κίνδυνος. Οι τριβές με τη Γιουγκοσλαβία και ο ανεφοδιασμός του Δημοκρατικού Στρατού μέσω των συνόρων των δύο όμορων κρατών επιβεβαίωναν τις ανησυχίες των συμμάχων του δυτικού συνασπισμού για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ελλάδα να τεθεί, παρά τα όσα είχαν συμφωνηθεί
στη Γιάλτα, υπό κομμουνιστικό έλεγχο. Αιχμή του δόρατος στην άσκηση της συγκεκριμένης πολιτικής πίεσης που δεχόταν η χώρα και που ουσιαστικά εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού μεταξύ Ανατολής- Δύσης ήταν φυσικά το Μακεδονικό.
Η ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γιουγκοσλαβία με τη δημιουργία ομοσπονδίας που περιελάμβανε πέντε κράτη, τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Μακεδονία, το Μαυροβούνιο,
και τη Σερβία με δύο αυτόνομες περιοχές, το Κοσσυφοπέδιο και τη Βοϊβοντίνα, από τη Συντακτική Συνέλευση που συνήλθε στις 29 Νοεμβρίου 1945, αναζωπύρωσε τον σκοπιανό αλυτρωτισμό. Η επιφύλαξη όμως των Συμμάχων απέναντι στην πολιτική που ακολουθούσε ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Τίτο, εμβληματική φυσιογνωμία σε ολόκληρη την ιστορία της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όχι μόνο σε σχέση με τον ελληνικό Εμφύλιο, αλλά και όσον αφορά την απόπειρα ομοσπονδιακής ένωσης με τη Βουλγαρία, εκτονώθηκε αυτόματα σχεδόν όταν το 1948 το Βελιγράδι και ο ίδιος ο Τίτο εισέπραξαν οργή μεγατόνων από πλευράς Στάλιν για τη βουλγαρο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση που επεχειρείτο ερήμην της Μόσχας. Στην κρίσιμη εκείνη ιστορική στιγμή η τριμερής οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που είχε τόση ανάγκη η χώρα από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία οδήγησε σε βελτίωση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τη Δύση. Ακολούθησε συνθήκη φιλίας και στη συνέχεια αμυντικό σύμφωνο με την Ελλάδα και την Τουρκία (1953), ενώ την επόμενη χρονιά λύθηκε οριστικά και το πρόβλημα της Τεργέστης. Ο Τίτο αναδεικνυόταν έτσι σε πολύτιμο στρατηγικό εταίρο για τη Δύση, που επιθυμούσε να τον χρησιμοποιεί ως ανάχωμα στον σοβιετικό ηγεμονισμό στην Α. Ευρώπη.
Η πολιτική αυτή ωστόσο οδήγησε μοιραίως σε υποβάθμιση του «μακεδονικού» που από τη διεθνή agenda εξελίχθηκε για δεκαετίες σε διμερές ελληνογιουγκοσλαβικό ζήτημα, για να αναδειχθεί ξανά επί των ημερών μας σε διεθνές, τη φορά αυτή όμως με τελείως διαφορετικούς όρους και με την Ουάσιγκτον ανοιχτά να υποστηρίζει την κυβέρνηση των Σκοπίων του κ. Γκρούεφσκι- ο οποίος δεν φαίνεται διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις γνωστές εθνικιστικές θέσεις του που τον κρατούν στην εξουσία. Ο «νευρικός πονοκέφαλος» που προκαλεί στις ΗΠΑ η Ευρώπη με την αστάθεια, τη σύγχυση και τον οικονομικό μαρασμό, παράγοντες που περιορίζουν τον ρόλο που θα μπορούσε να έχει στο οργανόγραμμα για το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε εν μέρει να ερμηνεύσει την πολιτική αναζήτησης στενών και αξιόλογων συνεργατών που επιχειρεί ο Λευκός Οίκος στην περιοχή της Α. Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής (ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη απογοήτευση που είχε από τη στάση της Τουρκίας και την πολιτική του Ισραήλ), και ένας από αυτούς είναι αναμφισβήτητα το κρατίδιο των Σκοπίων.
Πηγαίνοντας πίσω στη δεκαετία του 1960 και συγκεκριμένα στη διετία 1965-1966, περίοδο όπου η Ελλάδα συγκλονίζεται με τα Ιουλιανά και τη ρήξη της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου με το Στέμμα, ανακοινώνεται η πρόθεση για ανταπόδοση της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στο Βελιγράδι το 1964 από τον γιουγκοσλάβο ομόλογό του Πέταρ Στάμπολιτς. Επειτα από παλινωδίες όσον αφορά τον χρόνο της επίσκεψης, τελικά επιλέγεται το φθινόπωρο του έτους 1966 και ειδικότερα το τριήμερο 20-23 Οκτωβρίου, που περιελάμβανε επίσης επισκέψεις σε Ρόδο και Κρήτη, ενώ επιμελώς είχε αποκρουσθεί η επιθυμία της γιουγκοσλαβικής πλευράς για διέλευση από τη Θεσσαλονίκη, παραμονές μάλιστα του εορτασμού του πολιούχου της πόλης που θα έδινε αφορμή για πολιτική εκμετάλλευση, την οποία δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση, όπως ήταν φυσικό, η ελληνική κυβέρνηση.
