Ενδυνάμωση των πολιτών vs θεωρίες συνομωσίας

 

Του Γιάβορ Ταρίνσκι

Πριν καταλάβουν την εξουσία και εγκαθιδρύσουν έναν κόσμο σύμφωνα με τα δόγματά τους, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έπλασαν έναν ψεύτικο κόσμο συνοχής ο οποίος είναι καταλληλότερος για τις ανάγκες του ανθρώπινου μυαλού παρά για την ίδια την πραγματικότητα. –Hannah Arendt [1].

Οι θεωρίες συνομωσίας φαίνεται να κερδίζουν συχνά τις εντυπώσεις και να ωθούν τους ανθρώπους έξω στον δρόμο. «Η 9/11 ήταν μια δουλειά απ’ τα μέσα», πιστεύουν κάποιοι, άλλοι είναι υποστηρικτές της επίπεδης γης, αντίθετοι με τον εμβολιασμό, σκεπτικιστές του κορονοϊού και ακόλουθοι της QΑnon –ο αριθμός των ανθρώπων που πιστεύουν σε θεωρίες συνομωσίας φαίνεται να μεγαλώνει. Πολλοί τείνουν να πιστεύουν ότι το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης είναι ο λόγος για όσους πιστεύουν σε αυτές τις ιδέες. [2] Άλλοι καλούν ανοιχτά σε περαιτέρω τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής ως λύση σε αυτό το φαινόμενο. [3]

Άλλα το να εξοπλίζεις τους τεχνοκράτες με περισσότερη εξουσία αποτελεί βασικά μέρος του προβλήματος. Υπάρχει και άλλος ένας παράγοντας, που οδηγεί στη αύξηση των θεωριών συνομωσίας και αυτός είναι η απο-δυνάμωση. Ο καθηγητής ψυχολογίας Jan-Willem van Prooijen, σε μια έρευνά του, εντοπίζει διάφορες πηγές που δείχνουν πως όταν οι άνθρωποι νιώθουν αδύναμοι, ή βιώνουν μια έλλειψη ελέγχου του περιβάλλοντός τους, είναι πιθανότερο να πιστέψουν σε θεωρίες συνομωσίας. [4] Ο Σύλλογος Ψυχολογικών Επιστημών έχει επίσης φτάσει σε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα: μια πρόσφατη επιθεώρηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας στις θεωρίες συνομωσίας δείχνει πως αυτές οι ιδέες μπορεί να ελκύουν ανθρώπους που προσπαθούν να κατανοήσουν έναν κόσμο που τους αφήνει να νιώθουν αποδυναμωμένοι, αποξενωμένοι και μπερδεμένοι. [5]

Φαίνεται να έχει λογική αυτή η εξήγηση καθώς οι άνθρωποι έχουν γίνει δικαίως καχύποπτοι με τις αρχές. Επιπλέον, οι σύγχρονοι τεχνοκράτες και οι ειδικοί είναι όλοι τους μέρος μιας παράδοσης που πήρε το δικαίωμα να εξουσιάζει την κοινωνία από πολύ νωρίς στην ανθρώπινη ιστορία. Αναφέρομαι στη γεροντοκρατία. O Μάρρεϋ Μπούκτσιν συνδέει την τελευταία, μαζί με την πατριαρχία, ως τα δύο θεμέλια της κοινωνικής ιεραρχίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης [6]. Ήταν οι ηλικιωμένοι, και συνήθως οι άντρες, που υποστήριζαν ότι κατέχουν τη γνώση και τη σοφία που δεν ήταν εφικτή για την υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, μαζί με την αναδυόμενη τάξη των πολεμιστών ξεκίνησαν να αποκτούν τον έλεγχο των συνανθρώπων τους.

Σήμερα οι κυβερνητικοί θεσμοί συνεχίζουν σε αυτή τη γραμμή σκέψης. Δεν είναι πια οι ηλικιωμένοι σε μια κοινωνία, αλλά είναι οι υποτιθέμενα σοφότεροι και μορφωμένοι που εκλέγονται για να διαχειριστούν τις ζωές μας. Εν τω μεταξύ, η υπόλοιπη κοινωνία απομακρύνεται συνεχώς από τα κέντρα εξουσίας. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που οι άνθρωποι γίνονται όλο και περισσότερο καχύποπτοι με το τι τους λένε οι κυβερνήσεις, οι ειδικοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν είναι ότι ξαφνικά έγιναν παράλογοι ή εναντιώθηκαν στην επιστήμη· είναι ότι τα θεσμικά όργανα τούς έχουν πει τόσες φορές ψέματα, τα οποία σχεδιάστηκαν εξαρχής ώστε να διατηρήσουν μια προνομιακή θέση για τις κυβερνώσες ελίτ.

Δυστυχώς, αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης συχνά διοχετεύεται μέσω του κυρίαρχου φαντασιακού του καπιταλισμού και της εθνικής ταυτότητας. Αντί να προσεγγίσουν άλλους αποδυναμωμένους ανθρώπους και να προσπαθήσουν να αλλάξουν την πολιτική αρχιτεκτονική, οι άνθρωποι που πιστεύουν στις θεωρίες συνομωσίας συχνά πέφτουν σε μια κατάσταση συλλογικού ναρκισσισμού –μια πεποίθηση ότι η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν είναι ανώτερη αλλά δεν χαίρει εκτίμησης–, σύμφωνα με μια σχετική έρευνα [7]. Επίσης, βλέπουν σχεδόν πάντα τον εαυτό τους ως κάποιον, του οποίου η θέση πρέπει να βρίσκεται «δικαιωματικά» στην κορυφή της κοινωνίας, αλλά αυτό του έχει κλαπεί από κάποιους άλλους. Έτσι, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το κύριο φαντασιακό που τους έχει αποδυναμώσει αρχικά, αλλά συμμετέχουν σε αυτό.

