«Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις», 30 Μαρτίου του 1960. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της πιο έντονης μετανάστευσης των Ελλήνων, που βιώθηκε όσο καμία άλλη. Ήταν η κορύφωση και το τέλος του μαζικού ξενιτεμού των Ελλήνων προς την Αμερική, την Αυστραλία, την Αφρική, τον 20ο αιώνα.
Δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια στη χώρα μας, με τα χωριά να ερημώνουν από την εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγαλουπόλεις, λόγω της φτώχιας και της ανεργίας. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Έτσι, η υπογραφή της ελληνογερμανικής Σύμβασης, αποτέλεσε μία «μεγάλη ευκαιρία» για χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, που παρά την τρομερή εμπειρία της γερμανικής κατοχής και τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, ξεκίνησαν για τη Γερμανία, αναζητώντας το νέο, το καλύτερο, το αναγκαίο.
Gastarbeiter (φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι) τούς αποκαλούσαν ή Katzelmacher, όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους μετανάστες, που προέρχονται από τις νότιες χώρες. Σκληρά τα πρώτα χρόνια και όπως διαπίστωσαν οι μετανάστες η Γερμανία δεν ήταν … Αμερική, όπως την ονειρεύονταν κάποιοι.
Ειδικά στο ξεκίνημα, η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε παραπήγματα, τα οποία, εν μέρει, προέρχονταν από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αναφέρεται στα αρχεία του Κέντρου Τεκμηρίωσης και του Μουσείου DOMiD, της Κολωνίας. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα ανά άτομο. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν αντρόγυνα έπρεπε να χωρίσουν), συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.
Αν με κάτι είχαν να αντιπαλέψουν, με όλες τους τις δυνάμεις, οι μετανάστες από την αρχή, αυτό ήταν το «ακόρντ» (πλαφόν στην παραγωγικότητα), που όσοι προσπαθούσαν να το ξεπεράσουν για να πάρουν πριμ, κατέληγαν, σε πολλές περιπτώσεις, με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταυτόχρονα, προκαλούσαν την αντιπάθεια των Γερμανών συναδέλφων τους, που έμεινα πίσω, καθώς τα «ακόρντ» ανέβαιναν συνεχώς εξαιτίας των Gastarbeiter.
Δεν ήταν, βέβαια, το όνειρο του γρήγορου χρήματος που τούς ωθούσε στα άκρα, αλλά η προοπτική να τα βγάλει πέρα η οικογένεια στην Ελλάδα, με τα εμβάσματα που έστελναν. Κι αν ήταν δυνατόν, να χτίσουν ένα σπίτι στην πατρίδα, ν' ανοίξουν ένα μαγαζί και έτσι να προετοιμάσουν την επιστροφή τους.
Η προσωρινότητα έγινε, τελικά, μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα. Σε μια χώρα, όπου η σημερινή γενιά των Ελλήνων είναι πλήρως ενταγμένη στην τοπική κοινωνία, γεγονός που αναγνωρίζεται απ΄ όλους. Ξεπερνούν το 1,5 εκ. οι Έλληνες που πέρασαν συνολικά από τη Γερμανία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, έως το 1973, όταν η Γερμανία πάγωσε μονόπλευρα όλες τις συμβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών, μετανάστευσαν περίπου 600.000 Έλληνες εργάτες. Σήμερα, σε όλη τη Γερμανία, οι Έλληνες υπολογίζονται στις 350.000.
Πολλοί από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες, έχοντας συνταξιοδοτηθεί, επέστρεψαν στα χωριά τους. Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που έμειναν στη Γερμανία, για να είναι κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια τους, στη δεύτερη πια πατρίδα. Χαρακτηριστικό είναι ένα στιχάκι ανώνυμου μετανάστη: «Τώρα που την πήρες την πολυπόθητη σύνταξή σου γιατί δεν επιστρέφεις στην πατρίδα, την Ελλάδα; Τότε που ήθελα δεν μπορούσα. Τώρα που μπορώ, δεν θέλω. Η νοσταλγία μου αρκεί».