Παρακολουθώντας τη διπλωματική αλληλογραφία που προηγήθηκε της επίσκεψης, όπως και τα πρακτικά των επίσημων συνομιλιών που οδήγησαν σε υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών στον τομέα κυρίως του πολιτισμού και του τουρισμού, διαπιστώνει κανείς τις δυσκολίες που προκαλούσαν οι γιουγκοσλαβικές ανακολουθίες σε θέματα όπως η αξιοποίηση των υδάτινων πόρων του Αξιού και οι συστηματικές προκλήσεις με διαρκείς τριβές όπως αυτή διά της εγκαταστάσεως χιλιάδων προσφύγων του Εμφυλίου από την Τασκένδη στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, νοτίως των Σκοπίων, όπου επεχειρείτο μεθοδικά η δημιουργία ελευθέρας ζώνης διελεύσεως. Αποκαλυπτικό είναι το πολυσέλιδο κρυπτοτηλεγράφημα που απέστειλε στην Αθήνα ο έλληνας πρέσβης Ν. Καμπαλούρης από το Βελιγράδι πέντε μόλις ημέρες πριν από την επίσκεψη στην Αθήνα του γιουγκοσλάβου πρωθυπουργού και της συνοδείας του. Σε γεύμα του με τον ΑΝΥΠΕΞ της γείτονος Παβίσεβιτς περιέγραφε ως εξής το αναμενόμενο αποτέλεσμα των συνομιλιών μεταφέροντας αυτολεξεί εκτιμήσεις του συνομιλητή του: «... Δεν πιστεύει ότι επιτευχθούν εντυπωσιακά αποτελέσματα,αλλά λαμβανομένης υπ΄ όψιν και γενικωτέρας εν τοις Βαλκανίοις ηρέμου καταστάσεως, τεθούν αι βάσεις ευρυτέρας και γονιμωτέρας οικονομικής συνεργασίας. Δεν υπάρχουν μεγάλαι φιλοδοξίαι,ούτε και illusions (sic) εν προκειμένω, πράγμα όπερ συντελέση συζητήσεις περιορισθούν ρεαλιστικά πλαίσια» (Λίαν απόρρητον, αμέσου επιδόσεως, εν Βελιγραδίω, 15 Οκτωβρίου 1966). Οπως αποδεικνύεται τόσο από το συγκεκριμένο όσο και από άλλα έγγραφα του ιδίου φακέλου, «ρεαλιστικός» και σχεδόν αποκλειστικός στόχος της επίσκεψης ήταν η απόπειρα κατάργησης θεώρησης (visa) των διαβατηρίων, αλλά κυρίως η κατασκευή αγωγού από το συγκρότημα Ρappas που θα ένωνε το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη περνώντας μέσα από τα Σκόπια. «Αντελήφθην ότι Γιουγκοσλάβοι ρίψουν όλον βάρος των επίτευξιν συγκαταθέσεώς μας δι΄ έναρξιν και προώθησιν συνεργασίας μετά συγκροτήματος Ρappas.Κύριος Παβίσεβιτς έφθασε μέχρι σημείου υποστηρίξει ότι συνεργασία αύτη, ευοδουμένη, θα συνετέλει ταχείαν ανάπτυξιν νοτίων περιοχών Γιουγκοσλαβίας και βορείων περιοχών Ελλάδος,επ΄ ωφελεία στενωτέρας προσεγγίσεως δύο χωρών» (όπ.π). Και συμπλήρωνε καταλήγοντας: «... Δεν αποκλείω ενδεχόμενον Τom Ρappas και Γιουγκοσλάβοι έχουν εξασφαλίσει υποστήριξιν Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής,αίτινες ίσως διαβλέπουν περίπτωσιν ταύτην δυνατότητα εφαρμογής ενεργού πολιτικής συνεργασίας Ανατολής- Δύσεως, παραγνωρίζουσαι ειδικάς συνθήκας περιοχής και ασκουμένην από ελληνικής πλευράς εν προκειμένω πολιτικήν».
