα. Οι απώλειες σ’ αυτό το πεδίο, κατά κύριο λόγο, αντανακλούν τα προβλήματα και τις απώλειες που συντελούνται στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, όπου εκεί βρίσκεται το κύριο ζήτημα.
Ως προς αυτό από τη μεριά μου το αντιμετωπίζω με βάση την άποψη ότι η βάση και η προοπτική μιας οικονομίας (της οποιασδήποτε οικονομίας και οποιουδήποτε συστήματος) είναι πάντα η …πραγματική οικονομία. Όλες οι άλλες εκφράσεις του πράγματος σ’ αυτήν ακουμπούν και από αυτήν αντλούν την όποια υπόσταση που κάθε φορά παίρνουν.
Σ’ αυτό λοιπόν το πεδίο είχαμε σε αυτό το διάστημα ένα «φρενάρισμα» (αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο) της παραγωγικής οικονομικής λειτουργίας. Ή και για να το θέσω διαφορετικά ένα «στένεμα» των περιθωρίων εξέλιξης της διαδικασίας διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου που -ας το επαναλάβω- αποτελεί τον άξονα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Μια κατάσταση που πέραν των άλλων μπορεί να έχει σαν συνέπεια και την εμφάνιση στο μέλλον σοβαρών ελλείψεων σε προϊόντα και αναγκαία αγαθά.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Η καραντίνα την οποία εφάρμοσαν η μια μετά την άλλη, όλες σχεδόν οι χώρες οδήγησε στην αναστολή λειτουργίας των περισσότερων επιχειρήσεων και στον περιορισμό του κύκλου εργασιών όσων συνέχισαν να λειτουργούν. Σε τέτοια μάλιστα κλίμακα που πολλές να έχουν οδηγηθεί στα πρόθυρα καταστροφής και χωρίς ορατές προοπτικές ανάκαμψης. Απορυθμίστηκε συνολικά η οικονομική λειτουργία. Η αναστολή λειτουργίας οδήγησε στην μεγέθυνση της ανεργίας, της υποχώρησης της ζήτησης που με τη σειρά της «επέστρεφε» στο πεδίο της παραγωγής δημιουργώντας όρους ενός φαύλου κύκλου.
Χαρακτηριστικές και ιδιαίτερης σημασίας οι δηλώσεις του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, πως «η αμερικανική οικονομία ενδέχεται να συρρικνωθεί έως και άνω του 30% στο δεύτερο εξάμηνο του έτους». Άλλο τμήμα της FED εκτιμά την μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 42% μέσα στο δεύτερο τρίμηνο. Από κοντά και ο υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ αναφέρεται σε κίνδυνο «μόνιμης» ζημίας στην οικονομία των ΗΠΑ.
Και ακριβώς με βάση αυτές τις εκτιμήσεις η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να διαθέσει τρία και άνω τρισεκατομμύρια δολάρια για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας. Αν λοιπόν αυτά συμβαίνουν στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, μπορούμε να υποθέσουμε τις ανάλογες συνέπειες στο εθνικό εισόδημα όλων των άλλων χωρών.
Ανάλογα έχει απορρυθμιστεί η παγκόσμια αγορά και έχουν «φρεναριστεί» σε σημαντικό βαθμό οι διεθνείς συναλλαγές. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου εκτιμά ότι το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών θα υποχωρήσει από 12,9 έως 31,9%. Ενδεικτικές εκφράσεις του πράγματος:
Οι εξαγωγές από τη Ν. Κορέα υποχώρησαν κατά 46%. Οι εξαγωγές αυτοκινήτων από το Μεξικό κατά 90%. Τον Μάιο ακυρώθηκε το 21% των ναύλων εμπορευματοκιβωτίων ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Εκτιμάται ότι οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) θα υποχωρήσουν κατά 30-40%. Το ξέσπασμα της επιδημίας στην Ουχάν της Κίνας δημιούργησε πρόβλημα στις 51.000(!) εταιρίες απ’ όλο τον κόσμο που προμηθεύονταν αγαθά από εκεί. Τα έκτακτα μέτρα σε βιομηχανικές μονάδες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής οδήγησαν σε ακύρωση παραγγελιών πράγμα που επέδρασε σε τάσεις μείωσης του παγκόσμιου εμπορίου. Η αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων οδήγησε σε πτώση της ζήτησης πετρελαίου και πρώτων υλών, σε μείωση της τιμής τους και τη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων σε χώρες παραγωγούς παρά την μείωση της παραγωγής στην οποία κατέφυγαν για να κρατήσουν τις τιμές.
Αυτή η διαταραχή του «μοτίβου» των διεθνών συναλλαγών έχει ήδη σοβαρές επιπτώσεις στη συνολική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Τόσο που και κατά τις εκτιμήσεις παραγόντων του συστήματος να δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν σε μια παρατεταμένη ύφεση, τους δείκτες ανάπτυξης στην κατιούσα και σε μείωση του παγκόσμιου εισοδήματος.
Ο Τζερόμ Πάουελ για να απαλύνει τις εντυπώσεις των απαισιόδοξων εκτιμήσεών του που προαναφέρθηκαν, συμπληρώνει πως περιμένει ανάκαμψη στο 2ο εξάμηνο του έτους, με την προϋπόθεση ωστόσο να έχει τεθεί ως τότε σε χρήση το εμβόλιο. «Για να σημειωθεί πλήρης ανάπτυξη, πρέπει οι άνθρωποι να νιώθουν ασφαλείς», όπως ο ίδιος δήλωσε.
Η ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει πριν το επόμενο έτος, εκτιμά το ΔΝΤ που βλέπει μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3% και μερική ανάκαμψη το 2021 (για το οποίο προ κορονοϊού προέβλεπε ανάπτυξη 5,8%). Ταυτόχρονα από την αρχή προειδοποιούσε (το ΔΝΤ) πως η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας θα βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στην χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930.
Η επιστροφή του προστατευτισμού
Οι τάσεις απορρύθμισης που εμφανίζονται στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών οδηγούν στο να ενισχύονται τάσεις εσωστρέφειας και επικέντρωσης της οικονομικής δράσης στο εθνικό έδαφος. Μια τάση που δείχνει να υπερβαίνει τα όρια του «παραδοσιακού» προστατευτισμού και φτάνει σε επίπεδα περιχαράκωσης. Ας σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτό.
Ήδη από τη δεκαετία του 1930 και με βάση τις αρνητικές συνέπειες που είχε η πολιτική του προστατευτισμού, άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν παράγοντας που επιτείνει την κρίση και εμποδίζει την ανάπτυξη. Μια αντίληψη που ενισχύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς αναπτύσσονταν οι τάσεις διεύρυνσης της διεθνούς δράσης του κεφαλαίου. Ακόμη περισσότερο μετά τις ανατροπές του 1989-1991, την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς και την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (των εξελίξεων που πλασαρίστηκαν ως «παγκοσμιοποίηση») μια τέτοια τάση έγινε κυρίαρχη.
Στα πλαίσιά της οι έννοιες του προστατευτισμού και της εθνικής αυτάρκειας στην οικονομία θεωρούνταν πλέον παρωχημένες. Μόνο μετά το κραχ και την οικονομική κρίση του 2008 άρχισαν να επανεμφανίζονται κάποιες μορφές προστατευτισμού, στα πλαίσια του ανταγωνισμού που εντείνονταν ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Συγκαλυμμένες ωστόσο, καθώς επισήμως ο προστατευτισμός συνέχιζε να θεωρείται σαν αρνητικός παράγοντας της οικονομικής λειτουργίας. Σχετικά περισσότερο άρχισε να εμφανίζεται με την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και της πολιτικής που αυτός άρχισε να προωθεί.
