Η επερχόμενη επισιτιστική κρίση στον πλανήτη, αν συνεχίσουμε να παράγουμε και να καταναλώνουμε με τον σημερινό τρόπο, είναι σχεδόν δεδομένη: μόλις πριν από μερικές ημέρες, η φιλανθρωπική οργάνωση OXFAM προειδοποιούσε ότι, μέχρι το 2030, οι τιμές των τροφίμων θα διπλασιαστούν, ενώ αρκετές χώρες ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επισιτισμού του πληθυσμού τους. Κι όμως, δύο γαλλικοί οργανισμοί αγροτικής έρευνας, σε κοινή έκθεσή τους, υποστηρίζουν ότι ο πλανήτης είναι σε θέση να σιτίσει τον πληθυσμό της Γης το 2050, ο οποίος προβλέπεται ότι θα ανέρχεται σε εννέα δισεκατομμύρια. Η έκθεση, με τίτλο Agrimonde («Αγρόκοσμος»), δημοσιεύθηκε από το Εθνικό Γαλλικό Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών (INRA) και το Κέντρο Διεθνούς Συνεργασίας για την Αγρονομική Ερευνα (CIRAD). Περιλαμβάνει μερικά εντυπωσιακά ευρήματα για την Αφρική και άλλες περιφέρειες, προϊόν της συνεχιζόμενης έρευνάς τους.
Η γεωργική παραγωγικότητα διπλασιάστηκε στην Αφρική μεταξύ του 1961 και του 2003 - ένα εύρημα που ανατρέπει τις διαδεδομένες αντιλήψεις και «αποτελεί ένα από τα πιο αναπάντεχα αποτελέσματα της εργασίας μας» λέει ο Πατρίκ Καρόν, γενικός διευθυντής έρευνας και στρατηγικής του CIRAD. Ωστόσο, η αφρικανική γεωργική παραγωγικότητα παραμένει η χαμηλότερη στον κόσμο, με μέσο όρο 10.000 χιλιοθερμίδων ανά εκτάριο (σε συντόμευση: kcal ha-1), έναντι παγκόσμιου μέσου όρου 20.000 kcal ha-1 και 25.000 kcal ha-1 στην Ασία.
Ενα ακόμη σημαντικό εύρημα που προέκυψε είναι ότι υπάρχουν ακόμη μεγάλα αποθέματα καλλιεργήσιμης γης στον πλανήτη, ειδικά στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, τονίζει ο Μπρουνό Ντορέν, οικονομολόγος του CIRAD και ένας εκ των συγγραφέων της έκθεσης. «Το 1,5 δισεκατομμύριο εκτάρια που καλλιεργούνται σήμερα μπορούν να αυξηθούν σε 4 δισεκατομμύρια, σε βάρος βεβαίως των βοσκότοπων και των δασών, που αποτελούν δεξαμενές βιοποικιλότητας και άνθρακα» προσθέτει.Μάλλον επαλήθευση παρά εύρημα ήταν η διαπίστωση ότι, κατά τα 15 τελευταία χρόνια, οι σοδειές σίτου παρέμειναν στάσιμες στην Ευρώπη και σε άλλες μείζονες σιτοπαραγωγικές περιφέρειες, όπως η Βόρεια Ινδία, εξηγεί ο Φρανσουά Ουγιέ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του INRA.
Αυτό προκλήθηκε εν μέρει εξαιτίας της μείωσης των λιπασμάτων, αλλά και της αλλαγής των γεωργικών πρακτικών. Λόγου χάρη, οι αγρότες έπαψαν να εναλλάσσουν το σιτάρι με όσπρια, κάτι που σταθεροποιεί τις ποσότητες αζώτου στο έδαφος.
Οι δύο φορείς επεξεργάστηκαν τεράστιο όγκο στατιστικών δεδομένων, με βασική πηγή τις μετρήσεις και τις μελλοντικές προβολές του ΟΗΕ. Το συμπέρασμα ότι ο πλανήτης θα είναι σε θέση να θρέψει εννέα δισεκατομμύρια ανθρώπους το 2050 προέκυψε από την εξέταση δύο σεναρίων.
