Αν οι εκλογές που έγιναν στις 22 Μαΐου στην Ισπανία δεν ήταν αυτοδιοικητικές αλλά βουλευτικές, το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα του Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο θα είχε υποστεί πανωλεθρία. Εδώ πάλι, αν στηνόταν μια πρόωτη κάλπη, κανείς δεν θα μπορούσε πλέον να προδικάσει το αποτέλεσμα. Αλλά και στη μέχρι προ τινος ήσυχη και ευημερούσα Σλοβενία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Μπόρουτ Πάχορ δηλώνει ότι θα προχωρήσει σε περικοπές των δημόσιων δαπανών, αφότου οι ψηφοφόροι απέρριψαν σε δημοψήφισμα την περασμένη Κυριακή την πρότασή του για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 58 στα 65 χρόνια. Οσο για την Κύπρο, η κυβέρνηση αποφάσισε πριν από λίγες μέρες διετές πάγωμα των μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με τη σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων. Εντελώς διαφορετικό το σκηνικό σε σχέση με 12 χρόνια νωρίτερα, όταν η Ευρώπη ήταν το κλαμπ της σοσιαλδημοκρατίας με τις 11 από τις 15 τότε χώρες μέλη της Ενωσης να έχουν κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Σήμερα, η κεντροδεξιά είναι η κυρίαρχη δύναμη και το Λαϊκό Κόμμα το πρώτο στο Ευρωκοινοβούλιο. «Πληρώνουμε όλοι τις πολιτικές επιλογές της Μέρκελ και του Σαρκοζί» μπορεί να πει κανείς.Για να φτάσουμε όμως μέχρι εδώ, προηγήθηκε ο «τρίτος δρόμος» του Τόνι Μπλερ, η απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον υπουργό Οικονομικών του και μετέπειτα πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν, οι περικοπές στο κοινωνικό κράτος από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο αλληλοσπαραγμός της ιταλικής κεντροαριστεράς. Οταν προέκυψε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά είχε απολέσει προ πολλού την ψυχή της.
«Οταν ξέσπασε η κρίση πριν από τρία χρόνια, πολλοί στην αριστερά πίστεψαν ότι θα ανανεωνόταν η υποστήριξη προς το κράτος του παρεμβατισμού» σχολιάζει η βρετανική «Guardian». «Αντιθέτως, η πλάστιγγα έγειρε με φόρα κατά της σοσιαλδημοκρατίας ανά την Ευρώπη. Διότι, όσο κι αν οι ψηφοφόροι ανησυχούσαν για τις μεγάλες ανισότητες που δημιουργούσαν οι απορρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, η εμπιστοσύνη τους στην παρεμβατική δύναμη του κράτους είχε πιάσει πάτο. Η κεντροδεξιά, στο μεταξύ, επαναπροσδιόρισε επιδέξια την κρίση ως μια κρίση των υπέρογκων κρατικών δαπανών, του υψηλού δημόσιου χρέους και των μη βιώσιμων ελλειμμάτων. Η τεράστια και γραφειοκρατική κυβέρνηση ήταν πλέον ο εχθρός».
Στη συνέχεια, όσοι κεντρώοι ή κεντροαριστεροί υιοθέτησαν είτε αναγκαστικά είτε ηθελημένα νεοφιλελεύθερες συνταγές για να διορθώσουν τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός, τιμωρήθηκαν σκληρά από τους ψηφοφόρους. Αυτό ισχύει και για τους δύο «μνημονιακούς» πρώην πρωθυπουργούς, τον Ιρλανδό Μπράιαν Κόουεν και τον Πορτογάλο Ζοζέ Σόκρατες. Η ίδια μοίρα μάλλον περιμένει του χρόνου και τον ισπανό Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο ή, για την ακρίβεια, τον διάδοχό του, αφού ο ίδιος δεν θα είναι υποψήφιος. Γιατί μπορεί η Ισπανία να μην έχει μπει στο μνημόνιο, ακολουθεί ωστόσο μια πολιτική λιτότητας σε πνεύμα μνημονίου κι έχει την υψηλότερη ανεργία στην ευρωζώνη. Ακόμα και η Φιλανδία, η οποία, χωρίς να βρίσκεται στην ίδια μοίρα με τις παραπάνω χώρες, δεν παύει να νιώθει κι αυτή τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης, εξέλεξε επίσης κεντροδεξιά κυβέρνηση και μάλιστα ανέδειξε τους εθνικιστές «Αληθινούς Φιλανδούς» από γκρουπούσκουλο σε τρίτη δύναμη.