Ωστόσο και σ’ αυτό το διάστημα οι βασικές τάσεις και λειτουργίες ακολουθούσαν το μοτίβο που είχε διαμορφωθεί σαν κυρίαρχο τα προηγούμενα χρόνια. Εκείνο που αναδείκνυε σαν βασικό χαρακτηριστικό την «εξωστρέφεια» της οικονομικής δράσης του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Την ενίσχυση των τομέων με εξαγωγικές δυνατότητες, τις επενδύσεις στο εξωτερικό. Τη «διασπορά» δραστηριοτήτων των μητροπολιτικών επιχειρήσεων, με τη δημιουργία παραρτημάτων σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Στο εθνικό έδαφος παραμένουν εγκαταστημένοι κυρίως τομείς στρατηγικού χαρακτήρα και εκείνα τα τμήματα των επιχειρήσεων που είχαν διευθυντικό, επιτελικό ρόλο.
Τάσεις εσωστρέφειας
Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία λειτούργησε σαν παράγοντας αναστροφής αυτών των τάσεων. Η απορρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς δημιουργεί τάσεις αναθεώρησης επιλογών και ιεραρχήσεων. Η ακύρωση διεθνών παραγγελιών ενισχύει τις κατευθύνσεις επικέντρωσης στην εσωτερική οικονομική λειτουργία και ανάπτυξη. Οι αναταράξεις στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα υπαγορεύει πολιτικές μικρότερης εξάρτησης από τη διεθνή αγορά. Η διαγραφόμενη ύφεση διαρκείας οδηγεί σε διαμόρφωση πολιτικών ενίσχυσης και «προστασίας» της εθνικής παραγωγής.
Στη Γαλλία η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στο εθνικό έδαφος αντιμετωπίζεται σαν εθνική προτεραιότητα και πριμοδοτείται αναλόγως. Κατά δήλωσή του μάλιστα ο Γάλλος υπουργός των οικονομικών την θεωρεί σαν όρο επανεκκίνησης της γαλλικής βιομηχανίας. Μια άποψη που τη σημασία της την προεκτείνει (ρητορικά ή επί της ουσίας, θα δούμε) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς θεωρεί πως χρειάζεται «επανεξοπλισμός» σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Στις ΗΠΑ μια τέτοια τάση υπήρχε και προ της πανδημίας καθώς αποτελούσε επιλογή της πολιτικής Τραμπ παράλληλα με τις κινήσεις προστατευτισμού και ενίσχυσης των αμερικανικών επιχειρήσεων. Μια τάση που ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο μετά την πανδημία με τον Τραμπ να υπόσχεται φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις αλλά και «ρυθμίσεις» εργασιακών σχέσεων και αμοιβών που θα «ενθαρρύνουν» τις τάσεις επιστροφής επιχειρήσεων στο έδαφος των ΗΠΑ. Αντίστοιχες τάσεις εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις χώρες και ανάλογα των χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων της κάθε μιας, καθώς μάλιστα οδηγούνται στο να ξαναδούν σε νέα βάση τη σημασία του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. (Όσες βέβαια έχουν τέτοιου είδους δυνατότητες, ενώ όσες επέλεξαν να προκρίνουν ως «βαριά τους βιομηχανία» τον τουρισμό απλώς θα ψάχνονται).
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο αλλά επεκτείνεται στη συνολικότερη πολιτική των διαφόρων χωρών. Τα κράτη κλείνουν τα σύνορά τους περιορίζοντας την κίνηση τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο και στο οικονομικό και σε μια σειρά άλλα πεδία. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα βρίσκεται στην περίπτωση της ΕΕ που υποτίθεται αποτελεί την πιο προχωρημένη έκφραση διακρατικής συνεργασίας όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και σε μια σειρά άλλων πεδίων, με δημιουργία μάλιστα οργάνων και θεσμών πανευρωπαϊκού χαρακτήρα.
Η «υποδοχή» που είχε η ιταλική πρόταση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας δείχνει τις τάσεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο. Άλλο τόσο η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας με την οποία αμφισβητεί θεσμοθετημένες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όσο για το γαλλογερμανικό σχέδιο των 500 δις, αυτό βάλλεται από τις κυβερνήσεις Ολλανδίας, Αυστρίας, Σουηδίας, Δανίας που ετοιμάζουν, λέει, δικό τους «σχέδιο».
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που η κάθε μια απ’ αυτές εκταμιεύει πολύ μεγαλύτερα ποσά για τη στήριξη της δικής τους οικονομίας, κινήσεις που συνολικά καταδείχνουν τα όρια της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Γενικότερα αυτό που διαφαίνεται να επικρατεί είναι η τάση της αναδίπλωσης στο εθνικό πεδίο με τα κράτη, τις αποφάσεις κομβικού χαρακτήρα να τις παίρνει το καθένα για λογαριασμό του. Μια τάση που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα και διαμορφώνει ένα συνολικό τοπίο τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο.
Η επανεκκίνηση και τα ζητήματα που θέτει
Η πλήρης επανεκκίνηση της οικονομίας ήταν και παραμένει το κύριο ζήτημα για τις δυνάμεις του συστήματος. Στην πραγματικότητα αυτό είναι πάντα, με ή χωρίς την πανδημία. Αν μπορούσαν να την αγνοήσουν παντελώς, με αυτόν τον τρόπο θα ενεργούσαν. Άλλωστε αυτό ακριβώς επιχείρησαν στις αρχικές φάσεις εκδήλωσης της επιδημίας. Η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων αντιμετώπισής της με αυτό είχε κυρίως να κάνει και λιγότερο με την -πιθανά υπαρκτή- καθυστέρηση ενημέρωσης από τη μεριά της Κίνας. Η υποβάθμιση της επικινδυνότητας της επιδημίας από μεριάς Τραμπ, Τζόνσον, Μπολσονάρου κ.ά. είχε να κάνει με το τι θεωρούσαν σαν πρωτεύον. Το ίδιο και οι απόπειρες αντιμετώπισης του προβλήματος με την «ανοσία της αγέλης» από ορισμένες χώρες. Το αν αναγκάστηκαν -όσο- να αλλάξουν τακτική ήταν μόνο κάτω από την πίεση των πραγμάτων. Με αυτή την ίδια λογική και με αυτές τις προτεραιότητες λογαριάζουν πλέον να κινηθούν καθώς επιχειρούν να θέσουν σε κίνηση την οικονομία. Σειρά πολιτικών αποφάσεων σε αυτή την κατεύθυνση, συνοδευόμενες από πλήθος δημοσιευμάτων για την αντικειμενικά υφιστάμενη αναγκαιότητα επανεκκίνησης της οικονομίας.
Για τα ζητήματα που θέτουν οι καθυστερήσεις σε αυτό το πεδίο, τα προβλήματα που δημιουργούν, τους κινδύνους που συνεπάγονται. Εκείνο που αποσιωπάται είναι ότι αυτή η επανεκκίνηση θα έχει σαν βασικό της άξονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και γύρω απ’ αυτόν θα διαρθρωθεί. Ότι το επιχείρημα της -υπαρκτής με μια έννοια- αντικειμενικής αναγκαιότητας θα αξιοποιηθεί για την προώθηση σειράς μέτρων σε βάρος της εργατικής τάξης των ευρύτερων λαϊκών μαζών και της νεολαίας. Μέτρων που θα αφορούν την οικονομική τους θέση, την ασφάλεια και την υγεία τους, την ίδια τους τη ζωή.
Το τι θέλουν οι δυνάμεις του συστήματος, το πού στοχεύουν και το τι επιχειρούν είναι σαφές. Το πρόβλημά τους δεν βρίσκεται σ’ αυτό. Το ζήτημα βρίσκεται στο τι μπορούν στις συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώνονται. Αυτό, και όπως σημείωσα στην προηγούμενη παρέμβασή μου, δεν αφορά τις εν γένει παραγωγικές-οικονομικές δυνατότητες που είναι αναπτυγμένες σε μεγάλο βαθμό. Τέτοιον που θα μπορούσε να καλύψει το χαμένο έδαφος σε όχι και πολύ μεγάλο διάστημα. Υπό έναν όρο ωστόσο. Το υπάρχον παραγωγικό οικονομικό δυναμικό να μπει σε σύντομο διάστημα σε πλήρη λειτουργία και με πλήρη απόδοση.