Το πρώτο δίνει έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και χαμηλή προτεραιότητα στο περιβάλλον, ενώ το δεύτερο δίνει προτεραιότητα στον επισιτισμό των ανθρώπων με ταυτόχρονη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων. Το σενάριο αυτό, που βασίζεται στην κατανάλωση 3.000 θερμίδων ημερησίως ανά άτομο σε όλες τις περιφέρειες της Γης, συμπεριλαμβανομένων 500 θερμίδων ζωικής προέλευσης ημερησίως, απαιτεί αύξηση κατά 30% της σημερινής αγροτικής παραγωγής - σε σχέση με το 80% που απαιτεί το πρώτο σενάριο - και θα σήμαινε σημαντική μείωση της κατανάλωσης τροφίμων σε κάποιες χώρες, με ταυτόχρονη μεγάλη αύξησή της σε άλλες.Ο αριθμός των 3.000 θερμίδων ημερησίως είναι ο σημερινός παγκόσμιος μέσος όρος ατομικής πρόσληψης τροφής, με την κατανάλωση να κυμαίνεται από 4.000 θερμίδες ημερησίως στις βιομηχανοποιημένες χώρες του ΟΟΣΑ έως λιγότερες από 2.500 θερμίδες ημερησίως στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.Η έκθεση προς το παρόν δεν λαμβάνει υπόψη της ζητήματα όπως οι χρήσεις γης, τα βιοκαύσιμα και η κλιματική αλλαγή, καθώς αυτά θα αναλυθούν στις επόμενες μελέτες που ετοιμάζονται. Επίσης, η έκθεση αποφεύγει να κάνει προτάσεις για τη χάραξη αγροτικής πολιτικής. «Δεν είναι δική μας δουλειά» λένε οι υπεύθυνοί της. Ο στόχος τους πλέον είναι να θέσουν τα θεμελιώδη ερωτήματα σε σχέση με το αγροτικό ζήτημα τα οποία πρέπει να απαντηθούν από τη διεθνή ερευνητική κοινότητα.
Οι αλλαγές που συμβαίνουν στη ζήτηση των τροφίμων, στα πρότυπα ζωής, στο κλίμα και στους υπόλοιπους παράγοντες απαιτούν τη διάνοιξη νέων δρόμων στην έρευνα, καταλήγει η έκθεση. Οι δύο συνεργαζόμενοι φορείς έχουν ήδη αρχίσει να δουλεύουν πάνω σε έναν αριθμό νέων προγραμμάτων.
Σε αυτά περιλαμβάνονται: το σχέδιο Dualine για την επισιτιστική αειφορία· ευρωπαϊκά προγράμματα που ασχολούνται με τη μακροβιότητα της ζωικής παραγωγής· προτάσεις για τη ρύθμιση της αγοράς τροφίμων· και η συνεργασία με διεθνείς ομίλους για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών παραγωγής όσον αφορά το ρύζι, το σιτάρι και τα υπόλοιπα δημητριακά. Μία ακόμη προτεραιότητά τους είναι η εκπόνηση προτύπων χρήσης της γης.Η μελέτη αναγνωρίζει το κολοσσιαίο μέγεθος του έργου που έχει αναληφθεί, καταλήγοντας ότι «σε έναν κόσμο όπου οι πόροι σπανίζουν, ο πιο σπάνιος από όλους μπορεί να είναι ο χρόνος».http://www.enet.gr
Η γεωργική παραγωγικότητα διπλασιάστηκε στην Αφρική μεταξύ του 1961 και του 2003 - ένα εύρημα που ανατρέπει τις διαδεδομένες αντιλήψεις και «αποτελεί ένα από τα πιο αναπάντεχα αποτελέσματα της εργασίας μας» λέει ο Πατρίκ Καρόν, γενικός διευθυντής έρευνας και στρατηγικής του CIRAD. Ωστόσο, η αφρικανική γεωργική παραγωγικότητα παραμένει η χαμηλότερη στον κόσμο, με μέσο όρο 10.000 χιλιοθερμίδων ανά εκτάριο (σε συντόμευση: kcal ha-1), έναντι παγκόσμιου μέσου όρου 20.000 kcal ha-1 και 25.000 kcal ha-1 στην Ασία.
Ενα ακόμη σημαντικό εύρημα που προέκυψε είναι ότι υπάρχουν ακόμη μεγάλα αποθέματα καλλιεργήσιμης γης στον πλανήτη, ειδικά στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, τονίζει ο Μπρουνό Ντορέν, οικονομολόγος του CIRAD και ένας εκ των συγγραφέων της έκθεσης. «Το 1,5 δισεκατομμύριο εκτάρια που καλλιεργούνται σήμερα μπορούν να αυξηθούν σε 4 δισεκατομμύρια, σε βάρος βεβαίως των βοσκότοπων και των δασών, που αποτελούν δεξαμενές βιοποικιλότητας και άνθρακα» προσθέτει.Μάλλον επαλήθευση παρά εύρημα ήταν η διαπίστωση ότι, κατά τα 15 τελευταία χρόνια, οι σοδειές σίτου παρέμειναν στάσιμες στην Ευρώπη και σε άλλες μείζονες σιτοπαραγωγικές περιφέρειες, όπως η Βόρεια Ινδία, εξηγεί ο Φρανσουά Ουγιέ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του INRA.