Τα "Πέτρινα Χρόνια"
«Ευλογία του Θεού», αποκάλεσαν πολλοί τη μετανάστευση στη Γερμανία, καθώς δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο. Άλλοι την ονόμασαν «κατάρα του Θεού» και «σύγχρονο σκλαβοπάζαρο». Αυτή ήταν η μεγάλη «έξοδος», με μία μόνο βαλίτσα στο χέρι, γεμάτη «όνειρα και ελπίδες», για μία καλύτερη τύχη, για ένα νέο μέλλον. «Ήταν η εποχή που λέγαμε ότι: η Ελλάδα παράγει πέτρες και Γκάσταρμπαϊτερ. Μήπως, όμως, αυτό ήταν το σύνθημα της παρηγοριάς;», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο επετειακό βιβλίο της Ελληνικής Κοινότητας στη Νυρεμβέργη.
Ζητούσαν «τεμάχια»
Με την υπογραφή της σύμβασης άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη των Ελλήνων εργατών, εξετάζοντας εξονυχιστικά την καταλληλότητά τους, από άποψη υγείας και ειδικών γνώσεων, ενώ οργάνωναν και το ταξίδι τους. Η τακτική προσέλκυσης την εποχή εκείνη θύμιζε «σύγχρονο σκλαβοπάζαρο», όπως έχει παραδεχτεί και ένας πρώην διευθυντής της Γερμανικής Επιτροπής στην Αθήνας.
Ο Χανς Γιόργκ Έκχαρντ, που εργάστηκε στο Γραφείο Θεσσαλονίκης από το 1965 έως το 1967, μας εξιστορεί, πως οι ιατρικές εξετάσεις ήταν πολύ αυστηρές: μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις κ.ά. «Έπρεπε να επιλέξουμε καλό ανθρώπινο υλικό, αυτή ήταν η εντολή. Από Γερμανία μας λέγανε 'στείλτε μας τόσα τεμάχια', και αυτό πιστέψτε με, με πονούσε πολύ, καθώς αντίκριζα καθημερινά νέους ανθρώπους να ψάχνουν για ελπίδα, ένα καλύτερο αύριο», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από τη Στουτγκάρδη, ο 67χρονος σήμερα Χανς Γιόργκ Έκχαρντ.
Και συνεχίζει: «Οι εργοδότες ήθελαν να προσλάβουν μόνο νέους, υγιείς ανθρώπους, με γερά χέρια και πόδια, για να εργαστούν στη βιομηχανία. Η Ελλάδα ήταν και η πρώτη χώρα που έστειλε στη Γερμανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους. Μπορείτε να φανταστείτε το δράμα αυτών των γυναικών, που πήγαιναν σε έναν ξένο τόπο, αφήνοντας συζύγους, παιδιά, χωρίς να ξέρουν ούτε μία λέξη γερμανική. Οι γυναίκες προτιμούνταν από τις φάμπρικές της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, καθώς τα χέρια τους ήταν πιο λεπτά και επιδέξια, απ΄ αυτά των ανδρών. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις εικόνες στο σταθμό του τρένου, στη Θεσσαλονίκη, με τους άνδρες να αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια τις συζύγους τους, κρατώντας μωρά παιδιά στην αγκαλιά τους. Και εκείνες, με απόγνωση, να προσπαθούν να τούς δώσουν κουράγιο».
Το πρώτο συμβόλαιο, όπως αναφέρει ο κ. Έκχαρντ είχε συνήθως διάρκεια ενός έτους, και δεν ήταν καλά πληρωμένο. Αν όλα πήγαιναν καλά, οι γυναίκες είχαν, μετά, το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στον σύντροφο τους. Αν, όμως, δεν ανταποκρίνονταν στις απατήσεις του εργοδότη, έχαναν το δικαίωμα να εργαστούν στη Γερμανία.
