Ας ξεκινήσουμε από μια θεμελιώδη παραδοχή: μια αριστερή πολιτικής υγείας αντιμετωπίζει την καθολική κάλυψη των υγειονομικών αναγκών της κοινωνίας ως πρωταρχική προτεραιότητα. Αυτή επιχειρείται μέσα από ένα δημόσιο σύστημα που παρέχει φροντίδα χωρίς προϋποθέσεις και εμπόδια, με δωρεάν πρόσβαση σε σύγχρονες, ποιοτικές υπηρεσίες υγείας σε όποιον/-α έχει ανάγκη. Το σύστημα αυτό δεν προορίζεται μόνο για οικονομικά/κοινωνικά αδύναμους. Αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Αποτελεί απαραίτητο, όπως απέδειξε η πρόσφατη πανδημία, συστατικό ενός μηχανισμού ανθεκτικότητας της κοινωνίας. Επίσης, δεν καταναλώνει απλώς οικονομικούς πόρους, αλλά έχει αναπτυξιακή λειτουργία, τόσο άμεση (πεδίο έρευνας και καινοτομίας) όσο και έμμεση (εμπέδωση ασφαλούς περιβάλλοντος για οικονομική δραστηριότητα). Ακούει τη γνώμη των ληπτών και λογοδοτεί για τα πεπραγμένα του. Σέβεται την ποιότητα ζωής και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων του καθώς και το περιβάλλον. Τα παραπάνω, σήμερα στην Ελλάδα, ακούγονται ονειρικά. Το ΕΣΥ ιδρύθηκε πριν 40 χρόνια και παρότι αποτέλεσε μια σημαντική δημοκρατική τομή στον τομέα της περίθαλψης δεν σχεδιάστηκε για να καλύπτει όλες τις ανάγκες, πόσο μάλλον αυτές που εν τω μεταξύ προκύπτουν συνεπεία των επάλληλων κρίσεων. Στην πορεία του χρόνου, αφού εξασθένησε σημαντικά λόγω των μνημονιακών πολιτικών, εγκαταλείπεται στη διάλυση από την κυβέρνηση της ΝΔ. Διάλυση που έχει συντελεστεί σε νοσοκομεία της περιφέρειας αλλά αρχίζει να είναι ορατή και τις υγειονομικές μονάδες του κέντρου. Η βάση της κρίσης αυτής είναι η υποστελέχωση. Χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα συμβάλλουν, όμως έχουν δευτερεύουσα σημασία.
Άμεσες προτεραιότητες
Εφόσον επιδιώκουμε την κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού, η διάσωση του υπάρχοντος ΕΣΥ αποτελεί την κυρίαρχη άμεση προτεραιότητα. Πρακτικά, διάσωση σημαίνει στελέχωση των υπηρεσιών που ερημώνουν (οι κενές θέσεις υπολογίζονται γύρω στις 35.000 και παρουσιάζουν διαρκώς αυξητική τάση). Επείγει να θέσουμε σαν βραχυπρόθεσμο και διαρκή στόχο την στελέχωση της τάξης του 90% των τρεχόντων οργανικών θέσεων σε κάθε μονάδα του ΕΣΥ. Αυτό συνεπάγεται: αυτόματη προκήρυξη κάθε θέσης που αδειάζει, μονιμοποίηση των συμβασιούχων που υπηρετούν σε δομές με <50% στελέχωση, μαζική προκήρυξη θέσεων με ταυτόχρονη προκήρυξη όλων των κενών θέσεων μιας δομής, καθώς αν ζητήσεις πχ 2 γιατρούς για δομή με 7 κενές θέσεις, δεν θα βρεις καμία πρόθυμη. Η επίτευξη του στόχου οφείλει επίσης να υπερβεί την περιορισμένη προθυμία, των υγειονομικών, των γιατρών κυρίως, να υπηρετήσουν στο ΕΣΥ, απροθυμία που πηγάζει από τις χαμηλές αποδοχές και τις κακές συνθήκες εργασίας. Αν δικαίως υποθέσουμε ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν με την επαρκή στελέχωση απαιτείται ο διπλασιασμός των αποδοχών των γιατρών για να αποτελέσει το ΕΣΥ ανταγωνιστικό εργοδότη απέναντι στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στα δημόσια συστήματα άλλων χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου και της Ρουμανίας. Αύξηση των αποδοχών θα χρειαστεί για το λοιπό προσωπικό του ΕΣΥ. Πρόσθετα οικονομικά και υπηρεσιακά κίνητρα θα απαιτηθούν για θέσεις σε απομακρυσμένες περιοχές ή σε άγονες ειδικότητες/εξειδικεύσεις.