Σε σχέση μ’ αυτό ωστόσο υπάρχουν σημαντικά εμπόδια που βρίσκονται πέρα από τις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Εμπόδια που συνδέονται με την πανδημία και την εξέλιξή της, ενώ καθοριστικό ρόλο θα έχουν και τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί σε αυτό το διάστημα.
Η συνάρτηση της επιδημίας
Σε σχέση κατ’ αρχάς με τη συνάρτηση της πανδημίας. Όπως ανάφερα σε προηγούμενο σημείο, η δημιουργία αποτελεσματικών θεραπευτικών σχημάτων, η παραγωγή εμβολίου έχουν ακόμη δρόμο μπροστά τους. Οι πιέσεις που ασκούνται από τη μεριά των κυβερνήσεων για επίσπευση της παραγωγής εμβολίων ακόμη και σε βάρος της αποτελεσματικότητας και ασφαλούς χρήσης τους έχει σχέση με δύο κατ’ αρχάς παράγοντες. Των διαθέσεών τους να κινήσουν την οικονομία με κάθε τρόπο δημιουργώντας ένα έστω και τεχνητό κλίμα «ασφάλειας». Της πάγιας λογικής που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις του συστήματος και στη βάση της οποίας οι επιπτώσεις στην υγεία και την ίδια τη ζωή των λαϊκών μαζών αντιμετωπίζονται σαν «παράπλευρες απώλειες». Μόνο που αυτό έχει ένα όριο που όπως έχουν καταδείξει και οι πρόσφατες εξελίξεις δεν είναι και τόσο εύκολο να το υπερβαίνουν κάθε φορά χωρίς σημαντικά κόστη και αναταράξεις.
Έτσι ή αλλιώς σημαντική επίδραση θα έχει σ’ όλα αυτά η ίδια η εξέλιξη της πανδημίας. Οι υφέσεις και οι εξάρσεις της. Ένα ζήτημα στο οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις.
Ανεξάρτητα ωστόσο από αυτό, έχω την άποψη ότι το «σημείο» ολόπλευρης επανεκκίνησης και με πλήρη απόδοση της οικονομικής λειτουργίας δεν ταυτίζεται με το «σημείο λήξης» του «υγειονομικού συναγερμού» αλλά πάει πέρα απ’ αυτό. Αυτό ισχύει ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δημιουργούνται κάποια στιγμή συνθήκες πραγματικής ασφάλειας και πολύ περισσότερο βέβαια αν κάτι τέτοιο απλώς «δηλωθεί». Ταυτόχρονα σημαίνει ότι όσο περισσότερο διαρκέσει αυτή η κατάσταση, με τα δεδομένα που θα διαμορφώνει, τις «εκκρεμότητες» που θα κουβαλάει, τόσο και θα απομακρύνεται το σημείο μιας «ολικής επαναφοράς».
Ως προς αυτή την επαναφορά, το πότε και το πόσο ολική θα είναι αποτελεί ένα ερώτημα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα πρόκειται ακριβώς για «επαναφορά» αλλά για μια εντελώς νέα κατάσταση. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Κρίσεις και αναδιατάξεις
Επανεκκίνηση και πολύ περισσότερο «ολική επαναφορά» το μόνο που δεν σημαίνει είναι ότι θα πατηθεί κάποια στιγμή ένα μαγικό κουμπί και όλα θα ξαναγίνουν και θα αρχίσουν να λειτουργούν όπως πριν. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε κρίσης είναι ότι η αντιμετώπιση, το ξεπέρασμά της συνδέεται με την μετάβαση σε έναν νέο κύκλο. Μια τέτοια μετάβαση συντελείται πάντα με όρους και συνθήκες αναδιάρθρωσης σχέσεων και λειτουργιών. Αναδιάταξης δυνάμεων στο οικονομικό πεδίο ακόμα και στα πλαίσια του μεγάλου κεφαλαίου και βεβαίως στα πλαίσια των οικονομικών του σχέσεων με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις, την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα.
Μεταβολές που υπαγορεύουν αντίστοιχες αναδιατάξεις στο κοινωνικό πεδίο, στην κοινωνική διάρθρωση, στη θέση και το ρόλο τής κάθε δύναμης στο νέο τοπίο. Αναδιαρθρώσεις που κατά κανόνα συντελούνται με όρους κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου και τη χρήση των κρατικών μηχανισμών που το υπηρετούν. Όχι όμως χωρίς αναστατώσεις, εκδήλωση αντιθέσεων, αναμετρήσεις ή και συγκρούσεις. Εξελίξεις που στο σύνολό τους επιδρούν και στην αναδιαμόρφωση του πολιτικού τοπίου, τη μορφή και το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων στις νέες συνθήκες.
Μια τέτοια διαδικασία ήδη εξελισσόταν στο προηγούμενο διάστημα με βάση τη γενικευμένη κρίση του συστήματος και τα δεδομένα που διαμόρφωναν οι εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα όπως ως ένα βαθμό αναφέρθηκα στις πρώτες σελίδες αυτής της παρέμβασης. Μια διαδικασία που έρχεται να «συναντήσει» τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται και να «μπολιαστεί» από τα δεδομένα που διαμορφώνει η πανδημία και οι συνέπειές της. Αναφέρθηκα ήδη στην απορρύθμιση των οικονομιών (και όχι μόνο) σε κάθε χώρα και διεθνώς. Τη στασιμότητα της παραγωγής, την αναστολή λειτουργίας σειράς επιχειρήσεων, τη μείωση του εθνικού εισοδήματος κ.λπ.
Ταυτόχρονα μια διαδικασία που θα δέχεται τις επιδράσεις των συνολικότερων διεθνών εξελίξεων. Όπως επίσης αναφέρθηκα, παρατηρείται μια τάση αναστολής, περιορισμού της διεθνούς δράσης σειράς επιχειρήσεων και αναδιαμόρφωσης τους με επίκεντρο την εσωτερική αγορά. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιδράσει και αυτή με τη σειρά της στην αναδιάταξη βασικών δυνάμεων του συστήματος. Ήδη έχει ανοίξει ένα σημαντικό ζήτημα με την κατανομή των κονδυλίων που διατίθενται από το κράτος για την ενίσχυση της κάθε εθνικής οικονομίας. Ένα ζήτημα που ήδη αναδείχνεται σε κεντρικό επίδικο καθώς όλες οι πλευρές προβάλλουν, και μάλιστα ως επείγουσα, την αναγκαιότητα ενίσχυσής τους.
Ανάλογα θα επιδράσει και στην αναδιάταξη συνολικά των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών και σε κατεύθυνση χειροτέρευσης της θέσης των λαϊκών μαζών. Μια εξέλιξη που θα κάνει αναπόφευκτη την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και την ανάδειξη ενός συνολικού κοινωνικού ζητήματος ενώ δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες από κάτι τέτοιο και οι πολιτικές διαμορφώσεις.
Οι σταθερές του συστήματος
Απέναντι σ’ όλα αυτά, το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί και να τα αντιμετωπίζει με βάση τις «σταθερές» του. Την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας, η διαδικασία της αναδιάρθρωσης θα συντελούνται όπως πάντα με όρους κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, κατά τις επιλογές και τα συμφέροντά του.