Δεν είναι παράξενο που οι ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι που είναι διαποτισμένοι από συνομωτικές πεποιθήσεις «έχουν την τάση να μην παίρνουν αποφάσεις που μπορεί μακροπρόθεσμα να αυξήσουν την αυτονομία και τον έλεγχό τους» [8]. Αντίθετα, είναι πολύ πιο επιρρεπείς στο να αποδείξουν την ανωτερότητά τους σε άλλες ομάδες. Ο Michael Albert εξηγεί πως «οι θεωρίες συνομωσίας αποτελούν μια εύκολη και γρήγορη διαφυγή για το συσσωρευμένο πάθος, το οποίο καταπιέζεται από στόχους που φαίνονται άπιαστοι ή που μπορούν να γυρίσουν μπούμερανγκ» και καταλήγει πως αυτό αποτελεί «μία θεωρία συνομωσίας που καταλήγει σε θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου» [9]. Με αυτή την έννοια οι θεωρίες συνομωσίας είναι βαθιά αντιδραστικές και σε αρμονία με τις ολοκληρωτικές τάσεις.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το παράλογο και αντι-επιστημονικό κύμα συνομωσιών με αποτελεσματικό τρόπο, χρειάζεται οι άνθρωποι en mass να ενδυναμωθούν πολιτικά. Όπως προτείνει ο van Proojen, αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι πολύ πιο αποτελεσματική από το να προσπαθεί κανείς με λογικό τρόπο να αντικρούσει τις θεωρίες συνομωσίας, διότι πολλές τέτοιες θεωρίες δεν είναι εξαρχής λογικές και, επίσης, συνήθως η ορθολογική σκέψη δεν αποτελεί καν τη ρίζα της αιτίας ύπαρξης των θεωριών συνομωσίας. [10]

Αν οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων που καθορίζουν τη πορεία των κοινωνιών τους, αντί να τους φέρονται σαν να είναι νήπια, δεν θα υπάρχει λόγος να φοβούνται για κάποιους άλλους που μυστικά μας εξουσιάζουν. Σε μια τέτοια περίπτωση, που βασίζεται στην άμεση δημοκρατία, δεν υπάρχουν ελίτ να εξουσιάζουν την κοινωνία ούτε κλειστές ομάδες ειδικών να συσσωρεύουν τη γνώση, οι πληροφορίες και τα επιστημονικά στοιχεία θα είναι ελεύθερα διαθέσιμα στο κοινό (και όχι διοχετευμένα μέσω γραφειοκρατικών και/ή κερδοσκοπικών οργανισμών) ούτως ώστε ο καθένας να μπορεί να εμπλακεί στην ορθολογική και κοσμική διαβούλευση.

Όπως γράφει ο συγγραφέας Joseph E. Uscinski στο βιβλίο του Θεωρίες συνομωσίας και οι άνθρωποι που πιστεύουν σε αυτές: «Αν το αίσθημα της α-δυναμίας αυξάνει την πίστη σε θεωρίες συνομωσίας, ίσως και το αντίθετο να είναι αλήθεια –δηλαδή ότι τα αισθήματα ενδυνάμωσης μπορούν να μειώσουν την πίστη σε θεωρίες συνομωσίας. Η ενδυνάμωση αναφέρεται στην αίσθηση ότι κάποιος έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή του και ότι μπορεί να επηρεάσει σχετικές αποφάσεις που διαμορφώνουν το μέλλον του. Όπως τα συναισθήματα του αν-ισχυρού σχετίζονται με αρνητικά αισθήματα, συμπεριλαμβανομένου και του φόβου, του άγχους και της αβεβαιότητας, έτσι τα συναισθήματα της ενδυνάμωσης είναι πιθανόν να ελαττώσουν τέτοια αρνητικά αισθήματα και αντ’ αυτού να καλλιεργήσουν την ελπίδα, την αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση για το μέλλον. Τέτοια θετικά αισθήματα μπορούν να ωθήσουν τους πολίτες να αντιληφθούν το κοινωνικό τους περιβάλλον με μια λιγότερο καχύποπτη νοοτροπία». [11]

Αυτή η αυθεντική ενδυνάμωση, ωστόσο, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα από την ίδια την κοινωνία. Κανένας θεσμός με σκοπό να διατηρήσει τα προνόμια μιας ελίτ δεν θα διασκορπίσει πρόθυμα τη δύναμή του στον πληθυσμό. Είναι οι τελευταίοι που πρέπει να αυτοοργανωθούν και ριζικά να αλλάξουν την πολιτική αρχιτεκτονική της κοινωνίας. Σε αυτή την προσπάθεια οι θεωρίες συνομωσίας δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από ένα μεγάλο εμπόδιο και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστούν σθεναρά από τα κοινωνικά κινημάτα. Μια πιο δημοκρατική και λιγότερο παράλογη κοινωνία δεν είναι μόνο μια βιώσιμη εναλλακτική στο τωρινό αποξενωμένο και αυταρχικό καθεστώς, αλλά ζήτημα κοινωνικής συμμετοχής και οργάνωσης στο εδώ και τώρα.https://www.aftoleksi.gr/

Η λίστα ιστολογίων μου