«Γραμμή της Ελπίδας»
Αν, λοιπόν, ήταν τυχεροί οι υποψήφιοι μετανάστες, που κατακλύζανε καθημερινά τις Γερμανικές Επιτροπές, έπαιρναν την πολυπόθητη «πράσινη κάρτα» εργασίας. Γι' αυτούς που έκαναν αίτηση στην Αθήνα, το ταξίδι ξεκινούσε συνήθως από τον Πειραιά, με το θρυλικό φέριμποτ «Κολοκοτρώνης», για να φτάσουν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και στη συνέχεια, με τρένο, για τη Γερμανία. Από τη Θεσσαλονίκη ταξίδευαν προς το Μόναχο, με ειδικές αμαξοστοιχίες, που ήταν συνήθως υπερπλήρεις, καθώς μετέφεραν, σε πολλές περιπτώσεις, πάνω από 1.000 άτομα. Τα μαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα ονόμαζε «μεταφορές», έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη των μεταναστών.
Στο ταξίδι από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους, κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμισι μέρες. Ειδικοί συνοδοί διενεργούσαν ελέγχους μέσα στο τρένο και υποδείκνυαν στους ταξιδιώτες πώς να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες, τούς εφιστούσαν την προσοχή στην καθαριότητα και τούς απαγόρευαν να πετούν σκουπίδια από το παράθυρο. Κανείς από τους μετανάστες δεν συνειδητοποιούσε τότε ότι, οι «παραβάσεις των ορίων» θα αποτελούσαν τα θεμέλια της μελλοντικής τους ζωής.
Στο Μόναχο, τα τρένα έφθαναν στη γραμμή 11, την οποία οι Ιταλοί είχαν βαφτίσει «Γραμμή της Ελπίδας». Από εκεί, τούς οδηγούσαν στο πρώην αεροπορικό καταφύγιο, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε διαμορφωθεί σε αίθουσα διαμονής. Από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες, από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο.
«Φωνάξαμε εργάτες και ήρθαν άνθρωποι»
Ένας από τους Έλληνες που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους μετανάστες, είναι ο Γρηγόρης Ζαρκάδας, από τη Φρανκφούρτη, όπου ζει από το 1964. Ο ίδιος εργάστηκε, επί 30 χρόνια, ως κοινωνικός λειτουργός, στο Κέντρο Μεταναστών Φρανκφούρτης, πρώτα με τους Έλληνες και αργότερα με άλλης εθνικότητας μετανάστες. Από το 1997 μέχρι σήμερα, εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στον κεντρικό δήμο της Φρανκφούρτης, έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Αλλοδαπών, από την ίδρυσή της, το 1992, έως το 1997.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ζαρκάδας σημειώνει ότι, η απαρχή «προμήθειας» εργατικού δυναμικού στη Γερμανία, με συμβάσεις εργασίας, έγινε με την Ιταλία και συνέχισε με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Τουρκία, το Μαρόκο, την Πορτογαλία, την Τυνησία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι συμβάσεις αυτές, στο σύνολο τους, κατοχύρωναν πλήρως τα εργασιακά- ασφαλιστικά δικαιώματα των εργατών. Και αυτό γιατί τα ανανεωμένα γερμανικά συνδικάτα (DGB), φρόντισαν να μην χρησιμοποιηθούν οι ξένοι εργάτες ως μοχλός πίεσης μισθών και ημερομισθίων. Παρ΄ όλα αυτά προβλήματα υπήρχαν.
«Η απέλαση από την Γερμανία ήταν το πιο εύκολο που μπορούσε να συμβεί με απόφαση κάθε τοπικής υπηρεσίας- αστυνομίας, αλλοδαπών. Μπορούσαν τα κρατίδια να εκδώσουν τις δικές τους διατάξεις, που ήταν δεσμευτικές για την πολιτική των δήμων. Η βασική φιλοσοφία πίσω από τις διατάξεις καταστολής, θα έλεγε κανείς, είναι ότι ο αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για την τοπική κοινωνία και πρέπει να εξασφαλίσουμε τα συμφέροντα της. Το ότι δεν συνέβησαν έκτροπα οφείλεται στα γερμανικά συνδικάτα και τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας», υποστηρίζει ο κ. Ζαρκάδας.
Συγκροτημένη ομοσπονδιακή πολιτική ενσωμάτωσης, τα χρόνια εκείνα, δεν υπήρχε, οπότε τα κρατίδια και οι Δήμοι, ανάλογα με την πίεση και το ποσοστό των αλλοδαπών, αλλά και την επίδραση προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, εφάρμοζαν μέτρα, που θεωρούσαν σωστά για την κοινωνική ενσωμάτωση αλλοδαπών.
