Τι θέλει η Γερμανία; του Τάσου Τέλλογλου

Οι πολιτικοί του μεγάλου κυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας δεν απέκλειαν πλέον χθες (Τρίτη 16/8) την συναίνεση τους στην έκδοση ευρωομολόγου. Η χθεσινή συνάντηση Σαρκοζί-Μέρκελ στο Παρίσι ωστόσο κατέστησε σαφές ότι το ομόλογο θα βρίσκεται στο τέλος μιας διαδικασίας και όχι στην αρχή της και δεν θα είναι ένα εργαλείο τόνωσης της ζήτησης με έκδοση χρήματος αλλά θα βασίζεται σε μία –μερική έστω διαδικασία νομιμοποίησης– μέσω των εθνικών κοινοβουλίων της άντλησης από κοινού δανείων.
Πριν μερικές μέρες ο Οττμαρ Ισσινγκ, ένας από τους πρώην Γερμανούς κεντρικούς τραπεζίτες, που επηρεάζουν ακόμα σημαντικά το περιεχόμενο της λήψης των αποφάσεων τόσο στο Βερολίνο όσο και στην Φρανκφούρτη, θύμισε στους «Φαϊνάσιαλ Τάιμς» (Slithering to the wrong kind of Union , FT 8/8/2011) ότι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ ξέσπασε επειδή οι Άγγλοι θέλησαν να φορολογήσουν τους Αμερικάνους χωρίς να τους ρωτήσουν («καμία φορολόγηση χωρίς νομιμοποίηση»). Αυτό είναι το πολιτικό πρόβλημα που βρίσκεται στην καρδιά των χειρισμών της σημερινής κυβέρνησης του Βερολίνου.
Ο Ισσινγκ και οι άνθρωποι που πιστεύουν τα ίδια πράγματα με αυτόν -είναι η πλειοψηφία στη Γερμανία- πιστεύουν ότι η αλλαγή της δέσμευσης που περιέχεται στο άρθρο 125 της συνθήκης της Λισσαβώνας ότι κανένα κράτος δεν πρόκειται να αναλάβει τα χρέη άλλου κράτους, αποτέλεσε το «τυράκι» χάρη στο οποίο η πλειοψηφία των Γερμανών πείστηκε να εγκαταλείψει το μάρκο. Συνεπώς για να δανείζονται από κοινού οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να αλλάξουν οι συνθήκες. Χωρίς αλλαγή των συνθηκών δεν υπάρχει νομιμοποίηση για «κοινά δάνεια». Νομικίστικη προσέγγιση θα πει κάποιος; Όχι ακριβώς. Το κύριο επιχείρημα των χωρών του Βορρά που δεν έγιναν μέλη της νομισματικής ένωσης με πρώτη τη Σουηδία, ήταν ότι δεν είναι δυνατόν για ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της νομιμοποίησης να αποφασίζει μια διακρατικά συγκροτημένη ομάδα χωρών χωρίς νομιμοποίηση, πρόκειται στην ουσία για το επιχείρημα του Ισσινγκ.
Ας πούμε λοιπόν ότι αρχίζει η διαδικασία της αναθεώρησης των συνθηκών. Πότε θα τελειώσει; Μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας της έγκρισης της συνθήκης της Λισσαβώνας και της τελικά εγκεκριμένης «κολοβής» συνθήκης πέρασαν δέκα χρόνια. Ειδικοί υπολογίζουν σήμερα ότι όσο γρήγορα και αν δουλέψει η Ευρώπη δεν πρόκειται να αλλάξουν οι συνθήκες πριν περάσουν 2-2,5 χρόνια με το δημοψήφισμα για την έγκρισή τους στην Ιρλανδία να είναι υποχρεωτικό. Η έγκριση μιας τέτοιας αλλαγής δεν είναι καθόλου αυτονόητη ακόμα και αν σημάνει το τέλος της Ευρωζώνης όπως την ξέρουμε σήμερα. Τι θα απομείνει στα εθνικά κοινοβούλια αν «παραδώσουν» (σε ποιόν;) το δικαίωμα να καταρτίζουν και να ελέγχουν την εφαρμογή προϋπολογισμών;
Και θα περιμένουν οι αγορές τόσο; Ασφαλώς και όχι. Για αυτό η Γερμανία με τη Γαλλία διαλέγουν τη μέση οδό. Μιας οικονομικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο της διακυβερνητικής Ευρώπης που θα κάνει για χώρες όπως η Ελλάδα τα πράγματα ακόμα πιο αυστηρά, με υποχρεωτικές νομικές δεσμεύσεις ότι δεν θα χρεωνόμαστε  πάνω από το ποσοστό που ορίζουν οι συνθήκες και βέτο άσκηση ακόμα στενότερου ελέγχου στο ύψος των δαπανών και των εσόδων μας.
Στο τέλος αυτής της διαδικασίας το ευρωομόλογο θα είναι ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής που θα αποτελεί συνέχεια της σημερινής και όχι αντιστροφή της. Το κέρδος των υπέρμαχων του ομολόγου είναι ότι θα έχει ξεπεραστεί η θέση για αποφυγή της «από κοινού ανάληψης» του χρέους κάθε κράτους από άλλα κράτηhttp://www.protagon.gr.

Η λίστα ιστολογίων μου