Τα κόστη -τα κάθε είδους κόστη- θα φορτώνονται ως συνήθως στις πλάτες των λαϊκών μαζών. Με το παραπέρα χτύπημα του δικαιώματος στη δουλειά. Την μεγέθυνση της ανεργίας. Την μείωση των αμοιβών των εργαζόμενων. Τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, των συνθηκών δουλειάς κατά τις υποδείξεις του κεφαλαίου. Την «απελευθέρωση» της ασυδοσίας της εργοδοσίας. Το χτύπημα των δικαιωμάτων της νεολαίας. Αντίστοιχα και στο πεδίο της περίθαλψης, της αντιμετώπισης των κινδύνων της πανδημίας. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων, την αποκάλυψη του εγκλήματος που είχε συντελεστεί σ’ αυτό το πεδίο και τον κίνδυνο να «ξεφύγει» εντελώς η κατάσταση και να γίνει ανεξέλεγκτη, το σύστημα αναγκάστηκε να πάρει ορισμένα μέτρα. Ωστόσο αυτά πολύ απέχουν από μια πραγματική και ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος καθώς το σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί με τη «φιλοσοφία» που το χαρακτηρίζει. Την αντιμετώπιση των εργαζομένων στη βάση τα όσο γίνεται εντατικότερης εκμετάλλευσής τους. Την αντιμετώπιση των λαϊκών μαζών σαν αναλώσιμο είδος με βάση τη λογική των παράπλευρων απωλειών που συνοδεύουν τις βασικές τους επιδιώξεις.
Και από κοντά σαν παράγοντες στήριξης αυτών των επιδιώξεων και αυτής της πολιτικής οι πολύμορφοι μηχανισμοί του συστήματος. Οι μηχανισμοί προπαγάνδας με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι όσοι θα διεκδικούν δουλειά, στοιχειωδώς καλύτερες αμοιβές, καλύτερες και ασφαλέστερες συνθήκες δουλειάς, θα «υπονομεύουν» την επανεκκίνησης της οικονομίας.
Όσοι διεκδικούν προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών και γενικότερα την αναβάθμιση του συστήματος περίθαλψης, τη δυνατότητα άμεσης και δωρεάν πρόσβασης σε αυτό των λαϊκών μαζών, θα θεωρείται ότι προβάλουν υπερβολικές (έως και «παράλογες») απαιτήσεις, αναντίστοιχες με τις οικονομικές δυνατότητες και την αναγκαιότητα οικονομικής ανάκαμψης. Και όταν όλα αυτά δεν επαρκούν (και δεν θα επαρκούν) θα επιστρατεύονται (όπως ήδη συμβαίνει) και τα άλλα μέσα που διαθέτει σε επάρκεια το σύστημα. Οι κάθε είδους εκβιασμοί (οικονομικοί κ.ά.), η «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη, οι δυνάμεις καταστολής. Όπως ήδη έχω αναφέρει, η «επιστροφή του κράτους» στην οποία προσβλέπουν οι αμετανόητοι ρεφορμιστές δεν θα έχει καθόλου τη μορφή που φαντασιώνονται. Θα έχει τη μορφή ενός ακόμα πιο σκληρού, ανελέητου, αντιλαϊκού καπιταλιστικού κράτους. Εκείνου του κράτους που θα έχει το ρόλο στήριξης του συστήματος και καθοριστικής συμβολής στην προώθηση των επιδιώξεών του, στους δύσκολους (και για το σύστημα) καιρούς που έρχονται.
Η αναδιάταξη της αναδιάταξης
Το όλο ζήτημα δεν κλείνει εδώ. Η αναδιάταξη στην οποία προηγούμενα αναφέρθηκα αποτελεί σημαντική διάσταση του ζητήματος αλλά όχι την μοναδική. Στην πορεία θα τεθεί (ήδη τίθεται) και μια άλλη. Μια μορφή «αναδιάταξης πάνω στην αναδιάταξη». Πιο συγκεκριμένα, οι διεθνείς συναλλαγές που για την ώρα έχουν απορρυθμιστεί, απ’ ένα σημείο και πέρα θα μπαίνουν όλο και περισσότερο σε κίνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι «εσωστρεφείς» τάσεις σε κάθε χώρα στις οποίες αναφέρθηκα προηγούμενα, θα πρέπει να αρχίσουν να αναστρέφονται.
Μια διευκρίνηση εδώ και προς αποφυγή παρανοήσεων. Δεν εννοώ καθόλου ότι πρόκειται για δύο προτσές στεγανά διαχωρισμένα και τα οποία θα εξελιχθούν «εν σειρά», πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Στην πραγματικότητα ήδη συνυπάρχουν, συμπλέκονται την κάθε στιγμή ανεξάρτητα από το αν σε κάθε περίπτωση υπερισχύει η μια ή η άλλη τάση. Όπως και να ‘χει μια τέτοια αναστροφή θα θέτει νέα και πιθανά σοβαρότερα ζητήματα αναδιάταξης. Πολύ περισσότερο καθώς αυτή θα συμπλέκεται με την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, των συναλλαγών αλλά και τους όλο και εντεινόμενους ανταγωνισμούς και θα δέχεται την καταλυτική πολλές φορές επίδρασή τους στη διαμόρφωση των εσωτερικών εξελίξεων. Ας περάσω όμως σ’ αυτή την πλευρά.
Αυτά που δεν αλλάζουν
Στην αρχή αυτού του κειμένου έκανα μια σύντομη αναφορά στα χαρακτηριστικά της κατάστασης στον κόσμο. Σ’ αυτό το «έδαφος» ενέσκηψε ο κορονοϊός για να ανατρέψει άρδην σειρά «σταθερών» και να αναδείξει νέα και απρόβλεπτα δεδομένα. Πριν αναφερθώ στο τι άλλαξε θεωρώ χρήσιμο το να υπογραμμιστούν αυτά που δεν …αλλάξανε. Δεν άλλαξε η φύση και ο χαρακτήρας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού, δολοφονικού.
Δεν αλλάζουν οι διαθέσεις των κυρίαρχων δυνάμεων, οι βάσεις και οι στοχεύσεις της πολιτικής τους, οι αντιλαϊκοί τους προσανατολισμοί. Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που θα επιφέρουν οι συνέπειες της κρίσης δεν διαφαίνεται -τουλάχιστον όχι άμεσα- κάποια σοβαρή ανατροπή στη διάταξη δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί το προηγούμενο διάστημα. Οι βασικοί συσχετισμοί ισχύος όπως και οι κύριες δυνάμεις που έχουν τον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις θα συνεχίσουν να έχουν και να διεκδικούν το ρόλο τους στην περίοδο που διανύουμε.
Το ότι η κρίση που ενέσκηψε επέδρασε -πέραν των άλλων- και στην ανάδειξη τάσεων «εσωστρέφειας» και επικέντρωσης της κάθε πλευράς στη στήριξη της οικονομίας τους, δεν σημαίνει καθόλου ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις «αποχωρούν» από τη διεθνή σκηνή, ότι «παραιτούνται» από τη διεθνή τους δράση και τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο.
Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων ανεξάρτητα από το πόσο θα επηρεαστεί από τα νέα δεδομένα και ποιες μορφές θα πάρει, θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους για το ποιος-ποιον θα παροξύνεται. Σημαίνει ακόμα ότι θα συνεχίσουν να λειτουργούν σαν ιμπεριαλιστές απέναντι στις πιο αδύναμες και εξαρτημένες χώρες στις οποίες θα επιχειρούν (και έχουν τα μέσα για κάτι τέτοιο) να φορτώσουν όσο περισσότερο γίνεται τις συνέπειες της κρίσης. Το ότι κάτω από την πίεση της πανδημίας οι επιφανείς του συστήματος σπεύδουν να διακηρύξουν την αναγκαιότητα διεθνούς συνεργασίας (επιστημονικής και πρακτικής) για την αντιμετώπισή της δεν σημαίνει καθόλου ότι έτσι και θα ενεργήσουν. Αντίθετα και σ’ αυτό το πεδίο θα λειτουργήσουν με βάση τη φύση και τον χαρακτήρα τους, θέτοντας έτσι σε πρώτη μοίρα τα ανταγωνιστικά συμφέροντα τής κάθε πλευράς και αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει αυτό στην υγεία και τη ζωή των ανθρώπων.