Το 1967 παρατηρήθηκε η πρώτη μικρή οικονομική κρίση στη Γερμανία και φούντωσε η συζήτηση για μαζική απέλαση των αλλοδαπών. Για όλα τα προβλήματα ανεργίας, εγκληματικότητας κλπ. οι αλλοδαποί ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος», θυμάται ο κ. Ζαρκάδας.
Και προσθέτει: «Ακροδεξιά, νεοναζιστικά στοιχεία, εμφανίστηκαν και μπήκαν και σε δημοτικά συμβούλια. Σε αυτό το κλίμα, άρχισε να συνειδητοποιεί η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας ότι το πολιτικό κενό, που βασίζονταν στην προσωρινότητα των μεταναστών, ήταν λάθος επιλογή. Ο συγγραφέας Μαξ Φριτς είπε τότε το περίφημο, 'φωνάξαμε εργάτες και ήρθαν άνθρωποι'».
Μόλις το 1973, όταν η Γερμανία πάγωσε μονόπλευρα όλες τις συμβάσεις πρόσληψης αλλοδαπών, δειλά-δειλά άρχισαν να αναγνωρίζονται οι μετανάστες, ως αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας.
Ένας τρίτος σταθμός στην πορεία του μεταναστευτικού κινήματος στη Γερμανία είναι η προσπάθεια του φιλελεύθερου σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού να προχωρήσει σε θεσμοθετημένη πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών.
«Το πρώτο βήμα ήταν η θεσμοθέτηση ομοσπονδιακού επιτετραμμένου για θέματα μεταναστών και ο διορισμός του πρώην πρωθυπουργού της Ρηνανίας Βεστφαλίας Kuhn, Χάιντς Κουν το 1978. Ένα χρόνο μετά, συντάχθηκε η πρώτη έκθεση για την κατάσταση των μεταναστών και τις προτάσεις για την πορεία της ενσωμάτωσης τους στη γερμανική κοινωνία», αναφέρει ο κ. Ζαρκάδας.
«Παράλληλα, θεσμοθετείται και η ένωση γλώσσας 'Sprachverband', με σκοπό τη χρηματοδότηση της εκμάθησης της γερμανικής σε όλα τα επίπεδα. Την οργάνωση ανέλαβαν τα κατά τόπους λαϊκά πανεπιστήμια, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά και πρωτοβουλίες πολιτών», συμπληρώνει.
Οι προτάσεις Κουν περιλάμβαναν τη διευκόλυνση απόκτησης της γερμανικής υπηκοότητας στους ηλικιωμένους, τη χορήγησή της σε όλα τα νεογέννητα αλλοδαπά παιδιά, τη χορήγηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στην τοπική αυτοδιοίκηση, την άμεση εκπαίδευση αλλοδαπών νηπιαγωγών και δασκάλων.
«Η νέα εποχή για τους μετανάστες στη Γερμανία αρχίζει μετά το 1998, με τη συνεργασία των πρασίνων και των σοσιαλδημοκρατών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση», επισημαίνει ο κ. Ζαρκάδας, σημειώνοντας: «Αμέσως αναγνωρίζεται, θεσμοθετημένα πλέον, η Γερμανία ως χώρα μετανάστευσης. Άμεσα προωθήθηκε η αλλαγή του νόμου για την απόκτηση της υπηκοότητας και αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στη γερμανική υπηκοότητα, με αρχή τον τόπο γέννησης και όχι τη φυλετική προέλευση, που ίσχυε ως τότε. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2000. Ήταν η χρονιά που άρχισαν να εκλέγονται και οι πρώτοι Έλληνες σε δημοτικά συμβούλια διαφόρων κρατιδίων στη Γερμανία».
Στα έγκατα της γης
Οι μετανάστες αναλάμβαναν πολλές φορές δουλειές, που δεν ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί. Έτσι, βρέθηκαν και στο μέτωπο της εξόρυξης άνθρακα, που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες της καθημερινής δουλειάς ήταν ιδιαίτερα σκληρές.
