Διθυραμβικά ήταν τα σχόλια των ΜΜΕ και των κυβερνητικών αξιωματούχων
για το λεγόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης» της ΕΕ. «Πολύ χρήμα από την ΕΕ»,
«πρόγραμμα μαμούθ», «άλλο ένα ΕΣΠΑ δώρο», «ιστορικό βήμα», «Σχέδιο
Μάρσαλ», «νέο Πακέτο Ντελόρ», «ενισχυμένο χρηματοδοτικό πακέτο» που
«αποδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να δράσει αποφασιστικά προς
το συμφέρον των Ευρωπαίων πολιτών». Είναι το γνωστό παραμύθι της δήθεν
ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μια προσπάθεια εξωραϊσμού του ιμπεριαλιστικού
χαρακτήρα της ΕΕ και συγκάλυψης των σφοδρών αντιθέσεων από τις οποίες
σπαράσσεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η εμπειρία των λαών της Ευρώπης είναι τραυματική από αυτά τα «προγράμματα» και τα «πακέτα», όταν είναι γνωστό πώς θα μοιραστούν και πού θα κατευθυνθούν αυτοί οι πόροι, όταν γνωστό επίσης είναι ότι ψίχουλα από αυτά θα φτάσουν στους εργαζόμενους και όταν όλα αυτά έχουν «στην ούγια» την κάλυψη της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και την επιδότηση του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους των επιχειρήσεων. «Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», λέει ο λαός μας, που κουβαλάει στην πλάτη του ακόμη όλα τα μνημονιακά μέτρα.
Μετά το ισχυρό πλήγμα από το «Brexit», όταν οι αστραπές μιας μεγαλύτερης καταιγίδας έκαναν την εμφάνισή τους στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, με τον Ιταλό πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντι να απειλεί με ανοιχτή ρήξη την ΕΕ, η Γερμανία έβγαλε σε πρώτη φάση μπροστά το Συνταγματικό της Δικαστήριο και τους γνώριμους «λαγούς» (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία), οι οποίοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τα ευρωομόλογα ή έστω και τα κορονο-ομόλογα ειδικού σκοπού και περιορισμένης διάρκειας (να δανείζονται δηλαδή όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με τους ίδιους όρους και όχι οι πιο ευάλωτες να χρηματοδοτούν τις πιο πλούσιες, που δανείζονται στην ουσία με αρνητικά επιτόκια).
Η διαχείριση όμως της καπιταλιστικής κρίσης, που γινόταν διαρκώς οξύτερη με την προέλαση της επιδημίας, φαίνεται ότι προκάλεσε τρόμο και έτσι, την τελευταία στιγμή, Γερμανία και Γαλλία αναγκάστηκαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση (περισσότερο γερμανική παρά γαλλική), η οποία σώζει μεν τα προσχήματα, όχι όμως τα κράτη και τους λαούς που αγωνιούν. Αντίθετα, γι’ αυτούς ξεκινάει μια νέα περίοδος «δομικών προσαρμογών», δηλαδή φτώχειας και ανεργίας.
Η απόφαση του Eurogroup για ένα «σχέδιο ανοικοδόμησης», με τη σύσταση του «Ταμείου Ανάκαμψης» (Recovery Fund), ύψους 750 δισ. ευρώ (500 από αυτά επιχορηγήσεις και τα 250 δάνεια), είναι ένας συμβιβασμός γεμάτος ασάφειες και αοριστίες που, για να πάρει σάρκα και οστά, από το 2021 και μετά, απαιτείται ομοφωνία των «27», («Ζήσε Μάη μου…»). Η Μέρκελ το ξεκαθάρισε: «Είναι σαφές ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες και δεν θα ολοκληρωθούν στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο στόχος πρέπει να είναι να βρούμε το φθινόπωρο αρκετό χρόνο προκειμένου να διαβουλευθούν τα θέματα τα εθνικά Κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε όλα να μπορούν να τεθούν σε ισχύ την 1.1.2021».
