Ο Άγιος Ισίδωρος είναι ένα ήσυχο, ορεινό χωριουδάκι της Ρόδου κτισμένο στις ανατολικές πλαγιές του ψηλότερου βουνού του νησιού, τον Αττάβυρο, σε υψόμετρο 532 μέτρων, οι λιγοστοί κάτοικοι του οποίου ασχολούνται με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Αυτό που διαφοροποιεί το χωριό αυτό απ’ τα εκατοντάδες άλλα της ελληνικής επαρχίας είναι το ότι πρόκειται για τον τόπο καταγωγής του σπουδαιότερου έλληνα καλαθοσφαιριστή όλων των εποχών, του Νίκου Γκάλη. Του ανθρώπου που πριν 23 χρόνια όχι μόνο έβαλε το μπάσκετ στα σπίτια μας, αλλά κατάφερε να ενώνει κάθε Πέμπτη βράδυ όλους τους έλληνες υπέρ του Άρη, της ομάδας που, μαζί με τον μπασκετικό του Διόσκουρο, Παναγιώτη Γιαννάκη,
έβγαλε απ’ την αφάνεια του ελληνικού πρωταθλήματος και την οδήγησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην ελίτ της Ευρώπης. Εκεί που ήταν, άλλωστε, και η θέση του ίδιου του ΓκάληΣε ένα παράλληλο (και απείρως πιο δίκαιο) σύμπαν, ο Νίκος Γκάλης όχι απλώς θα άξιζε να παίζει στον «μαγικό κόσμο του ΝΒΑ», αλλά θα κρατούσε και το πρώτο βιολί στην μπασκετική οπερέτα της ομάδας του. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο -κι ευτυχώς για μας- ο Νίκος Γκάλης γεννήθηκε το 1957 κι όχι το 1977, οπότε γλιτώσαμε απ’ το να μας τον αρπάξουν οι Boston Celtics, στους οποίους θα τον έστελνε πακέτο μαζί με τον Λάρι Μπερντ ο μάνατζερ του Γκάλη, ο διάσημος Μπιλ Μέινον, ο οποίος όμως εκείνη την εποχή είχε σκοπό να προωθήσει το μεγάλο του «πουλέν», την τραγουδίστρια Νταιάνα Ρος και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με την επαγγελματική τύχη ενός έλληνα μετανάστη απ’ το Νιου Τζέρσει, ο οποίος, λίγα χρόνια πριν είχε παρατήσει την επαγγελματική πυγμαχία για χάρη ενός αθλήματος που τουλάχιστον δεν θα έκανε την μητέρα του, την κυρα-Στέλλα, να αγωνιά κάθε φορά που ο Νικ θα γυρνούσε σπίτι μετά από αγώνα δαρμένος σαν τον Ρόκι Μπαλμπόα (και χωρίς μια Αντριάν στο πλευρό του να του καθαρίζει τα τραύματα). Ο Νίκος Γεωργαλής (όπως ήταν το επώνυμο του ροδίτη πατέρα του, Γιώργου) απ’ το 1975 που μπήκε στο πανεπιστήμιο του Σίτον Χολ, ένα απ’ τα καλύτερα «μπασκετικά» κολέγια των ΗΠΑ, έδειξε πως είχε σκοπό να αφήσει το στίγμα του στο άθλημα: την περίοδο 1978-1979, στο τελευταίο έτος των σπουδών του, έχει ήδη αφαιρέσει, για λόγους γλωσσικής ευκολίας, απ’ το επώνυμό του τα τέσσερα πρώτα γράμματα, το Georgalis έχει γίνει πλέον Galis κι ο ίδιος έχει αναδειχθεί σε τρίτο σκόρερ του NCAA, του αμερικανικού πανεπιστημιακού πρωταθλήματος, με μέσο όρο 27.5 πόντους ανά αγώνα, πίσω μόνο από τον Λάρι Μπέρντ του Ιντιάνα Στέιτ και τον Λόρενς Μπάτλερ του Αίνταχο Στέιτ. Το καλοκαίρι του 1979 ο Γκάλης επιλέγεται απ’ τους Boston Celtics στον τέταρτο γύρο των ντραφτ, στην 68η θέση, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός του στο πόδι, αναγκάζει τους διοικούντες των Celtics να αλλάξουν γνώμη και τελικά να αποσύρουν την πρόταση συμβολαίου που του είχαν κάνει. Και τότε είναι που δέχεται μια σειρά τηλεφωνημάτων απ’ την ιδιαίτερή του πατρίδα. Ο πρώτος που τον προσεγγίζει είναι ο Κώστας Μουρούζης για λογαριασμό του Παναθηναϊκού, ο Γκάλης όμως έχει ακόμη το μυαλό του στο πως να αποθεραπευτεί απ’ τον τραυματισμό του ώστε να πείσει τους Celtics να του ξανακάνουν πρόταση, οπότε του απαντάει αρνητικά. Η επόμενη επαφή γίνεται λίγες εβδομάδες μετά από τον Στιβ Γιατζόγλου, για λογαριασμό του Ολυμπιακού: δεύτερο «όχι». Η τρίτη προσπάθεια είναι και η τυχερή: ο παράγοντας του Άρη Θεσσαλονίκης, Αλέκος Μιχαηλίδης και ο τότε έφορος της ομάδας, Γιώργος Τσιλιγγαρίδης, ταξιδεύουν αεροπορικώς μέχρι το Νιου Τζέρσει ώστε να τον πείσουν να έρθει και να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Και η χρονική συγκυρία αποδεικνύεται σωστή: ο Νίκος Γκάλης δέχεται να μπει στο αεροπλάνο και να ταξιδέψει για τη Θεσσαλονίκη.Οι αθλητικογράφοι της εποχής, περιμένοντας να δουν έναν σούτινγκ-γκαρντ πολύ πάνω από τα 183 εκατοστά του ύψους του, άρχισαν να γράφουν διάφορα ειρωνικά σχόλια του στυλ «μπήκε στο πλύσιμο κατά τη μεταφορά του στην Ελλάδα» και αναρωτιόντουσαν «που είναι ο υπόλοιπος;», αλλά ο ίδιος ο Γκάλης, απ’ το πρώτο του κιόλας παιχνίδι, στις 2 Δεκεμβρίου 1979 απέναντι στον Ηρακλή φροντίζει να τους αποδείξει πως το μπάσκετ δεν είναι, όπως έλεγαν τότε, το άθλημα των ψηλών, αλλά των κοντών με εξωπραγματικές αλτικές ικανότητες, όπως αυτός: σκοράρει 30 πόντους και κατόπιν, επειδή προφανώς θεωρεί πως δεν έχει παίξει σύμφωνα με τις δυνατότητες του, δηλώνει «ο κόσμος του Άρη ας κάνει λίγη υπομονή, υπόσχομαι πως θα παίξω μεγάλο μπάσκετ». Και πράγματι, πέντε σεζόν μετά, το 1985, φτάνει για πρώτη φορά τον Άρη μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κόρατς, αντίπαλο της ιταλικής υπερδύναμης που ακούει στο όνομα Τσάο Κρεμ Βαρέζε, όπου και κάνει το εξής απίθανο: στον επαναληπτικό της Ιταλίας βάζει 17 πόντους, χρησιμοποιώντας ένα μόνο χέρι, καθότι αγωνίζεται με ένα σπασμένο (!) δάχτυλο.Το 1986, κάτι σεΐχηδες απ’ την Σαουδική Αραβία του κάνουν πρόταση να αγωνιστεί εκεί έναντι ενός αστρονομικού, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, χρηματικού ποσού, αλλά εκείνος προτιμά να συνεχίσει στον Άρη, παρόλο που οι σειρήνες απ’ την άλλη όχθη του Ατλαντικού, με τη μορφή των Νιου Τζέρσεϊ Νετς, τον καλούν στο NBA, ενώ κατόπιν ρίχνει μια πρώτη χυλόπιτα στα 60 εκατομμύρια της Ρεάλ Μαδρίτης και μια δεύτερη απέναντι σε μια ακόμη πιο μεγάλη, οικονομικά, πρόταση απόκτησής του απ’ την ισπανική Φόρουμ Βαγιαδολίδ. Τις πιο μεγάλες στιγμές της καριέρας του τις έζησε την τετραετία 