Ο Παναγιώτης Διγκόλης, από το Παλαιόκαστρο Κοζάνης, που δούλεψε στα ορυχεία της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θυμάται: «Δεν είχα κλείσει ακόμα τα 25 μου χρόνια, όταν πήρα την απόφαση να φύγω για τη Γερμανία. Έκανα πρώτα την αίτηση στην Κοζάνη και από εκεί με ειδοποίησαν να πάω στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Γερμανοί μας πέρασαν από ιατρικές εξετάσεις, από την κορυφή ως τα νύχια. Μου βρήκαν πως έχω δύο δόντια χαλασμένα, που αν δεν τα σφράγιζα, δεν θα με πέρναγαν. Άντε λεφτά και για οδοντίατρο, αλλά τι να έκανα; Έπρεπε να φύγω, αλλιώς χανόμασταν».
Τελικά, έφυγε από τον Πειραιά στις 25 Αυγούστου 1963, με τον «Κολοκοτρώνη», για να πάει στην Ιταλία και από εκεί στο Μόναχο, με τρένο. Κατέληξε στο Έσσεν, της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όπου έπρεπε να περάσει ξανά από ιατρικές εξετάσεις. Η πρώτη κατοικία του ήταν στις ειδικά διαμορφωμένες, για τους μετανάστες, παράγκες, στο Όμπερχάουζ, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υποτυπώδεις.
«Το πρώτο που μας είπαν-μας εξιστορεί ο Παναγιώτης Διγκόλης- ήταν να έχουμε πάντα την κάρτα μαζί μας. Ένα νούμερο ήμουν και εγώ, όπως όλοι μας. Ποιος ήξερε το όνομά μου; Στη σειρά μου ήμασταν 27 άτομα, όλοι νέοι. Ανάσα δεν πήραμε. Το βράδυ φτάσαμε, το ξημερώματα μας πήγαν για δουλειά. Ένα μήνα, περίπου, μας εκπαίδευαν για το πώς θα εργαστούμε στα ανθρακωρυχεία. Μας έδωσαν και 100 μάρκα προκαταβολή.
Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατεβήκαμε με το σιδερένιο κλουβί στη βάθη της γης. Φόβος δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Εννιακόσια μέτρα βάθος και εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι έπρεπε να μείνω σε αυτή τη δουλειά, διαφορετικά θα με γυρνούσαν πίσω. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Όταν βγήκαμε ξανά στη γη δεν μπορούσαμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον από τη μουτζούρα του κάρβουνου. Γελούσαμε με την ψυχή μας, σαν μικρά παιδιά και χαιρόμασταν τον ήλιο».
Δύο χρόνια άντεξε σε αυτή τη δουλειά, ο κ. Παναγιώτης, ώσπου κάποιοι συμπατριώτες του βρήκαν δουλειά σε χαρτοποιείο, στο Μπεργκισκλάμπαχ, απ΄ όπου πήρε και τη σύνταξή του. Εν τω μεταξύ είχε φροντίσει να πάει στο χωριό του, όπου παντρεύτηκε την Περιστέρα του, με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερις κόρες.
Η πρώτη δασκάλα
Έχουν περάσει γενιές και γενιές Ελλήνων της Γερμανίας από τα χέρια της. Όλοι, αναφέρονται με σεβασμό στην πρώτη δασκάλα που έφτασε στο Μόναχο το 1959, μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, έχοντας αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Ο λόγος για την Μαρίνα Μούσα, το γένος Σταματάκη, από το Ηράκλειο της Κρήτης.
«Τελικά, επέλεξα να μείνω στο Μόναχο για να συνεχίσω τις σπουδές μου, κάνοντας μετεκπαίδευση στη θεραπευτική αγωγή. Εκεί, γνωρίστηκα με πολλούς Έλληνες, με τους οποίους είχαμε την ιδέα να μαζέψουμε τα Ελληνόπουλα για να τα διδάξουμε τα ελληνικά», θυμάται η 74χρονη σήμερα εκπαιδευτικός, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ήταν πάνω από 200 παιδιά. Έτσι, δημιουργήσουμε ένα ελληνικό σχολείο, βάσει του γερμανικού εκπαιδευτικού προγράμματος, με τη βοήθεια του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας. Στην αρχή, ήμασταν μόνο τρεις εκπαιδευτικοί. Ιδρύσαμε και ένα σύλλογο για την προστασία των συμφερόντων μας. Στην επιτροπή βάλαμε και τον Πρίγκιπα του Ανοβέρου, για να έχουμε την εύνοιά του. Το γυμνάσιο που ιδρύσαμε το ονομάσαμε Όττο, βασιλεύς της Ελλάδος' και αυτό ενθουσίασε τους Γερμανούς», συνεχίζει.