Ανατροπές και ερωτήματα
Ως προς τα νέα δεδομένα που αναδείχνονται στο διεθνές πεδίο. Αναφέρθηκα ήδη στα περισσότερα απ’ αυτά και απλώς τα υπενθυμίζω σε συντομία.
Συνολική κοινωνική αναστάτωση σε όλο τον κόσμο με βάση την πανδημία και τις συνέπειές της. Παρόξυνση του οικονομικού προβλήματος σε όλες τις χώρες. Επιβράδυνση των οικονομικών λειτουργιών, πτώση της παραγωγής. Απορρύθμιση των διεθνών συναλλαγών που με τη σειρά της επιδρά στην παραπέρα μείωση της παραγωγής και συνολικά του κύκλου εργασιών.
Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ( ΠΟΥ)Γκεμπρεγέσους, πως «η πανδημία απειλεί να διαρρήξει τον ιστό της παγκόσμιας συνεργασίας». Μείωση του εθνικού εισοδήματος σε κάθε χώρα και συνολικά του παγκόσμιου εισοδήματος. Στροφή της κάθε χώρας στο εσωτερικό της, πριμοδότηση της επανεγκατάστασης επιχειρήσεων στο εθνικό έδαφος, αναδιοργάνωση της οικονομίας σε «εθνική βάση», σε μια προσπάθεια μείωσης της εξάρτησης από τις διεθνείς αγορές. Μείωση της διεθνούς κινητικότητας, της ανάληψης ρίσκου στην κίνηση κεφαλαίων, στην πραγματοποίηση επενδύσεων, μείωση των ξένων επενδύσεων. Πλήττεται η αρχιτεκτονική με την οποία (παρά τους ανταγωνισμούς) λειτουργούσε το διεθνές σύστημα (και όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο). Δοκιμάζονται οι διεθνείς σχέσεις και συνεργασίες, οξύνονται και παίρνουν νέα μορφή οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που δεν περιορίζονται στην αντιπαράθεση Τραμπ-Κίνας.
Γενικά μπαίνουν κρίσιμα ερωτήματα σε κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη και συνολικής επανεκτίμησης όλων των δεδομένων. Ζητήματα στρατηγικής και συμμαχιών. Ανασύνταξης δυνάμεων και προσαρμογών στη νέα κατάσταση. Εσωτερικής αναδιάρθρωσης και διαμόρφωσης εσωτερικού μετώπου στήριξης. Όλα αυτά σε μια κατάσταση με πολλές μεταβλητές και ανάδειξης νέων και απρόβλεπτων ζητημάτων.
Όσο για τις μικρότερες και εξαρτημένες χώρες, αυτές θα υποστούν τόσο τις συνέπειες της κρίσης (σε όλες τις εκφράσεις της) όσο και των επιλογών των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Με υποτυπώδη συστήματα περίθαλψης, με αποσαρθρωμένες οικονομίες, από τη μια θα μετράν τους νεκρούς τους και από την άλλη θα αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας που ήδη αγγίζει πολλές απ’ αυτές, ακόμη και χώρες σαν την Αργεντινή.
Ταυτόχρονα μια εξέλιξη που μέσα από την ανάδειξη της ανεπάρκειας σε επίπεδα πρόληψης, περίθαλψης κατέδειξε τη φύση και τον χαρακτήρα του συστήματος, τροφοδότησε τις τάσεις αμφισβήτησής του ανεξάρτητα με το πόσο αυτές εκδηλώνονται ή και ποιες μορφές παίρνουν σε μια περίοδο υποχώρησης του κινήματος. Τάσεις οι οποίες μέλλεται να ενισχυθούν με βάση την πολιτική με την οποία οι δυνάμεις του συστήματος σχεδιάζουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Επαναρρύθμιση - Μια καθόλου απλή υπόθεση
Η απορρύθμιση των διεθνών συναλλαγών, οι τάσεις αναίρεσης του στάτους γενικότερα των διεθνών σχέσεων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για το σύνολο του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Όπως από παλιότερα έχω αναλύσει, η διεθνής δράση του κεφαλαίου, η ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος δεν είναι ένα «εξωτερικό» γνώρισμα που απλώς «προστίθεται» στην εσωτερική καπιταλιστική λειτουργία. Αποτελεί πλευρά οργανικά και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την όλη λειτουργία και απόδοση του συστήματος. Η αποκοπή αυτής της πλευράς -που μόνο σαν υπόθεση εργασίας μπορούμε να την φανταστούμε - θα αποτελούσε μια ιστορικών διαστάσεων υποχώρηση του συστήματος. Μια υποβάθμιση και της εσωτερικής λειτουργίας και απόδοσής της με όλες τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο. Οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές σταθερότητας και ικανότητας επιβίωσης του συστήματος.
Αυτό σημαίνει ότι η επανεκκίνηση των διεθνών συναλλαγών, η αποκατάσταση των διεθνών σχέσεων αποτελεί ζωτική ανάγκη, αποτελεί ζήτημα επιβίωσης του συστήματος.
Αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνονται όλοι οι παράγοντες του συστήματος και ανάλογα επιχειρούν να το αντιμετωπίσουν. Το πρόβλημα ωστόσο δεν βρίσκεται στο τι θέλουν αλλά στο τι μπορούν. Στο αν, πότε, υπό ποιους όρους και με ποιους ρυθμούς μπορεί να προχωρήσει αυτή η επαναρρύθμιση.
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στο τι ισχύει στο εσωτερικό μιας χώρας και τι στο διεθνές πεδίο. Στο εσωτερικό της κάθε χώρας υφίσταται η κυριαρχία της αντίστοιχης κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και του κράτους της. Αυτό σημαίνει ότι έχει κατά κανόνα τη δυνατότητα να επιβάλλει κυριαρχικά τους όρους και τις ρυθμίσεις που διατίθεται να προωθήσει.
Στο διεθνές πεδίο τα κέντρα ισχύος (και κατά πρώτον των ιμπεριαλιστικών χωρών) είναι περισσότερα και μάλιστα ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους. Μια σχέση πραγμάτων που ούτε μπορεί ούτε και πρόκειται να αναιρεθεί αλλά μάλλον να ενταθεί. Όλοι θέλουν την επανεκκίνηση, μόνο που τα «θέλω» της κάθε πλευράς συγκρούονται ανάμεσά τους.
Αυτό σημαίνει ότι η πλήρης επανεκκίνηση ούτε εύκολα ούτε γρήγορα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν πρόκειται για ένα τεχνοοικονομικό πρόβλημα το οποίο και θα μπορούσε να ρυθμιστεί στη βάση κάποιων κανόνων αυτού του χαρακτήρα και όπως ήδη ανέφερα δεν θα πρόκειται για μια απλή επαναφορά στην προτεραία κατάσταση. Στη διαδικασία αυτή υπεισέρχονται και θα έχουν τον ρόλο τους μια σειρά παράγοντες και συναρτήσεις.
Η συνάρτηση της πανδημίας. Όπως ήδη ανέφερα οι ρυθμοί της επαναφοράς θα επηρεάζονται από την εξέλιξή της. Τις εξάρσεις και τις υφέσεις της. Στο κατά πόσο μπορεί να ελεγχθούν τόσο η εξάπλωση και επικινδυνότητα της πανδημίας όσο και οι συνέπειές της στο κοινωνικό πεδίο. Ισχύει και εδώ αυτό που ήδη αναφέρθηκε όσον αφορά τις προτεραιότητες. Σε πρώτο πλάνο η κατεύθυνση της επανεκκίνησης και σε όσο γίνεται ευρύτερη κλίμακα. Δευτερεύουσας σημασίας οι ανθρώπινες απώλειες αλλά με όριο τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Τέτοιων που να διαταράσσουν την εσωτερική συνοχή και την πλήρη και αποδοτική οικονομική λειτουργία.
