Ελλείψεις και σφάλματα στους υπολογισμούς; Ανακριβείς οι προβλέψεις για την εξαφάνιση ειδών, λένε τώρα επιστήμονες

Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Έντονες αντιδράσεις στην επιστημονική κοινότητα έχει προκαλέσει μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης «Nature» και αμφισβητεί τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για το μέλλον των ειδών του πλανήτη. Οι δύο ερευνητές που την υπογράφουν υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι υπολογισμοί και οι προβλέψεις που έχουν γίνει ως σήμερα έχουν υπερτιμήσει έως και κατά 160% το ρυθμό της εξαφάνισης των ειδών στη Γη. Οι παρούσες μέθοδοι, επισημαίνουν, είναι υπερβολικά απλουστευτικές και δεν λαμβάνουν πλήρως υπ’ όψη την πολυπλοκότητα των παραγόντων που επηρεάζουν τους πληθυσμούς των ειδών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την απώλεια του φυσικού τους περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα, τα μαθηματικά μπερδεύονται εκτινάσσοντας τους αριθμούς προς τα επάνω. Οι δυο ειδικοί αναγνωρίζουν ωστόσο ότι η απώλεια του φυσικού περιβάλλοντος εξακολουθεί να αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα απειλή για τη βιοποικιλότητα.
Μαθηματικές ελλείψεις
«Αποδείξαμε μαθηματικά γιατί αυτές οι υποθετικές εκτιμήσεις είναι εσφαλμένες» δήλωσε στο «Nature» ο Φανγκλιάνγκ Χε,, περιβαλλοντολόγος στα πανεπιστήμια της Σουν Γιατ-Σεν της Κίνας και της Αλμπέρτα του Καναδά, ο οποίος συνυπογράφει τη μελέτη με τον Στίβεν Χάμπελ, θεωρητικό περιβαλλοντολόγο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες. Για να υπολογίσουν τον ρυθμό της εξαφάνισης των ειδών οι περισσότεροι ειδικοί βασίζονται στη λεγόμενη καμπύλη ειδών-έκτασης, μια μαθηματική εξίσωση η οποία δείχνει τη σχέση ανάμεσα σε μια έκταση φυσικού περιβάλλοντος και τον αριθμό των ειδών που κατοικούν σε αυτό. Βάσει αυτής οι μεγαλύτερες εκτάσεις τείνουν να περιλαμβάνουν μεγαλύτερο αριθμό ειδών.
Σφάλμα αντίστροφης αντιπαραβολής
«Η πιο διαδεδομένη έμμεση μέθοδος είναι να εκτιμάται ο ρυθμός της εξαφάνισης με την αντιστροφή της καμπύλης ειδών-έκτασης, αντιπαραβάλλοντας τα δεδομένα αντίστροφα προς τις μικρότερες περιοχές προκειμένου να υπολογιστεί η αναμενόμενη απώλεια» γράφουν οι δύο ερευνητές, υπογραμμίζοντας ότι οι εκτιμήσεις που βασίζονται σε αυτή τη μέθοδο είναι πάντοτε πολύ υψηλότερες από τις απώλειες που παρατηρούνται στην πραγματικότητα. Ένας βασικός παράγοντας σφάλματος στην προσέγγιση αυτή έγκειται κατά τη γνώμη τους στο ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψη το γεγονός ότι η έκταση που θα πρέπει να χαθεί προκειμένου να προκληθεί η εξαφάνιση ενός είδους είναι πάντοτε πολύ μεγαλύτερη από την έκταση που απαιτείται για να εντοπισθεί ένα άτομο ενός είδους. «Επομένως» τονίζουν «κατά μέσο όρο απαιτείται πολύ μεγαλύτερη απώλεια έκτασης για να προκληθεί η εξαφάνιση ενός είδους». Επίσης η μέθοδος εμπεριέχει έναν ακόμη σκόπελο. «Η αντίστροφη αντιπαραβολή» τόνισε ο κ. Χάμπελ μιλώντας στο «Nature» «εμπεριέχει μια λανθάνουσα εικασία ότι οποιαδήποτε απώλεια πληθυσμού, όσο μικρή και αν είναι, καταδικάζει ένα είδος σε εξαφάνιση, πράγμα το οποίο δεν ισχύει».
Αντιρρήσεις και ανησυχίες
Η έρευνα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις καθώς αμφισβητεί όλες τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα με αυτή τη μέθοδο -δηλαδή την πλειονότητα των σχετικών ερευνών. Παράλληλα ορισμένοι ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες ότι θα προσφέρει «άλλοθι» σε όσους θέλουν να υποβαθμίσουν τις απειλές που αντιμετωπίζει το περιβάλλον του πλανήτη.
Ο Στιούαρτ Πιμ, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ της Βόριεας Καρολίνας των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε τη μελέτη «απόλυτη ανοησία», προσθέτοντας ότι οι δυο ερευνητές παρερμηνεύουν τη δουλειά του σχετικά με την απώλεια ειδών στα δάση της Βορείου Αμερικής και επιρρίπτουν «φθηνές» βολές εναντίον των μελετών άλλων ερευνητών.
Άλλοι μελετητές που βασίζουν τις έρευνές τους στη συγκεκριμένη μέθοδο εμφανίστηκαν περισσότερο διπλωματικοί. Οι περισσότεροι επισημαίνουν ότι φροντίζουν να υπογραμμίζουν στις μελέτες τους ότι οι σχετικές εκτιμήσεις παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις _ και άρα περιθώριο σφάλματος _ ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται και τις υποθέσεις στις οποίες βασίζονται. 
«Συμφωνώ ότι χρειάζονται καλύτερες μέθοδοι για την εκτίμηση των κινδύνων εξαφάνισης των ειδών, δεν συμφωνεί όμως απαραίτητα με το συμπέρασμα ότι οι παρούσες εκτιμήσεις είναι υπερβολικά υψηλές» δήλωσε ο Κρις Τόμας του Πανεπιστημίου του Γιορκ της Βρετανίας.
«Εμείς δεν χρησιμοποιούμε αυτή τη μέθοδο γιατί γνωρίζουμε ότι έχει ελλείψεις» διευκρίνισε από την πλευρά του μιλώντας στο BBC ο Ζαν-Κριστόφ Βι, αξιωματούχος της Διεθνούς Ένωσης Διατήρησης της Φύσης (IUCN) η οποία συντάσσει την Κόκκινη Λίστα Εξαφάνισης των Ειδών.
Ο κ. Βι πρόσθεσε ότι θεωρεί ευπρόσδεκτες τις προσπάθειες «να διορθωθεί η επιστήμη» αλλά εξέφρασε φόβους για τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να ερμηνευθεί η συγκεκριμένη μελέτη. «Με ανησυχεί αρκετά το πώς αυτή η εργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους που είναι απρόθυμοι να πάρουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα στα σοβαρά»http://news.in.gr/.

Η λίστα ιστολογίων μου