Η πρώτη αυτή προσπάθεια εξαπλώθηκε στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Βαυαρίας. Αργότερα, η κα Σταματάκη αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρηνανία-Βεστφαλία, ανταλλάσσοντας τη θέση της με τον διαπρεπή σήμερα καθηγητή, Βασίλειο Φθενάκη.
Πενήντα ένα χρόνια μετά την έλευσή της στη Γερμανία, η κα Σταματάκη, η οποία και σήμερα συνεχίζει να διδάσκει εθελοντικά, μιλάει για μία «αναγέννηση του ελληνισμού».
«Τα 50χρονα των ελλήνων της Γερμανίας, που γιορτάσαμε πανηγυρικά στη Βόννη στις 2 Μαΐου, μου χαρίζουν καινούργια δύναμη, ενθυμούμενη τις πολλές προσπάθειες που καταβάλλαμε όλοι οι έλληνες. Έστω και στην ηλικία που είμαι θα συνεχίσω να προσφέρω ό,τι μπορώ. Με χαρά διαπιστώνω και θέλω να το γράψετε αυτό, ότι οι Έλληνες της Γερμανίας έχουν ενσωματωθεί, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί όμως, και αυτό το θεωρώ σημαντικό. Αυτή είναι άλλωστε η φύση του Έλληνα. Όπου και αν πήγε, με την εργατικότητα και το φιλότιμο που μας διακρίνει, αγάπησε το ξένο περιβάλλον κα το έκανε δικό του, όπως και οι Έλληνες της Γερμανίας».
Παντρεμένη με τον Παλαιστίνιο, Ζαμίλ Μούσα, από το 1964, η κα Σταματάκη αντιμετώπισε την «απορία», όπως λέει, των φίλων Γερμανών, που δεν περίμεναν από την ίδια να κάνει έναν τέτοιο γάμο. Καταλήγοντας, δεν παραλείπει να μας αναφέρει ότι, στο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, αντιτίθενται πολλοί Γερμανοί, οι οποίοι τονίζουν ότι οι σχέσεις των δύο χωρών δεν πρέπει να διαταραχτούν.
Τα παιδιά που έμεναν πίσω
Τραγική πτυχή στην υπόθεση της μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία αποτέλεσαν τα παιδιά τους, που ήταν αναγκασμένοι να αφήσουν πίσω, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες ή σε κάποια θεία, ακόμα και σε μακρινό συγγενή. Τραύματα ανεξίτηλα άφησε η ιστορία αυτή και στα παιδιά και στους γονείς. Τα παιδιά, που κάποια από αυτά καλά- καλά δεν θυμόνταν τους γονείς, πάσχιζαν να είναι υπόδειγμα. Οι δε γονείς, που τα έβλεπαν να μεγαλώνουν μέσα από τις φωτογραφίες, «ξεγελούσαν» τον εαυτό τους, με την παρηγοριά πως ό,τι έκαναν ήταν για το δικό τους καλό.
«Οσμιζόμασταν τα ρούχα της μητέρας, όταν την νοσταλγούσαμε»
Μία από τις τρεις κόρες της οικογένειας Ζαχαράκη, η Ιωάννα από τη Χρυσομηλιά Καλαμπάκας, γεύτηκε από μικρή την πίκρα που ένιωσαν τα παιδιά των μεταναστών που έμειναν πίσω. «Ήμουν μόλις οκτώ ετών, όταν η μητέρα μας, Σοφία Ζαχαράκη, έφυγε για τη Γερμανία, για να εργαστεί σε εργοστάσιο σοκολάτας στο Άαχεν, μαζί με τη θεία μου. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ότι παρακαλάγαμε να πάνε όλα καλά εκεί στη Γερμανία, ώστε να μπορέσει η μητέρα μας να γυρίσει στο σπίτι. Κάθε φορά που τη νοσταλγούσαμε πηγαίναμε στην ντουλάπα για να οσμιστούμε τη μυρωδιά των ρούχων της», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ιωάννα Ζαχαράκη, που σήμερα ζει στο Σόλινγκεν της Γερμανίας.