Η συνάρτηση της ύφεσης. Όσο περισσότερο παρατείνεται η ύφεση, όσο περισσότερο καθυστερεί η συνολική επαναφορά, τόσο και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα θα δημιουργούνται. Σε μια τέτοια περίπτωση, τόσο περισσότερο θα εκδηλώνεται μια «νευρικότητα» που θα κάνει όλο και πιο δύσκολη τη συνεννόηση ανάμεσα στις διάφορες πλευρές και την εύρεση ενός «κοινού τόπου» αντιμετώπισης των ζητημάτων που αναδείχνονται.
Η συνάρτηση της ήδη συντελούμενης εσωτερικής αναδιάταξης σε κάθε χώρα. Είναι αυτονόητο ότι οι αλλαγές σ’ αυτό το πεδίο διαφοροποιούν και τους όρους και τις μορφές με τις οποίες κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός θα «βγαίνει προς τα έξω». Κάπου εδώ θα εμφανίζεται και το πρόβλημα των δύο διαφορετικής φοράς κατευθύνσεων στο οποίο ήδη αναφέρθηκα από προηγούμενα. Από τη μια μεριά οι άμεσες αντιδράσεις που οδήγησαν στη διαμόρφωση των τάσεων «εσωτερικής» ανασυγκρότησης στην κάθε χώρα. Από την άλλη η αναγκαιότητα επαναλειτουργίας των διεθνών συναλλαγών υπαγορεύει αντίστοιχες προσαρμογές. Έχουμε έτσι μια εξέλιξη μεταβολών μέσα στις μεταβολές, μια διαδικασία συνεχών διαμορφώσεων και αναδιαμορφώσεων.
Ούτε εδώ έχουμε ένα απλώς τεχνοοικονομικό ζήτημα αλλά μια εξέλιξη που θα συντελείται με όρους συνεχούς αλληλοπροσδιορισμού ανάμεσα σε όλους τους παράγοντες του ζητήματος, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, εσωτερικούς και διεθνείς.
Η συνάρτηση της αν-ασφάλειας. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας όσον αφορά την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου ιδιαίτερα στο διεθνές πεδίο. Μια κρίση εμπιστοσύνης βασικά για το ιδιωτικό κεφάλαιο -όσον αφορά την ασφάλεια των επενδύσεων έξω από το πεδίο που καλύπτεται από την προστασία του κράτους τους. Η άνοδος της τιμής του χρυσού, οι τάσεις αποθησαυρισμού που παρατηρούνται, αποτελεί μια ένδειξη του κλίματος που διαμορφώνεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρείται η ισχύς της τάσης και της κατεύθυνσης για την εκ νέου ανάληψη διεθνούς δράσης από το κεφάλαιο και επανεκκίνησης των διεθνών συναλλαγών. Σημαίνει ωστόσο την ανάληψη όλο και πιο ενεργού ρόλου από τη μεριά του κράτους που θα αναλαμβάνει να προωθήσει αυτή την εξέλιξη καλύπτοντας και «προστατεύοντάς» την με τα μέσα και τους μηχανισμούς που διαθέτει.
Αντιθέσεις και ανταγωνισμοί
Όλα αυτά σε έναν κόσμο που ήδη μεταβαλλόταν και πριν την έλευση της πανδημίας. Που αναδιαμορφώνονταν οι σχέσεις τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο διεθνές πεδίο. Που είχαν ήδη μπει σε αμφισβήτηση οι όροι και οι κανόνες των διεθνών σχέσεων που η κάθε μια (με πρωτοστατούσες τις ΗΠΑ) επεδίωκε να τους τροποποιήσει προς όφελός της.
Το βάθεμα της κρίσης που συνόδευσε την πανδημία διεύρυνε στο έπακρο τα ρήγματα στο οικοδόμημα των διεθνών σχέσεων και υποβάθμισε παραπέρα το ήδη αμφισβητούμενο κύρος των κανόνων που τις καθόριζαν. Με αυτούς τους όρους η επαναρρύθμιση των διεθνών σχέσεων και συναλλαγών ξεκινάει με μια έννοια σχεδόν «εξ αρχής», πράγμα εντελώς διαφορετικό και σαφέστατα πιο δύσκολο από μια -κοινή συναινέσει- επαναφορά στο προηγούμενο στάτους.
Όπως ήδη ανέφερα δεν πρόκειται για ζήτημα τεχνοοικονομικού χαρακτήρα. Η τέτοια ή αλλιώτικη επαναρρύθμιση όρων και κανόνων θα ευνοεί από τη μια και θα βλάπτει από την άλλη την τάδε ή την δείνα δύναμη. Προφανείς συνεπώς οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί καθώς η κάθε πλευρά θα επιδιώκει την καλύτερη δυνατή θέση μέσα στη διάταξη δυνάμεων που θα διαμορφώνεται στις νέες συνθήκες και υπό τους νέους όρους. Πολύ περισσότερο που σ’ αυτό το διάστημα όλες οι χώρες έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές (και όχι μόνο) απώλειες και σε κλίμακες που προσβάλλουν έως και το έδαφος που στηρίζονται. Απώλειες που η κάθε πλευρά θα επιχειρήσει να τις καλύψει με κάθε τρόπο ακόμα -και όσο μπορεί η κάθε μια- σε βάρος των άλλων.
Είναι σε μια τέτοια κατεύθυνση επανεκκίνησης επαναλειτουργίας, αναπλήρωσης απωλειών και επανάκαμψης οι εκταμιεύσεις των τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ευρώ, γουάν, γιεν, ρουβλίων κ.ά. για τη στήριξη των οικονομιών τους. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα ζήτημα. Όση υπόσταση (δεν) είχαν τα τρισεκατομμύρια που αναφέρονταν ότι έχουν «χαθεί» άλλη τόση έχουν κατ’ αρχάς και αυτά που εκταμιεύονται. Η διαφορά όσον αφορά τα δεύτερα βρίσκεται στο ότι αυτά προορίζονται να λειτουργήσουν σαν κινητήριος μοχλός για την επανεκκίνηση της παραγωγής και της εν γένει οικονομικής λειτουργίας και μέσα από αυτήν και τις αποδόσεις της να αρχίσουν να παίρνουν πραγματική υπόσταση. (Τώρα το πώς οι πιο ακραιφνείς υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού υιοθετούν μεθόδους Κεϊνσιανής κοπής, μόνο σαν σημείο των καιρών μπορεί να ερμηνευθεί).
Μια τέτοια προοπτική ωστόσο για να μπορέσει να βρει τους δρόμους πραγματοποίησής της θα πρέπει να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια που έχουν ανυψώσει οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και να απαντήσει στα προβλήματα που έχουν αναδειχτεί. Εμπόδια και προβλήματα που όλο και θα μεγεθύνονται καθώς θα εντείνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους. Ήδη και παρά το σοκ που προκάλεσε η πανδημία, τις εκατέρωθεν εκκλήσεις για «αυτοσυγκράτηση», συνεννόηση και συνεργασία για την αντιμετώπιση τόσο της πανδημίας όσο και των οικονομικών της συνεπειών έχουμε τα πρώτα δείγματα των όσων μέλλεται να ακολουθήσουν. Του ανταγωνισμού που εκδηλώνεται τόσο στο πεδίο αντιμετώπισης της πανδημίας όσο και στο οικονομικό και το συνολικότερο.
Έτσι παρά τις «οικουμενικού» χαρακτήρα διακηρύξεις έχουμε ήδη το ξεκίνημα της «κούρσας των εμβολίων» καθώς η κάθε πλευρά επιδιώκει να προηγηθεί έτσι ώστε να αποκτήσει πλεονέκτημα απέναντι στις άλλες τόσο σ’ αυτό το πεδίο όσο και ευρύτερα.