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α' στο υπουργείο Εξωτερικών. Η εγκύκλιος
«Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εντεινόμενη προπαγάνδα και τις ημιεπίσημες διακηρύξεις κρατικών κύκλων της Βουλγαρίας αλλά και παρτιζάνων της Γιουγκοσλαβίας και λοιπών κύκλων που αποσκοπούν στην ανακήρυξη αυτόνομου κράτους της Μακεδονίας με προσάρτηση ελληνικών εδαφών. Η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί κάθε συζήτηση περί “μακεδονικού έθνους”, “μακεδονικής γης” ή “μακεδονικής εθνικής ταυτότητας” ως αβάσιμη δημαγωγία που δεν αντιπροσωπεύει ουδεμία εθνική ή πολιτική πραγματικότητα, αλλ΄ αντιθέτως συνιστά πόλο αντιπαλότητας υπό τις παρούσες συνθήκες και επιθετικών προθέσεων εις βάρος της Ελλάδας. Η στρατηγική επιλογή της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να αποκρούσει κάθε απόπειρα αναζωπύρωσης του Μακεδονικού σε σχέση με την Ελλάδα.Το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικείται από Ελληνες και ο ελληνικός λαός εναντιώνεται ομόψυχα σε κάθε ιδέα δημιουργίας “μακεδονικού κράτους”. Οι δήθεν θεωρίες που προβάλλονται περί ελληνικής συμμετοχής σε παρόμοιες απόπειρες σχηματισμού ξεχωριστού κρατιδίου πρέπει να θεωρούνται ως αβάσιμες και ψευδείς. Η αμερικανική κυβέρνηση στο εξής θα θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνη κάθε κυβέρνηση ή συνασπισμό που υποστηρίζει ή ανέχεται επιθετικές δράσεις “μακεδονικών συντεταγμένων δυνάμεων” εις βάρος της Ελλάδας.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα εκτιμούσε οιαδήποτε σχετική πληροφορία για το θέμα θα μπορούσε τυχόν να περιέλθει σε γνώση σας»(ΑΠ 868.014,26 Δεκεμβρίου 1944 από Στέιτ Ντιπάρτμεντ,FRUS Vol VΙΙΙ).
Επίσκεψη με διαχρονική σημασία
Ανάμεσα στους παρασημοφορηθέντες της συνοδείας του γιουγκοσλάβου πρωθυπουργού πρώτο φιγουράρει το όνομα του υπουργού ΟικονομικώνΚίρο Γκλιγκόροφμε τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικος,μεταξύ άλλων πέντε συνολικά τιμηθέντων,παρά τις επιφυλάξεις που διατύπωναν αρμόδιοι κύκλοι του ΥΠΕΞ.Τέλος,σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης σε ρεσιτάλ προκλητικότητας περί μειονοτήτων κτλ.απεδύθη τόσο ο γιουγκοσλαβικός Τύπος όσο και η προγραμματισμένη ακριβώς μέσα στο ίδιο τριήμερο (20-23 Οκτωβρίου) μετάβαση ξένων ανταποκριτών στα Σκόπια για συναντήσεις τους με εκεί αξιωματούχους,μεταξύ των οποίων με τον γνωστό μας Χρίστο Τσερβενκόφσκι,γραμματέα της Ενώσεως Κομμουνιστών Μακεδονίας (ΑΠ 2477, 15.10.1966, Καμπαλούρης από Βελιγράδι).
Στο ερώτημα αν θα μπορούσαν σήμερα οι ΗΠΑ να κάμψουν τη σκοπιανή αδιαλλαξία όσον αφορά την ονομασία του γειτονικού κρατιδίου,μια πιθανή απάντηση θα μπορούσε να δοθεί μάλλον έμμεσα από την ίδια την Ιστορία.Οπως έχει επαναληφθεί σε προηγούμενο άρθρο της συγκεκριμένης σειράς,εκείνος που ανησύχησε πρώτος από την ανακήρυξη του ομόσπονδου «μακεδονικού κράτους» της Γιουγκοσλαβίας το 1945 ήταν ο αμερικανός πρόεδροςΦραγκλίνοςΡούζβελτ, ο οποίος διείδε έκτοτε την απειλή για τη χώρα μας.Η επιμονή του Τσόρτσιλ,όμως,να τηρούν τον Τίτο υπό κατευνασμό και υποχείριο της Δύσης απέναντι στη Μόσχα υπερκέρασε τις αμερικανικές ανησυχίες,που κάλλιον παντός άλλου συνοψίζονται στην παρακάτω εγκύκλιο που απηύθυνε ο αμερικανός ΥΠΕΞ Στετίνιους στις διπλωματικές και προξενικές αρχές των ΗΠΑ της εποχής με την εξής οδηγία:«Η παρούσα εγκύκλιος αποσκοπεί στην ενημέρωσή σας και δεν απαιτεί επί του παρόντος οιαδήποτε ενέργεια από πλευράς σας». πηγη:http://www.tovima.gr/