Ο προσωρινός συμβιβασμός κατέστη αναγκαίος για να στηριχτούν άμεσα οι ευρωπαϊκές οικονομίες που κλονίζονται εκ θεμελίων, αλλά και για μη χάσουν έδαφος στον ανταγωνισμό τους με τις ΗΠΑ και την Κίνα και για να περιορίσουν τις απώλειες από τη διαχείριση του «ιταλικού προβλήματος». Έρχεται να προστατέψει προσωρινά το ευρώ από τις επιθέσεις που θα δεχόταν στις διεθνείς αγορές, σε περίπτωση ναυαγίου, (εξαγορές ευρωπαϊκών μονοπωλίων από άλλα κέντρα – βλέπε Κίνα), αλλά δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που εξακολουθούν να απειλούν την συνοχή της ΕΕ.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη που δίνει τη δυνατότητα στους Κόντε και Σάντσεθ να δικαιολογήσουν γιατί αποδέχθηκαν έναν πολύ άσχημο για τις χώρες τους συμβιβασμό, αναγνωρίζει μια κάποια «αμοιβαιοποίηση» του ευρωπαϊκού χρέους, αφού οι χώρες που θα καταφεύγουν στο «Ταμείο Ανάκαμψης» θα παίρνουν σε ένα ποσοστό 80% ενισχύσεις και 20% δάνεια, όμως η άντληση των κεφαλαίων θα γίνεται από τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, μέσω της Κομισιόν, με εγγύηση τον κοινό ευρωπαϊκό οικονομικό προϋπολογισμό, από τον οποίο θα γίνει και η αποπληρωμή του δανείου που θα λάβει η Κομισιόν από τις αγορές.
«Ουρά» του γαλλογερμανικού σχεδίου, όπως σε όλα τα «πακέτα στήριξης», είναι η υποχρέωση να προωθηθούν μέτρα «μακροοικονομικής προσαρμογής», συγκεκριμένες δηλαδή μεταρρυθμίσεις στις οικονομίες, να δεσμευτούν τα κράτη-μέλη για «υγιείς οικονομικές πολιτικές» και ένα εκτεταμένο «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τα επόμενα χρόνια (έτσι λένε στις Βρυξέλλες τα επαχθή μέτρα ακρωτηριασμού δαπανών, συντάξεων κλπ), «ό εστί μεθερμηνευόμενο», σε «έξυπνους» φόρους – νέα χαράτσια, στο όνομα της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης», της ψηφιακής οικονομίας, της έρευνας και τεχνολογίας κλπ.
Με όλα αυτά τα μέτρα, οι προβλεπόμενοι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ για την Ευρωζώνη (-7,7%%, το 2020 και +6,3%, το 2021) αποτελούν το «καλό σενάριο», με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προειδοποιεί λέγοντας ότι «μια σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια πανδημία από αυτή που προβλέπεται σήμερα θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ σε σχέση με την παραδοχή στο βασικό σενάριο αυτής της πρόβλεψης».
Έτσι το πακέτο των Μέρκελ-Μακρόν των 750 δισ. φαντάζει απελπιστικά αναιμικό, συγκρινόμενο με το πακέτο Τραμπ των 6 τρισ., των 3,7 τρισ. της Κίνας, των 2 τρισ. της Ιαπωνίας και μπροστά στις τεράστιες ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ακόμη και η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, ζήτησε στήριξη ύψους 2,5 τρισ. ευρώ (1,5 για φέτος και 1 για του χρόνου), εκτιμώντας ότι η ΕΕ θα γνωρίσει τρομερή ύφεση, τύπου 1929-33, που θα φτάσει το 10% του ΑΕΠ. Η Γερμανία άλλωστε από μόνη της έχει ήδη ρίξει ένα πακέτο 1 τρισ. για να στηρίξει την οικονομία της. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς τι αντίκρυσμα μπορεί να έχουν τα 750 δισ. για το σύνολο των 19 χωρών της Ευρωζώνης;
Το ίδιο απαισιόδοξες για την παγκόσμια οικονομία ήταν οι προβλέψεις και της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρ. Γκεοργκίεβα : «η προοπτική είναι χειρότερη από την ήδη απαισιόδοξη πρόβλεψή μας».
Η πρόσφατη καπιταλιστική-υγειονομική κρίση προκαλεί τεκτονικές αλλαγές, με μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την Κίνα να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, με τις τελευταίες να εκφράζουν πλέον προτίμηση στην Ινδία, μετακινώντας εκεί κεφάλαια και επιχειρήσεις τους, που μέχρι σήμερα δραστηριοποιούνταν στην Κίνα, με την ένταση του ανταγωνισμού για την «Πράσινη Ανάπτυξη», τα ψηφιακά συστήματα και τα δίκτυα 5G.