Και συνεχίζει, με δάκρυα στα μάτια: «Η μόνη μας παρηγοριά, τα γράμματα και οι φωτογραφίες που παίρναμε. Και εμείς στέλναμε τις δικές μας, όλο χαμόγελα, για να μην καταλάβουν τη στεναχώρια μας. Στο πίσω μέρος των φωτογραφιών ιχνηλατούσαμε τα χεράκια μας για να δει η μητέρα πόσο μεγαλώσαμε».
Τις δουλειές του σπιτιού τις είχαν αναλάβει- εξ' ολοκλήρου- οι τρεις αδελφές, παιδούλες ακόμη. Ζύμωναν, κουβάλαγαν ξύλα, φρόντιζαν και τον παππού, που ήταν άρρωστος. Από 14 ετών, η Ιωάννα αναγκάστηκε να ζήσει μόνη της στην Καλαμπάκα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Τον Οκτώβριο του 1981, ταξίδεψε μόνη της με το τραίνο «Ακρόπολη», για να πάει στους γονείς της, στη Γερμανία.
Το πάθος της να ανταμείψει τους κόπους και τις θυσίες που έγιναν γι΄ αυτήν, την οδήγησε στο να σπουδάσει γερμανική φιλολογία και κοινωνιολογία. Σήμερα, διδάσκει στα πανεπιστήμια του Μπόχουμ και του Ντίσελντορφ, έχοντας εξειδικευτεί σε θέματα μετανάστευσης και διαπολιτισμικότητας.
Έχει το ενεργητικό της πολλά συγγράμματα, ενώ τώρα είναι σε εξέλιξη ένα πρόγραμμά της, για μαθητές ηλικίας 10-13 ετών, που ήδη εφαρμόζεται στο πειραματικό σχολείο του Σόλινγκεν.
«Το πρόγραμμα αυτό, που απευθύνεται όχι μόνο στους μαθητές, αλλά και στους γονείς και τους δασκάλους, έχει ως στόχο την ανατροφή των αξιών εκείνων που θα ενισχύσουν το σεβασμό προς το συνάνθρωπο, ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τη γερμανική κοινωνία», τονίζει η κα Ζαχαράκη, εκφράζοντας την ελπίδα να μεταφερθεί το πρόγραμμα και στην Ελλάδα, που τώρα έχει γίνει χώρα υποδοχής μεταναστών.
Η Ιωάννα Ζαχαράκη, εκλέγεται, εδώ και δέκα χρόνια, δημοτικός σύμβουλος στην πόλη του Σόλινγκεν, ενώ είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Δικτύου Ελλήνων Αιρετών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ένα από τα επονομαζόμενα παιδιά «βαλίτσα», θυμάται…
Τα παιδικά του χρόνια τα θυμάται ως ένα ατέλειωτο «πήγαινε-έλα», μεταξύ Ελλάδας- Γερμανίας. Ο λόγος για τον Σεβαστό Σαμψούνη, αντιπρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων Γερμανίας και ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου "Grossenwahn Verlag Frankfurt Am Main", στη Φρανκφούρτη.
Την πρώτη φορά που τον άφησαν οι γονείς του στη γιαγιά του, στο Τυχερό Έβρου, απ΄ όπου κατάγονταν ο πατέρας, ήταν μόλις τριών μηνών. Ακλούθησαν άλλες επτά μετοικήσεις. Τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τις τελείωσε στο Τυχερό, τις υπόλοιπες στο Ντάρμσταντ, ενώ στη διάρκεια του Γυμνασίου υποχρεώθηκε ν' αλλάξει τρεις διαφορετικές πόλεις στην Ελλάδα. Λύκειο τελείωσε στη Φρανκφούρτη.