Η απόπειρα Τραμπ να εξαγοράσει γερμανική φαρμακευτική εταιρεία και η βίαιη αντίδραση της Μέρκελ που την ματαίωσε καταδείχνει τις τάσεις που αναπτύσσονται.
Ανάλογα και η οργισμένη αντίδραση του Μακρόν στη δήλωση του εκπροσώπου της SANOFI ότι οι ΗΠΑ θα έχουν προτεραιότητα στην προμήθεια του εμβολίου, όταν και εφόσον το παρασκευάσει αυτή η (γαλλική) φαρμακευτική εταιρεία. Οι διάφορες κινήσεις (στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ) απόδοσης ευθυνών στην Κίνα για μη έγκαιρη ενημέρωση, λιγότερο αφορούν αυτές τις (πιθανά υπαρκτές αλλά δύσκολο να αποδειχτούν) ευθύνες και περισσότερο τη διαμόρφωση κλίματος σε βάρος της Κίνας στα πλαίσια του εξελισσόμενου συνολικότερου ανταγωνισμού.
Το ίδιο και οι κατηγορίες (όχι απαραίτητα αβάσιμες) ότι η Κίνα από τη μεριά της εκμεταλλεύεται τη δυνατότητά της να εξάγει μαζικά ιατροφαρμακευτικό υλικό σ’ όλες τις χώρες κερδίζοντας έτσι γενικότερα «πόντους». Ανάλογους στόχους έχει και η επίθεση Τραμπ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και η απειλή διακοπής της αμερικανικής χρηματοδότησης του οργανισμού. Δεν είμαι σε θέση να το ελέγξω αλλά μου φαίνεται κομμάτι δύσκολο ο ΠΟΥ να ελέγχεται από την Κίνα και μάλιστα σε βάρος των ΗΠΑ της ισχυρότερης δύναμης στον κόσμο και η οποία μάλιστα συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης του ΠΟΥ.
Αυτό που επιδιώκεται μέσα από αυτή την «πολεμική» ρητορική του Τραμπ είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο η επιβεβαίωση του ηγεμονικού-ρυθμιστικού ρόλου των ΗΠΑ στις εξελίξεις και από κοντά και η στοχοποίηση της Κίνας.
Ανάλογες σκοπιμότητες υπηρετούν και τα διάφορα θεωρήματα συνωμοσίας, διάφορων μορφών και προέλευσης και τα οποία δεν είναι πάντα έκφραση αφέλειας όπως σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται.
Είναι γεγονός ότι οι μέχρι τα τώρα κινήσεις έχουν έναν αρκετά αποσπασματικό (έως σπασμωδικό) χαρακτήρα. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι προοδευτικά θα δίνουν τη θέση τους σε πιο μελετημένους και συγκροτημένους σχεδιασμούς και κινήσεις και πάντα στην ίδια λογική και με τις ίδιες σκοπιμότητες και κατευθύνσεις.
Οι λαοί έχουν το δικό τους πρόβλημα
Όπως ήδη αναφέρθηκε διανύουμε μια περίοδο δύσκολη. Μια περίοδο που μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα μπαίνουν για τους λαούς και το κίνημα. Πολύ περισσότερο που τίθενται στα πλαίσια ενός ήδη διαμορφούμενου αρνητικού συσχετισμού. Που η εκδήλωση της πανδημίας και η οικονομική κρίση που τη συνόδευσε δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα για τις λαϊκές μάζες. Προβλήματα που θα τα επιδεινώσει η πολιτική του συστήματος. Μια κατάσταση που οι δυνάμεις του συστήματος θα την αντιμετωπίσουν με τη δική τους «λογική» με τις δικές τους στοχεύσεις αλλά και τα μέσα που διαθέτουν.
Ιεραρχώντας σαν πρώτο και αμετακίνητο στόχο το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και αρθρώνοντας γύρω απ’ αυτόν όλες τους τις επιλογές. Θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την υγεία, την ασφάλεια και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων του λαού, λειτουργώντας με κριτήριο το ελάχιστο δυνατό κόστος και με «όριο» την αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Μεταθέτοντας όπως πάντα όλα τα οικονομικά βάρη και το κόστος ξεπεράσματος της κρίσης στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες. Επιχειρώντας τη διαμόρφωση συνολικών όρων και συνθηκών που να διασφαλίζουν την εντατική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, τη χειραγώγηση, τον έλεγχο, την υποταγή τους. Από την επιβολή εργασιακών σχέσεων που παραπέμπουν στον 19ο αιώνα μέχρι τη συστηματική χρήση της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» και των πραιτοριανών των δυνάμεων καταστολής.
Η αξιοποίηση και η ισχύς των δεδομένων που διαμορφώνουν δεν πρόκειται να περιοριστεί στο διάστημα που θα συνεχίσουν να υφίστανται οι κίνδυνοι από την πανδημία. Και αν ακόμη αυτή ελεγχθεί (όταν και όπως) η κατάσταση που θα έχει διαμορφώσει το σύστημα θα διατηρηθεί και με βάση αυτήν θα επιχειρήσει να λειτουργεί και στη συνέχεια.
Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις τα προβλήματα των λαϊκών μαζών γίνονται μεγαλύτερα και πιο οξυμένα. Έχουν να αντιμετωπίσουν προβλήματα περίθαλψης, υγείας, κινδύνων για την ίδια τους τη ζωή καθώς η «μέριμνα» γι’ αυτά είναι, όπως κιόλας αναφέρθηκε, οριακού χαρακτήρα. Ακόμη περισσότερο, καθώς οι συνθήκες εργασίας, μετακίνησης και της εν γένει λειτουργίας τους, δεν συνοδεύονται από τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας, καθώς κάτι τέτοιο θα αντιμετωπίζεται με τη λογική του ελάχιστου δυνατόν κόστους.
Θα έχουν να αντιμετωπίσουν την μείωση των εισοδημάτων τους και των κάθε είδους παροχών, τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου μέχρι και σε σημεία εξαθλίωσης σε πολλές περιπτώσεις.
Θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα εκβιαστικά διλλήματα που θα θέτει το σύστημα. Τον εφιάλτη των απολύσεων, της ανεργίας, της πείνας από τη μια και από την άλλη την αποδοχή των όρων του συστήματος. Τις μειωμένες αμοιβές, τις εργασιακές σχέσεις, τις εξοντωτικές και ανασφαλείς συνθήκες εργασίας, τις αυθαιρεσίες της εργοδοσίας.
Θα έχουν απέναντί τους τούς μηχανισμούς χειραγώγησης, αποπροσανατολισμού και καταστολής μέσω των οποίων οι δυνάμεις του συστήματος θα επιχειρούν να παγιώσουν τους όρους επιβολής και κυριαρχίας τους πάνω στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τη νεολαία.
Ταυτόχρονα και πέρα από όλα αυτά θα βρίσκονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες της ήττας του κινήματος. Των επιπτώσεων και των προβλημάτων που δημιουργούν στη συγκρότηση των μετώπων πάλης που αποτελεί και το άμεσο ζητούμενο της περιόδου.
Το ζητούμενο της περιόδου
Παρόλα αυτά και απέναντι σ’ αυτά που έρχονται, οι λαϊκές μάζες έναν και μοναδικό δρόμο έχουν μπροστά τους. Το δρόμο της πάλης. Εκείνο που πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί, είναι ότι οι τύχες τους, η δυνατότητα επιβίωσης, η ασφάλειά τους, η ζωή τους η ίδια δεν μπορεί να αφήνεται στις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Είναι δική τους υπόθεση. Της δυνατότητάς τους να διεκδικήσουν αγωνιστικά και να επιβάλλουν όρους.
Έχω πλήρη την επίγνωση ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα στις δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες που διαμορφώνονται. Ωστόσο δεν υπάρχουν άλλες επιλογές.