Στα πλαίσια αυτά η λεγόμενη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» φαντάζει πολύ μακρινή υπόθεση. Η αποχώρηση της Βρετανίας έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα στην ιμπεριαλιστική συνοχή της ΕΕ. Η σύγκρουση μπορεί προς το παρόν να αποφεύχθηκε, μάλλον όμως μετατέθηκε για το μέλλον. Παρά τον προσωρινό συμβιβασμό, οι αντιθέσεις σοβούν και θα την επαναφέρουν με νέα ένταση στο προσκήνιο, στο έδαφος της ανισομετρίας των οικονομιών και του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Οι αντιπαραθέσεις εκφράζονται ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της αστικής τάξης της Γερμανίας, όπως φάνηκε με την πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που πανηγυρίζει – καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις – έχουν υψηλές «προσδοκίες» από μια τέτοια συμφωνία. Από το πακέτο όμως των 750 δισ. το 40% θα δοθεί σε Ιταλία και Ισπανία και ό,τι περισσέψει θα πάρουν οι «μικροί», οι εξαρτημένες αστικές τάξεις της περιφέρειας, όπως η χώρα μας, για την οποία οι Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσδιορίζουν μια «ανώμαλη προσγείωση» : «Η επίπτωση της κρίσης στην ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι μεγάλη λόγω της βαρύτητας του τουρισμού καθώς και του υψηλού μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες». Στις Προβλέψεις αυτές υπογραμμίζεται ότι «οι κύριες εξαγωγικές αγορές της Ελλάδας αναμένεται να είναι μεταξύ των χωρών που θα επηρεαστούν περισσότερο, οδηγώντας σε μία μείωση της ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες», ενώ αναμένεται να χαθούν περίπου 160.000 θέσεις εργασίας.
Όπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, «δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουν κοινοτικά κονδύλια μέχρι τον Ιούλη» και τα 32 δισ. (22,5 επιδοτήσεις και 9,5 δάνεια) θα αρχίσουν να «τρέχουν» από το 2021 και πέρα, πράγμα που σημαίνει ότι, το μεγάλο και πλέον κρίσιμο χρονικό διάστημα μέχρι να τελειώσει το 2020, η οικονομία θα είναι «στον αυτόματο πιλότο».
Καμιά αυταπάτη δεν πρέπει να υπάρχει επίσης -όπως δείχνει άλλωστε η εμπειρία- ότι, αν δοθούν τελικά τα χρήματα, η μερίδα του λέοντος από τα προγράμματα αυτά θα πάει στις τσέπες του κεφαλαίου, σε «επενδύσεις» και ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ελάχιστα θα «φτάσουν» στους εργαζόμενους, στους άνεργους και στα λαϊκά στρώματα, που θα κληθούν να πληρώσουν «σε δόσεις» και «τοις μετρητοίς» τα μέτρα που ανακοινώνει η ΕΕ.
Ήδη «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και τα νέα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα που λαμβάνονται, με τις απολύσεις, με την εκ περιτροπής εργασία, με τα μειωμένα ωράρια, με την απλήρωτη εργασία, με τη «μισή δουλειά – μισή ζωή», στοχεύουν στη διασφάλιση ακόμα φτηνότερης εργατικής δύναμης, την παραπέρα κατεδάφιση δικαιωμάτων, την επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τη μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας.
Σίγουρα, όπως λένε και τα αστικά επιτελεία, «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα». Άλλο ένα όμως επαναλαμβανόμενο ψέμα που ακούγεται είναι ότι «τα λεφτά είναι της ΕΕ». Τα λεφτά όμως «δεν είναι της ΕΕ», αφού αυτά προέρχονται από του εθνικούς προϋπολογισμούς, την άγρια φορολογία των πολιτών και την επιστροφή των όποιων «ενισχύσεων» στις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, μέσω των αγορών πάγιου μηχανολογικού εξοπλισμού, βιομηχανικών προϊόντων και επενδύσεων ξένου κεφαλαίου στην εξαρτημένη οικονομία της χώρα μας.