«Ο πατέρας ήρθε στη Γερμανία το 1963 και αρχικά δούλεψε σε ανθρακωρυχείο του Έσσεν. Η μητέρα ήρθε αργότερα, το 1965, όταν αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Ντάρμσταντ, όπου και γεννήθηκα», εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σεβαστός Σαμψούνης.
«Ανήκω στα παιδιά δεύτερης γενιάς, τα επονομαζόμενα και 'παιδιά βαλίτσα', αφού πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία, με μια βαλίτσα στο χέρι» μας λέει και συνεχίζει: «Μεγαλώσαμε χωρίς να γνωρίζουμε καλά τους γονείς μας. Μου έλειπε πολύ η οικογένεια. Τη στοργή των γονιών μου την αναπλήρωνε η οικογένεια της θείας μου, την οποία φώναζα μαμά. Όταν έλεγαν τα ξαδέλφια μου ότι δεν είναι δική μου (μαμά), αλλά δική τους, και πως η δική μου ήταν στη Γερμανία, έκλαιγα. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω γιατί έπρεπε συνεχώς η μητέρα μου να είναι κάπου αλλού και όχι μαζί μου. Ξέρετε ότι, το κάθε παιδί χρειάζεται μία ιδιαίτερη φροντίδα και όσο να σε προσέχουν, ούτε οι γιαγιάδες ούτε οι θείες μπορούν να αναπληρώσουν την αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα».
Σήμερα, στα 44 του χρόνια, ο Σεβαστός συναισθάνεται ότι αυτά που έζησε ήταν μία αναγκαιότητα, αν και πολλές φορές, στο παρελθόν, κατηγορούσε τους γονείς του για όσα περνούσε.
«Τα χρόνια εκείνα, τα νέα ζευγάρια, παρ΄ όλες τις δεσμεύσεις που είχαν, έκαναν οικογένεια και παιδιά, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες, αλλά και οι άλλης εθνικότητας μετανάστες στη Γερμανία. Πίστευαν πως θα έμεναν μόνο για λίγα χρόνια στην Γερμανία και πως θα επέστρεφαν γρήγορα πίσω, γι΄ αυτό και έστελναν τα παιδιά τους στην Ελλάδα σε παππούδες και θείους, προκειμένου να πάνε σε ελληνικό σχολείο και να μην αποκοπούν από την ελληνική πραγματικότητα. Προσωπικά, μετά τα 16 μου χρόνια άρχισα να δένομαι με τους γονείς μου», μας λέει.
Τελικά, ο Σεβαστός κατάφερε «να σταθεί» στα πόδια του και, όπως εξομολογείται, η ευαισθησία αυτή των παιδιών του χρόνων διοχετεύτηκε στο γράψιμο και τη ζωγραφική. Ξεκίνησε από τα 13 του χρόνια, γράφοντας στίχους- δύο έγιναν και τραγούδια λαϊκά- αλλά δεν συνέχισε. Το 1995, εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, «Η ακολουθία της Αλώσεως», με δικά του σχέδια και πολύ αργότερα, το 2005, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Η επικίνδυνη συνήθεια να αισθάνομαι», από της εκδόσεις Β. Κυριακίδη. Το 2009, εικονογράφησε ένα παιδικό βιβλίο της γνωστής συγγραφέως, Ελένης Τσακμάκης, μετανάστρια και αυτή στη Γερμανία. Αυτό που θα επιθυμούσε ο κ. Σαμψούνης, είναι να προβάλλει, μέσα από τον εκδοτικό του οίκο, τα έργα συγγραφέων, που γράφουν στα γερμανικά, έχοντας μεγαλώσει ανάμεσα σε δύο πατρίδες.
«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν να πούνε πολλά σε σχέση με όλους τους άλλους, που έχουν μεγαλώσει με μία πατρίδα, μία οικογένεια. Προσωπικά, αισθάνομαι σήμερα υπέροχα που είχα αυτή την τύχη. Δυστυχώς, κάποια από τα παιδιά που μεγάλωσαν, όπως εγώ, δεν κατάφεραν ποτέ να ισορροπήσουν, κάνοντας ακόμα και λάθος επιλογές», λέει ο Σεβαστός.πηγη:http://www.nooz.gr