Οσο για κάποιες πρόσφατες αναλαμπές της αριστεράς στην Ευρώπη, όπως με τις δημοτικές εκλογές στην Ιταλία και τη Γαλλία και τις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Βάδης-Βιρτεμβέργης στη Γερμανία, είναι πολύ λίγες -ακόμα- για να σηματοδοτήσουν μια γενικότερη στροφή. Στην Ιταλία υπάρχει η απέχθεια απέναντι στο πρόσωπο του Μπερλουσκόνι, στη Γερμανία η νίκη των Πράσινων σίγουρα σχετιζόταν με την καταστροφή της Φουκουσίμα και το ζήτημα των πυρηνικών αντιδραστήρων στη Γερμανία. Στη δε Γαλλία, οι Σοσιαλιστές θα χαίρονταν περισσότερο για την πρωτιά τους αν σχεδόν ο ένας στους δύο ψηφοφόρους δεν απείχε από την κάλπη και αν το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν δεν προέλαυνε επικίνδυνα.Από ό,τι φαίνεται, η κεντροαριστερά έχει πολύ δρόμο ακόμα για να αναγεννηθεί από τις στάχτες της και, κυρίως, να επανεφεύρει τον εαυτό της. «Οι Νέοι Εργατικοί στη Βρετανία, παρέα με άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα», σχολίαζε η «Guardian», «επέτρεψαν στις θριαμβολογίες για την ελεύθερη αγορά να επισκιάσουν τις ιστορικές δεσμεύσεις της αριστεράς για ρύθμιση των αγορών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ο τρίτος δρόμος δεν προσφέρει κανένα οδικό χάρτη εξόδου από την παρούσα οικονομική και πολιτική κρίση».http://www.enet.gr
«Οταν ξέσπασε η κρίση πριν από τρία χρόνια, πολλοί στην αριστερά πίστεψαν ότι θα ανανεωνόταν η υποστήριξη προς το κράτος του παρεμβατισμού» σχολιάζει η βρετανική «Guardian». «Αντιθέτως, η πλάστιγγα έγειρε με φόρα κατά της σοσιαλδημοκρατίας ανά την Ευρώπη. Διότι, όσο κι αν οι ψηφοφόροι ανησυχούσαν για τις μεγάλες ανισότητες που δημιουργούσαν οι απορρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, η εμπιστοσύνη τους στην παρεμβατική δύναμη του κράτους είχε πιάσει πάτο. Η κεντροδεξιά, στο μεταξύ, επαναπροσδιόρισε επιδέξια την κρίση ως μια κρίση των υπέρογκων κρατικών δαπανών, του υψηλού δημόσιου χρέους και των μη βιώσιμων ελλειμμάτων. Η τεράστια και γραφειοκρατική κυβέρνηση ήταν πλέον ο εχθρός».
Στη συνέχεια, όσοι κεντρώοι ή κεντροαριστεροί υιοθέτησαν είτε αναγκαστικά είτε ηθελημένα νεοφιλελεύθερες συνταγές για να διορθώσουν τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός, τιμωρήθηκαν σκληρά από τους ψηφοφόρους. Αυτό ισχύει και για τους δύο «μνημονιακούς» πρώην πρωθυπουργούς, τον Ιρλανδό Μπράιαν Κόουεν και τον Πορτογάλο Ζοζέ Σόκρατες. Η ίδια μοίρα μάλλον περιμένει του χρόνου και τον ισπανό Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο ή, για την ακρίβεια, τον διάδοχό του, αφού ο ίδιος δεν θα είναι υποψήφιος. Γιατί μπορεί η Ισπανία να μην έχει μπει στο μνημόνιο, ακολουθεί ωστόσο μια πολιτική λιτότητας σε πνεύμα μνημονίου κι έχει την υψηλότερη ανεργία στην ευρωζώνη. Ακόμα και η Φιλανδία, η οποία, χωρίς να βρίσκεται στην ίδια μοίρα με τις παραπάνω χώρες, δεν παύει να νιώθει κι αυτή τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης, εξέλεξε επίσης κεντροδεξιά κυβέρνηση και μάλιστα ανέδειξε τους εθνικιστές «Αληθινούς Φιλανδούς» από γκρουπούσκουλο σε τρίτη δύναμη.
Οσο για κάποιες πρόσφατες αναλαμπές της αριστεράς στην Ευρώπη, όπως με τις δημοτικές εκλογές στην Ιταλία και τη Γαλλία και τις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Βάδης-Βιρτεμβέργης στη Γερμανία, είναι πολύ λίγες -ακόμα- για να σηματοδοτήσουν μια γενικότερη στροφή. Στην Ιταλία υπάρχει η απέχθεια απέναντι στο πρόσωπο του Μπερλουσκόνι, στη Γερμανία η νίκη των Πράσινων σίγουρα σχετιζόταν με την καταστροφή της Φουκουσίμα και το ζήτημα των πυρηνικών αντιδραστήρων στη Γερμανία. Στη δε Γαλλία, οι Σοσιαλιστές θα χαίρονταν περισσότερο για την πρωτιά τους αν σχεδόν ο ένας στους δύο ψηφοφόρους δεν απείχε από την κάλπη και αν το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν δεν προέλαυνε επικίνδυνα.Από ό,τι φαίνεται, η κεντροαριστερά έχει πολύ δρόμο ακόμα για να αναγεννηθεί από τις στάχτες της και, κυρίως, να επανεφεύρει τον εαυτό της. «Οι Νέοι Εργατικοί στη Βρετανία, παρέα με άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα», σχολίαζε η «Guardian», «επέτρεψαν στις θριαμβολογίες για την ελεύθερη αγορά να επισκιάσουν τις ιστορικές δεσμεύσεις της αριστεράς για ρύθμιση των αγορών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ο τρίτος δρόμος δεν προσφέρει κανένα οδικό χάρτη εξόδου από την παρούσα οικονομική και πολιτική κρίση».http://www.enet.gr