Μοναδικοί παραγωγοί του πλούτου είναι οι ίδιοι οι λαοί και εργαζόμενοι. Το πραγματικό δίλημμα λοιπόν γι’ αυτούς είναι αν θα δεχτούν να πληρώσουν και πάλι τα σπασμένα της κρίσης και της επιδημίας ή αν θα οργανώσουν τον αγώνα τους για να ανατραπεί αυτή η αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου, για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, από αυτήν την πολιτικά αντιδραστική λυκοσυμμαχία.
Η εμπειρία των λαών της Ευρώπης είναι τραυματική από αυτά τα «προγράμματα» και τα «πακέτα», όταν είναι γνωστό πώς θα μοιραστούν και πού θα κατευθυνθούν αυτοί οι πόροι, όταν γνωστό επίσης είναι ότι ψίχουλα από αυτά θα φτάσουν στους εργαζόμενους και όταν όλα αυτά έχουν «στην ούγια» την κάλυψη της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και την επιδότηση του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους των επιχειρήσεων. «Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», λέει ο λαός μας, που κουβαλάει στην πλάτη του ακόμη όλα τα μνημονιακά μέτρα.
Μετά το ισχυρό πλήγμα από το «Brexit», όταν οι αστραπές μιας μεγαλύτερης καταιγίδας έκαναν την εμφάνισή τους στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, με τον Ιταλό πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντι να απειλεί με ανοιχτή ρήξη την ΕΕ, η Γερμανία έβγαλε σε πρώτη φάση μπροστά το Συνταγματικό της Δικαστήριο και τους γνώριμους «λαγούς» (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία), οι οποίοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τα ευρωομόλογα ή έστω και τα κορονο-ομόλογα ειδικού σκοπού και περιορισμένης διάρκειας (να δανείζονται δηλαδή όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με τους ίδιους όρους και όχι οι πιο ευάλωτες να χρηματοδοτούν τις πιο πλούσιες, που δανείζονται στην ουσία με αρνητικά επιτόκια).
Η διαχείριση όμως της καπιταλιστικής κρίσης, που γινόταν διαρκώς οξύτερη με την προέλαση της επιδημίας, φαίνεται ότι προκάλεσε τρόμο και έτσι, την τελευταία στιγμή, Γερμανία και Γαλλία αναγκάστηκαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση (περισσότερο γερμανική παρά γαλλική), η οποία σώζει μεν τα προσχήματα, όχι όμως τα κράτη και τους λαούς που αγωνιούν. Αντίθετα, γι’ αυτούς ξεκινάει μια νέα περίοδος «δομικών προσαρμογών», δηλαδή φτώχειας και ανεργίας.
Η απόφαση του Eurogroup για ένα «σχέδιο ανοικοδόμησης», με τη σύσταση του «Ταμείου Ανάκαμψης» (Recovery Fund), ύψους 750 δισ. ευρώ (500 από αυτά επιχορηγήσεις και τα 250 δάνεια), είναι ένας συμβιβασμός γεμάτος ασάφειες και αοριστίες που, για να πάρει σάρκα και οστά, από το 2021 και μετά, απαιτείται ομοφωνία των «27», («Ζήσε Μάη μου…»). Η Μέρκελ το ξεκαθάρισε: «Είναι σαφές ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες και δεν θα ολοκληρωθούν στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο στόχος πρέπει να είναι να βρούμε το φθινόπωρο αρκετό χρόνο προκειμένου να διαβουλευθούν τα θέματα τα εθνικά Κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ώστε όλα να μπορούν να τεθούν σε ισχύ την 1.1.2021».