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που οφείλεται να τεθούν στην ημερήσια διάταξη είναι η ανάδειξη εκείνων των διεκδικήσεων που ενδείκνυται να προταχθούν με βάση τις συνθήκες που διανύουμε. Διεκδικήσεις που ήδη προβάλλονται από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και προωθούνται αγωνιστικά.
Ενδεικτικά και μόνο μπορούν εδώ να αναφερθούν.
Η διεκδίκηση του δικαιώματος στη δουλειά και στη βάση της πλήρους απασχόλησης αμοιβών και ασφάλισης.
Η διεκδίκηση εισοδήματος που να καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσης της λαϊκής οικογένειας.
Η διεκδίκηση επιδόματος ανεργίας για τους άνεργους.
Η πάλη ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, τόσο όσον αφορά τις απολύσεις όσο και τις συνθήκες εργασίας.
Η διεκδίκηση συνθηκών ασφάλειας στους τόπους δουλειάς και μετακίνησης.
Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποδεχτούν να οδηγούνται ως «αναλώσιμοι» στο θυσιαστήριο της καπιταλιστικής «ανάκαμψης». Διεκδίκηση άμεσης πλήρους και δωρεάν πρόσβασης όλου του λαού στο σύστημα περίθαλψης. Ένα σύστημα περίθαλψης που θα είναι επαρκώς συγκροτημένο, στελεχωμένο και ικανό να αντιμετωπίσει τόσο τα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία όσο και τα συνολικότερα προβλήματα υγείας.
Διεκδίκηση πραγματικής και ουσιαστικής μέριμνας για τους μετανάστες.
Πάλη ενάντια στην πολιτική της γκετοποίησης, διαρκές μέτωπο ενάντια στις ρατσιστικές φασιστοειδείς αντιλήψεις.
Ζωτικής σημασίας ζήτημα, ιδιαίτερα στις σημερινές «ιδιότυπες» συνθήκες, αποτελεί η συγκρότηση των μετώπων πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Το κέντρο βάρους οφείλεται να δοθεί εκεί που μπορούν να αναπτυχθούν αποτελεσματικές δυνάμεις πάλης. Στους τόπους δουλειάς, τα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, τις επιχειρήσεις στους χώρους εκπαίδευσης και γενικότερα στους χώρους όπου ένας κόσμος συλλειτουργεί, βρίσκονται σε σχέσεις επαφής ο ένας με τον άλλο, σε χώρους όπου μπορούν να «συνενωθούν» στη βάση των κοινών, άμεσων και πιεστικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Είναι γεγονός ότι με βάση την κυριαρχία του συστήματος, τα εκβιαστικά διλήμματα που μπορεί να θέτει, τη διαβρωτική δουλειά με την οποία συστηματικά επιχειρεί να «διαχωρίζει» τους εργαζόμενους αλλά και την ανεπάρκεια των δυνάμεων της αριστεράς, κάτι τέτοιο φαντάζει -και είναι- αρκετά δύσκολο.
Ωστόσο πρέπει να κατανοηθεί ότι αποτελεί ζωτική ανάγκη, πως στις σημερινές συνθήκες είναι ο μόνος δρόμος για τη δημιουργία αποτελεσματικών εστιών αντίστασης, για τη διαμόρφωση των όρων συγκρότησης των μετώπων της λαϊκής πάλης.
Ζητήματα ευθύνης
Οι δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά οφείλουν να υπηρετούν αυτή την πάλη και αυτές τις κατευθύνσεις, οφείλουν να υπηρετούν τον λαό και τις ανάγκες του. Μόνο σε μια τέτοια βάση είναι νοητή η ύπαρξή τους και μόνο μέσα από μια τέτοια σχέση αποκτούν και οι ίδιες πραγματική υπόσταση. Σ’ αυτή τη βάση οφείλουν να υπηρετούν μια κατεύθυνση ενοποίησης των ανθρώπων της δουλειάς και την αναγκαιότητα συσπείρωσής τους σε εστίες αντίστασης και συγκρότησής τους σε μέτωπα πάλης και όχι να «συμβάλλουν» σε διαχωρισμούς που υπονομεύουν και ματαιώνουν μια τέτοια δυνατότητα. Οφείλουν συνεπώς να αναζητούν και να βρίσκουν δρόμους και τρόπους κοινής δράσης ώστε να συμβάλλουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους στην προώθηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης.
Μια αναγκαιότητα που προβάλλει με ιδιαίτερα επιτακτικότερο τρόπο στις «ιδιότυπες» σημερινές συνθήκες. Μια τέτοια άποψη δεν σημαίνει απαλλοτρίωση των ιδιαίτερων ιδεολογικών και πολιτικών χαρακτηριστικών του κάθε πολιτικού σχηματισμού ή του δικαιώματός του να προβάλλει και να προωθεί το σύνολο των θέσεων και αντιλήψεών του. Ούτε και εκπορεύεται από μια αντίληψη «ενότητας» των δυνάμεων της Αριστεράς. Ο υπογραφόμενος δεν είχε και συνεχίζει να μην έχει κανενός είδους αυταπάτες για το πώς έχει και το αν και πώς θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό το ζήτημα.
Σημαίνει την αναγκαιότητα να τεθεί σαν πρώτιστο καθήκον η προώθηση τής όσο γίνεται πιο μαζικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των άμεσων και ζωτικής σημασίας προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο λαός. Σημαίνει την αναγκαιότητα κατανόησης ότι η δημιουργία εστιών αντίστασης, η συγκρότησή τους σε μέτωπα πάλης αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τον λαό, για το κίνημα και την προοπτική του.
Το αν οι δυνάμεις της Αριστεράς ανταποκριθούν (όσες, όσο και όπως) σ’ αυτή την αναγκαιότητα είναι ένα ερώτημα. Τα έως τώρα δείγματα γραφής είναι και τέτοια και αλλιώτικα. Υπάρχουν ήδη αρκετές περιπτώσεις όπου σχήματα της Αριστεράς, του προοδευτικού χώρου κατόρθωσαν, ξεπερνώντας αγκυλώσεις, να ανταποκριθούν ως ένα βαθμό στις απαιτήσεις των καιρών. Να προχωρήσουν με όρους κοινής δράσης στην ανάδειξη των προβλημάτων που απασχολούν τον λαό, να συμβάλουν στην πραγματοποίηση αγωνιστικών κινητοποιήσεων σε αναφορά με αυτά τα προβλήματα. Είναι η θετική και ελπιδοφόρα πλευρά του πράγματος.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Αυτή που καταδείχνει ότι πολλές από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά επιμένουν να ζουν στο δικό τους κόσμο. Δυνάμεις που τη σημερινή κατάσταση την αντιμετωπίζουν σαν «ευκαιρία» για να δημιουργήσουν «εκλογικό κεφάλαιο». Και που με τη συνήθη ελαφρότητα που τις χαρακτηρίζει επιλέγουν να «μην θυμούνται» το τι απέδωσαν οι τόσες «ευκαιρίες» στις οποίες «επένδυσαν» με παρόμοιο καιροσκοπικό τρόπο. Δυνάμεις που αγκιστρωμένες στις ιδεοληψίες και τις φαντασιώσεις τους (που δεν αποτελούν παρά όψεις της ανεπάρκειάς τους) αδυνατούν να αντιληφθούν πως ούτε ο κόσμος ούτε το κίνημα περιστρέφονται γύρω από τη «μοναδικότητά» τους. Ας μην συνεχίσω.
Έτσι ή αλλιώς, η ζωή και η ταξική πάλη θα συνεχίσει να εξελίσσεται με τους δικούς τους όρους. Όπως χτες, όπως σήμερα, όπως αύριο. Και ο καθένας επιλέγει τη θέση και το ρόλο του σ’ αυτή τη μεγάλη διαδρομή.
Α.σ.Γ.: να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αύριο στο webradio Φωνή Αντίστασης, στις 8 το βράδυ θα πραγματοποιηθεί συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις με τον Βασίλη Σαμαρά!https://antigeitonies3.blogspot.com/