Ανάσχεση ιδιωτικοποίησης
Αναπόσπαστο τμήμα μιας πολιτικής διάσωσης είναι η ανάσχεση των πολιτικών ιδιωτικοποίησής του ΕΣΥ που εφαρμόζει η δεξιά διευκολύνοντας την αποσύνθεσή του. Προς το παρόν, δεν μιλάμε για πώληση νοσοκομείων, αλλά για ένα πλέγμα «βελούδινων» πολιτικών μέσω των οποίων η αγορά και οι αντιλήψεις που φέρνει μαζί της διεισδύουν στο δημόσιο σύστημα με σκοπό την προαγωγή της κερδοφορίας όσων εμπλέκονται: Α) Απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των γιατρών - γιατροί του ΕΣΥ μπορούν να εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα και ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί στις δημόσιες δομές. Β) Εκχώρηση σε εργολάβους λειτουργιών, όπως καθαριότητα, αλλά πλέον και εργαστηριακές εξετάσεις και διακομιδές, με όλο και περισσότερες λειτουργίες να προστίθενται στον κατάλογο του άμεσου μέλλοντος. Γ) Πληρωμές από την τσέπη των ασθενών για απογευματινά ιατρεία και χειρουργεία, Δ) Management που επικεντρώνει στην οικονομικά αποδοτική λειτουργία των δομών (πχ με δεδομένους πόρους, πετυχαίνουμε τόσες εξετάσεις Α, τόσες επεμβάσεις Β και τόσες μέρες νοσηλείας για τη διάγνωση αντί για την αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού, μετατρέποντας σταδιακά το ΕΣΥ από ένα σύστημα-καταφύγιο που υποδέχεται ασθενείς χωρίς προϋποθέσεις και διακρίσεις σε ένα σύστημα που φροντίζει πρωτίστως τον εαυτό του, αποφεύγοντας κατηγορίες μη-αποδοτικών ασθενών και ασθενειών.
Η ανάσχεση της ιδιωτικοποίησης και η διάσωση όμως του υπάρχοντος ΕΣΥ παρότι αποτελούν επείγουσα ανάγκη, δεν μπορεί να είναι το καταληκτικό σημείο μιας πολιτικής που επιδιώκει την κάλυψη του συνόλου των αναγκών υγείας της κοινωνίας. Η επανίδρυση του ΕΣΥ αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της αριστεράς. Το νέο σύστημα θα πρέπει υπερέχει του υπάρχοντος τουλάχιστον στα παρακάτω: 1) βασίζεται σε ένα ευρύ δίκτυο δημόσιων δομών πρωτοβάθμιας, μη-ιατροκεντρικής φροντίδας υγείας που περιλαμβάνει υπηρεσίες πρόληψης, στοματική υγεία, ψυχική υγεία και εξαρτήσεις και οι οποίες δομές συναρθρώνονται λειτουργικά με υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, με τις νοσοκομειακές δομές και τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας (που και αυτές χρειάζονται επανίδρυση) της περιοχής, 2) αναπτύσσει μονάδες μετανοσοκομειακής περίθαλψης σε διασύνδεση με τα νοσοκομεία και τις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, 3) κατανέμει ορθολογικά τις υπηρεσίες του στην επικράτεια, βασιζόμενο σε επιδημιολογικά και γεωγραφικά δεδομένα καθώς και σε επιστημονικούς κανόνες έγκαιρες παροχής φροντίδας 4) διαθέτει σύστημα προπομπών που μέσω της διασύνδεσης των δομών εγγυάται την ευχερή κίνηση του ασθενή μεταξύ των διαφόρων βαθμίδων και υπηρεσιών του συστήματος, χωρίς ο ίδιος ή οικογένειά του να χρειάζεται να μεριμνήσουν για αυτό. Η πορεία προς ένα νέο ΕΣΥ, πρέπει να σηματοδοτείται από σαφή ορόσημα-στόχους. Αναφέρω ενδεικτικά την εξίσωση με μέσους όρους της ΕΕ σε δείκτες κρίσιμους για την βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος στα οποία η χώρα υπολείπεται θεαματικά: η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας, η ιδιωτική δαπάνη σαν ποσοστό της συνολικής κατά κεφαλή δαπάνης υγείας, η κατά κεφαλή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, το ποσοστό των ακάλυπτων αναγκών υγείας, την πυκνότητα νοσοκομειακών κλινών και δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Προϋπόθεση η κοινωνική συμφωνία
Η ευόδωση όσων προτάθηκαν προϋποθέτει ευρεία κοινωνική συμφωνία, η οποία δεν είναι δεδομένη. Σε μια εποχή που η έννοια του δημοσίου δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, η αριστερά οφείλει να εξηγεί σημείο προς σημείο, γιατί το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας υπηρετείται από την δικιά της πρόταση και όχι από αυτήν δεξιάς που βασίζεται σε υπηρεσίες που παρέχονται από ασύνδετες μεταξύ τους δομές, άλλες υποβαθμισμένες δημόσιες κι άλλες ιδιωτικές που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος και αξιολογούνται με όρους αγοράς. Απαιτείται επίσης μακρόπνοη πολιτική δέσμευση καθώς και η εξασφάλιση πόρων από την φορολογία του πλούτου και τον περιορισμό σπατάλης (πχ εξοπλιστικά προγράμματα). Τέλος, για να είναι αξιόπιστος ο λόγος της αριστεράς για την υγεία, οφείλουν οι παρεμβάσεις της στην τρέχουσα επικαιρότητα να συνάδουν με τις στρατηγικές της επιδιώξεις. Δεν αρκεί να αντιστρατεύεται τα μεγάλα επιχειρηματικό συμφέρονται, πρέπει και να αποφεύγει μικροπολιτικές προσεγγίσεις της πολιτικής υγείας από την οπτική συντεχνιακών συμφερόντων της μίας ή της άλλης επαγγελματικής ομάδας υγειονομικών. Ο στόχος ενός στιβαρού, ενιαίου, δωρεάν και αποτελεσματικού δημοσίου συστήματος υγείας που απλώνεται προστατευτικά πάνω στο σύνολο της κοινωνίας πρέπει να είναι αλλά και να φαίνεται καθημερινά ότι είναι, η ψυχή της πολιτικής της υγείας της αριστεράς.https://www.epohi.gr/