Ο προσωρινός συμβιβασμός κατέστη αναγκαίος για να στηριχτούν άμεσα οι ευρωπαϊκές οικονομίες που κλονίζονται εκ θεμελίων, αλλά και για μη χάσουν έδαφος στον ανταγωνισμό τους με τις ΗΠΑ και την Κίνα και για να περιορίσουν τις απώλειες από τη διαχείριση του «ιταλικού προβλήματος». Έρχεται να προστατέψει προσωρινά το ευρώ από τις επιθέσεις που θα δεχόταν στις διεθνείς αγορές, σε περίπτωση ναυαγίου, (εξαγορές ευρωπαϊκών μονοπωλίων από άλλα κέντρα – βλέπε Κίνα), αλλά δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που εξακολουθούν να απειλούν την συνοχή της ΕΕ.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη που δίνει τη δυνατότητα στους Κόντε και Σάντσεθ να δικαιολογήσουν γιατί αποδέχθηκαν έναν πολύ άσχημο για τις χώρες τους συμβιβασμό, αναγνωρίζει μια κάποια «αμοιβαιοποίηση» του ευρωπαϊκού χρέους, αφού οι χώρες που θα καταφεύγουν στο «Ταμείο Ανάκαμψης» θα παίρνουν σε ένα ποσοστό 80% ενισχύσεις και 20% δάνεια, όμως η άντληση των κεφαλαίων θα γίνεται από τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, μέσω της Κομισιόν, με εγγύηση τον κοινό ευρωπαϊκό οικονομικό προϋπολογισμό, από τον οποίο θα γίνει και η αποπληρωμή του δανείου που θα λάβει η Κομισιόν από τις αγορές.
«Ουρά» του γαλλογερμανικού σχεδίου, όπως σε όλα τα «πακέτα στήριξης», είναι η υποχρέωση να προωθηθούν μέτρα «μακροοικονομικής προσαρμογής», συγκεκριμένες δηλαδή μεταρρυθμίσεις στις οικονομίες, να δεσμευτούν τα κράτη-μέλη για «υγιείς οικονομικές πολιτικές» και ένα εκτεταμένο «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τα επόμενα χρόνια (έτσι λένε στις Βρυξέλλες τα επαχθή μέτρα ακρωτηριασμού δαπανών, συντάξεων κλπ), «ό εστί μεθερμηνευόμενο», σε «έξυπνους» φόρους – νέα χαράτσια, στο όνομα της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης», της ψηφιακής οικονομίας, της έρευνας και τεχνολογίας κλπ.
Με όλα αυτά τα μέτρα, οι προβλεπόμενοι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ για την Ευρωζώνη (-7,7%%, το 2020 και +6,3%, το 2021) αποτελούν το «καλό σενάριο», με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προειδοποιεί λέγοντας ότι «μια σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια πανδημία από αυτή που προβλέπεται σήμερα θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ σε σχέση με την παραδοχή στο βασικό σενάριο αυτής της πρόβλεψης».
Έτσι το πακέτο των Μέρκελ-Μακρόν των 750 δισ. φαντάζει απελπιστικά αναιμικό, συγκρινόμενο με το πακέτο Τραμπ των 6 τρισ., των 3,7 τρισ. της Κίνας, των 2 τρισ. της Ιαπωνίας και μπροστά στις τεράστιες ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ακόμη και η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, ζήτησε στήριξη ύψους 2,5 τρισ. ευρώ (1,5 για φέτος και 1 για του χρόνου), εκτιμώντας ότι η ΕΕ θα γνωρίσει τρομερή ύφεση, τύπου 1929-33, που θα φτάσει το 10% του ΑΕΠ. Η Γερμανία άλλωστε από μόνη της έχει ήδη ρίξει ένα πακέτο 1 τρισ. για να στηρίξει την οικονομία της. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς τι αντίκρυσμα μπορεί να έχουν τα 750 δισ. για το σύνολο των 19 χωρών της Ευρωζώνης;
Το ίδιο απαισιόδοξες για την παγκόσμια οικονομία ήταν οι προβλέψεις και της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρ. Γκεοργκίεβα : «η προοπτική είναι χειρότερη από την ήδη απαισιόδοξη πρόβλεψή μας».
Η πρόσφατη καπιταλιστική-υγειονομική κρίση προκαλεί τεκτονικές αλλαγές, με μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με την Κίνα να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, με τις τελευταίες να εκφράζουν πλέον προτίμηση στην Ινδία, μετακινώντας εκεί κεφάλαια και επιχειρήσεις τους, που μέχρι σήμερα δραστηριοποιούνταν στην Κίνα, με την ένταση του ανταγωνισμού για την «Πράσινη Ανάπτυξη», τα ψηφιακά συστήματα και τα δίκτυα 5G.
