Στη διαδικασία συγκρότησης των βασικών χαρακτηριστικών της ελληνικής εθνικής ταυτότητας σημαντικό βάρος έπεσε
στα στοιχεία που αναδείκνυαν την αίσθηση συνέχειας ανάμεσα στην κλασική Αρχαιότητα και στους Νεοέλληνες. H σύνδεση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό εξασφαλιζόταν με συντονισμένες και παραπληρωματικές επιλογές σε κορυφαία θέματα του
νεοελληνικού πολιτισμού. Μια από αυτές υπήρξε ο εξαρχαϊσμός της γλώσσας του ελληνικού κράτους. Μια δεύτερη αφορά την τροπή που πήρε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του παρελθόντος, όπως αυτή εκφράστηκε από τη μεθοδική καλλιέργεια των ιστορικών σπουδών και τη συστηματοποίησή τους γύρω από το ρεύμα του ιστορισμού. Τέλος, στην ίδια λογική παρατηρούμε την ανάπτυξη και διάδοση αρχαιολογικών ανασκαφών. Αυτή η αντιμετώπιση του παρελθόντος προσδιοριζόταν ως ένα βαθμό από τη βούληση των Νεοελλήνων να ανταποκριθούν στην εικόνα που είχε διαμορφωθεί στη δυτική Ευρώπη για την Ελλάδα από την Αναγέννηση και μετά, όπου η αρχαία ελληνική σκέψη είχε αναχθεί σε πρότυπο της πολιτικής σκέψης και της πνευματικής εξέλιξης. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες αποστολές των Βαυαρών στην Ελλάδα είχαν αρχαιολογικό χαρακτήρα, ενώ αυτός ο τομέας αποτέλεσε μια από τις βασικές τους μέριμνες κατά την παραμονή τους στη χώρα στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. H πρώτη επίσημη θεσμική έκφραση των αρχαιολογικών αναζητήσεων στο πλαίσιο του νέου κράτους έρχεται με την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών το 1837. Γύρω από αυτήν συσπειρώθηκαν πολλές προσωπικότητες της εποχής, όπως ήταν ο υπουργός Παιδείας και λόγιος Ιάκωβος Pίζος Νερουλός, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και φυσικά ένας από τους πρώτους έλληνες αρχαιολόγους, ο Κυριάκος Πιττάκης. Σκοπός της Εταιρείας ήταν η προώθηση των ανασκαφών και η φροντίδα για τη συντήρηση και παρουσίαση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι δραστηριότητες και οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών εκτείνονται πέρα από την περιοχή της Ακρόπολης και το θέατρο του Διονύσου, στο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου και αλλού. Την ίδια εποχή ξεκινούν τη δράση τους και ξένες αρχαιολογικές αποστολές ιδρύοντας τις αντίστοιχες σχολές. H Γαλλική ενδιαφέρεται για τη Δήλο και το χώρο των Δελφών, όπου ανακαλύφθηκε το 1896 το χάλκινο άγαλμα του Ηνιόχου. H Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή κάνει ανασκαφές στην περιοχή της Ολυμπίας, όπου το 1877 ανακαλύφθηκε ο Έρμης του Πραξιτέλη. Ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά γεγονότα της εποχής ήταν οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλίμαν (1822-1890), ο οποίος μετά τις σημαντικές ανακαλύψεις στη Μικρά Ασία στην περιοχή της Τροίας, στρέφεται στις Μυκήνες το 1876. Εκεί βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι και τα χρυσά κτερίσματα, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Μπορεί βέβαια οι εκτιμήσεις του Σλήμαν για την ταύτιση των περιοχών και των ευρημάτων με τους ήρωες του Ομήρου να μην επιβεβαιώνονται επιστημονικά, τούτο όμως δε μειώνει την αξία των ανασκαφών του. Το θέμα της δημιουργίας Αρχαιολογικού Μουσείου απασχόλησε τους αρμοδίους ήδη από την εποχή του Kαποδίστρια, όταν η Αίγινα ήταν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Το 1834, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, επιλέχθηκε ο ναός του Ηφαίστου στο Θησείο ως ο χώρος που θα λειτουργούσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο. Αργότερα, για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκε και η Στοά του Aδριανού. H αδυναμία κάλυψης των αναγκών σε διάφορους αποθηκευτικούς χώρους (υπόγειο του Πανεπιστημίου και της Βαρβακείου Σχολής) έκανε επιτακτική την κατασκευή ενός νέου και λειτουργικού κτηρίου. Έτσι, το 1866 ξεκίνησε η ανέγερση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην οδό Πατησίων ύστερα από δωρεά της οικογένειας Τοσίτσα. Το μουσείο ολοκληρώθηκε το 1892. Και τι κάνει ο αρχαιολόγος; Ανασκάπτει, σημειώνει, παρατηρεί, αποκωδικοποιεί, και κατηγοριοποιεί τις ενδείξεις που βρίσκει κάτω από το έδαφος ή κάτω από το νερό. Στο έργο του έχει βοηθούς άλλους ειδικούς από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Είναι αυτοί που αναλύουν, χρονολογούν, αποκαθιστούν και συντηρούν τα ευρήματα. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν καταγράφεται και αξιολογείται ακόμα και το πιο μικρό θραύσμα αγγείου που έρχεται στη συνέχεια να συμπληρώσει ένα ακόμη κομμάτι στο πάζλ της ιστορίας της ανθρωπότητας. Το ΙΜΕ έχει δημιουργήσει στο κέντρο πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» ειδικό πρόγραμμα, στο οποίο οι μικροί του φίλοι γίνονται για λίγο αρχαιολόγοι.
ι.http://www.newsit.gr/