1987-1990, τότε που όχι μόνο οδήγησε την εθνική μας ομάδα στο χρυσό μετάλλιο του 1987, μέσα στο πειραιώτικο ΣΕΦ και το ασημένιο, δυο χρόνια μετά, στο Ζάγκρεμπ (με τον ημιτελικό απέναντι στην ΕΣΣΔ να θεωρείται, ως και σήμερα, ως το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του), αλλά πήρε απ’ το χέρι τον Άρη και τον έβαλε, τρεις συνεχόμενες φορές, ανάμεσα στις 4 καλύτερες ομάδες την Ευρώπης, στα Final Four της Γάνδης, του Μονάχου και της ΣαραγόσαΤο καλοκαίρι του 1992 όμως, ο Άρης βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και ο τότε πρόεδρός του, Θεόφιλος Μητρούδης θέλοντας να κάνει περικοπές των δαπανών, προτείνει στον Γκάλη μια μεγάλη μείωση των αποδοχών του, η οποία δεν γίνεται δεκτή κι όπως είναι αναμενόμενο, οι τρεις μεγαλύτεροι σύλλογοι της εποχής ερίζουν για την υπογραφή του: ο Ντούσαν Ιβκοβιτς όμως δεν τον θέλει στον ΠΑΟΚ, ενώ στον Ολυμπιακό που τον θέλουν, δεν επιθυμεί τελικά ο ίδιος ο Γκάλης, αφού λέγεται πως προσβλήθηκε από μια ατάκα που του είπε ο τότε έφορος του ΟΣΦΠ, Γιώργος Σαλονίκης. Τελικά καταλήγει στον Παναθηναϊκό, όπου και κάθεται δυο χρόνια ακόμη, κλείνοντας την καριέρα του στους «πράσινους», δυστυχώς όχι με τον τρόπο που θα άρμοζε σε έναν αθλητή της κλάσης και της ιστορίας του: στις 18 Οκτωβρίου 1994, μετά το τέλος του αγώνα με τους Αμπελοκήπους, έχει έναν τρικούβερτο καυγά με τον τότε προπονητή του, Κώστα Πολίτη. Δυο μέρες μετά, και χωρίς να έχει πάρει προηγουμένως άδεια, ο Γκάλης ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη κι έρχεται σε ρήξη με την ομάδα του, η οποία προχωράει σε διακοπή του συμβολαίου του. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τους κρατούν σχεδόν ένα χρόνο κι αποβαίνουν άκαρπες. Οι δυο πλευρές δεν τα βρίσκουν στο οικονομικό και στις 29 Σεπτεμβρίου 1995, μέσα στο κατάστημα αθλητικών ειδών που διατηρούσε στην οδό Παπαναστασίου στην Θεσσαλονίκη, γράφεται απ’ τον ίδιο η επιστολή που στέλνει στον Τύπο ανακοινώνοντας την αποχώρησή του απ’ την ενεργό δράση. Ένα 24ωρο αργότερα, η είδηση της αποχώρησής του δημοσιεύεται, ως Ρέκβιεμ για ένα μπασκετικο Όνειρο, στην πρώτη σελίδα του αθλητικού ένθετου της αμερικανικής εφημερίδας USA TODAY«Δεν εξαργυρώνεται η προσφορά του Γκάλη, μόνο με την ένταξή του στο Hall of Fame. Το παγκόσμιο μπάσκετ του χρωστά πολλά περισσότερα», ισχυρίστηκε ο Ντίνο Μενεγκίν, ένας απ’ τους μεγαλύτερους ιταλούς μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, στην τελετή ένταξης του Γκάλη, μαζί με άλλους 19 αθλητές που έχουν ταυτίσει το όνομά τους με το μπάσκετ, στο Hall of Fame της FIBA, πριν δυο χρόνια στη Μαδρίτη. Κι όχι μόνο το παγκόσμιο μπάσκετ: η προσφορά του Γκάλη υπερβαίνει τα αθλητικά δεδομένα και πλέον αγγίζει τα όρια της ποπ κουλτούρας. πηγη:http://www.men24.gr.
.
.