Στα πλαίσια αυτά η λεγόμενη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» φαντάζει πολύ μακρινή υπόθεση. Η αποχώρηση της Βρετανίας έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα στην ιμπεριαλιστική συνοχή της ΕΕ. Η σύγκρουση μπορεί προς το παρόν να αποφεύχθηκε, μάλλον όμως μετατέθηκε για το μέλλον. Παρά τον προσωρινό συμβιβασμό, οι αντιθέσεις σοβούν και θα την επαναφέρουν με νέα ένταση στο προσκήνιο, στο έδαφος της ανισομετρίας των οικονομιών και του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Οι αντιπαραθέσεις εκφράζονται ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της αστικής τάξης της Γερμανίας, όπως φάνηκε με την πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που πανηγυρίζει – καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις – έχουν υψηλές «προσδοκίες» από μια τέτοια συμφωνία. Από το πακέτο όμως των 750 δισ. το 40% θα δοθεί σε Ιταλία και Ισπανία και ό,τι περισσέψει θα πάρουν οι «μικροί», οι εξαρτημένες αστικές τάξεις της περιφέρειας, όπως η χώρα μας, για την οποία οι Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσδιορίζουν μια «ανώμαλη προσγείωση» : «Η επίπτωση της κρίσης στην ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι μεγάλη λόγω της βαρύτητας του τουρισμού καθώς και του υψηλού μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες». Στις Προβλέψεις αυτές υπογραμμίζεται ότι «οι κύριες εξαγωγικές αγορές της Ελλάδας αναμένεται να είναι μεταξύ των χωρών που θα επηρεαστούν περισσότερο, οδηγώντας σε μία μείωση της ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες», ενώ αναμένεται να χαθούν περίπου 160.000 θέσεις εργασίας.
Όπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας, «δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουν κοινοτικά κονδύλια μέχρι τον Ιούλη» και τα 32 δισ. (22,5 επιδοτήσεις και 9,5 δάνεια) θα αρχίσουν να «τρέχουν» από το 2021 και πέρα, πράγμα που σημαίνει ότι, το μεγάλο και πλέον κρίσιμο χρονικό διάστημα μέχρι να τελειώσει το 2020, η οικονομία θα είναι «στον αυτόματο πιλότο».
Καμιά αυταπάτη δεν πρέπει να υπάρχει επίσης -όπως δείχνει άλλωστε η εμπειρία- ότι, αν δοθούν τελικά τα χρήματα, η μερίδα του λέοντος από τα προγράμματα αυτά θα πάει στις τσέπες του κεφαλαίου, σε «επενδύσεις» και ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ελάχιστα θα «φτάσουν» στους εργαζόμενους, στους άνεργους και στα λαϊκά στρώματα, που θα κληθούν να πληρώσουν «σε δόσεις» και «τοις μετρητοίς» τα μέτρα που ανακοινώνει η ΕΕ.
Ήδη «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και τα νέα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα που λαμβάνονται, με τις απολύσεις, με την εκ περιτροπής εργασία, με τα μειωμένα ωράρια, με την απλήρωτη εργασία, με τη «μισή δουλειά – μισή ζωή», στοχεύουν στη διασφάλιση ακόμα φτηνότερης εργατικής δύναμης, την παραπέρα κατεδάφιση δικαιωμάτων, την επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τη μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας.
Σίγουρα, όπως λένε και τα αστικά επιτελεία, «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα». Άλλο ένα όμως επαναλαμβανόμενο ψέμα που ακούγεται είναι ότι «τα λεφτά είναι της ΕΕ». Τα λεφτά όμως «δεν είναι της ΕΕ», αφού αυτά προέρχονται από του εθνικούς προϋπολογισμούς, την άγρια φορολογία των πολιτών και την επιστροφή των όποιων «ενισχύσεων» στις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, μέσω των αγορών πάγιου μηχανολογικού εξοπλισμού, βιομηχανικών προϊόντων και επενδύσεων ξένου κεφαλαίου στην εξαρτημένη οικονομία της χώρα μας.
Μοναδικοί παραγωγοί του πλούτου είναι οι ίδιοι οι λαοί και εργαζόμενοι. Το πραγματικό δίλημμα λοιπόν γι’ αυτούς είναι αν θα δεχτούν να πληρώσουν και πάλι τα σπασμένα της κρίσης και της επιδημίας ή αν θα οργανώσουν τον αγώνα τους για να ανατραπεί αυτή η αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου, για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, από αυτήν την πολιτικά αντιδραστική λυκοσυμμαχία.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος,,https://www.prologos.gr