Αυτό προκλήθηκε εν μέρει εξαιτίας της μείωσης των λιπασμάτων, αλλά και της αλλαγής των γεωργικών πρακτικών. Λόγου χάρη, οι αγρότες έπαψαν να εναλλάσσουν το σιτάρι με όσπρια, κάτι που σταθεροποιεί τις ποσότητες αζώτου στο έδαφος.
Οι δύο φορείς επεξεργάστηκαν τεράστιο όγκο στατιστικών δεδομένων, με βασική πηγή τις μετρήσεις και τις μελλοντικές προβολές του ΟΗΕ. Το συμπέρασμα ότι ο πλανήτης θα είναι σε θέση να θρέψει εννέα δισεκατομμύρια ανθρώπους το 2050 προέκυψε από την εξέταση δύο σεναρίων.
Το πρώτο δίνει έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και χαμηλή προτεραιότητα στο περιβάλλον, ενώ το δεύτερο δίνει προτεραιότητα στον επισιτισμό των ανθρώπων με ταυτόχρονη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων. Το σενάριο αυτό, που βασίζεται στην κατανάλωση 3.000 θερμίδων ημερησίως ανά άτομο σε όλες τις περιφέρειες της Γης, συμπεριλαμβανομένων 500 θερμίδων ζωικής προέλευσης ημερησίως, απαιτεί αύξηση κατά 30% της σημερινής αγροτικής παραγωγής - σε σχέση με το 80% που απαιτεί το πρώτο σενάριο - και θα σήμαινε σημαντική μείωση της κατανάλωσης τροφίμων σε κάποιες χώρες, με ταυτόχρονη μεγάλη αύξησή της σε άλλες.Ο αριθμός των 3.000 θερμίδων ημερησίως είναι ο σημερινός παγκόσμιος μέσος όρος ατομικής πρόσληψης τροφής, με την κατανάλωση να κυμαίνεται από 4.000 θερμίδες ημερησίως στις βιομηχανοποιημένες χώρες του ΟΟΣΑ έως λιγότερες από 2.500 θερμίδες ημερησίως στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.Η έκθεση προς το παρόν δεν λαμβάνει υπόψη της ζητήματα όπως οι χρήσεις γης, τα βιοκαύσιμα και η κλιματική αλλαγή, καθώς αυτά θα αναλυθούν στις επόμενες μελέτες που ετοιμάζονται. Επίσης, η έκθεση αποφεύγει να κάνει προτάσεις για τη χάραξη αγροτικής πολιτικής. «Δεν είναι δική μας δουλειά» λένε οι υπεύθυνοί της. Ο στόχος τους πλέον είναι να θέσουν τα θεμελιώδη ερωτήματα σε σχέση με το αγροτικό ζήτημα τα οποία πρέπει να απαντηθούν από τη διεθνή ερευνητική κοινότητα.
Οι αλλαγές που συμβαίνουν στη ζήτηση των τροφίμων, στα πρότυπα ζωής, στο κλίμα και στους υπόλοιπους παράγοντες απαιτούν τη διάνοιξη νέων δρόμων στην έρευνα, καταλήγει η έκθεση. Οι δύο συνεργαζόμενοι φορείς έχουν ήδη αρχίσει να δουλεύουν πάνω σε έναν αριθμό νέων προγραμμάτων.
Σε αυτά περιλαμβάνονται: το σχέδιο Dualine για την επισιτιστική αειφορία· ευρωπαϊκά προγράμματα που ασχολούνται με τη μακροβιότητα της ζωικής παραγωγής· προτάσεις για τη ρύθμιση της αγοράς τροφίμων· και η συνεργασία με διεθνείς ομίλους για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών παραγωγής όσον αφορά το ρύζι, το σιτάρι και τα υπόλοιπα δημητριακά. Μία ακόμη προτεραιότητά τους είναι η εκπόνηση προτύπων χρήσης της γης.Η μελέτη αναγνωρίζει το κολοσσιαίο μέγεθος του έργου που έχει αναληφθεί, καταλήγοντας ότι «σε έναν κόσμο όπου οι πόροι σπανίζουν, ο πιο σπάνιος από όλους μπορεί να είναι ο χρόνος».http://www.enet.gr