Το αποτέλεσμα των κυριακάτικων ελληνικών εκλογών θεωρήθηκε από πολλούς ως η λογική κατάληξη των σκληρών μέτρων λιτότητας που επέβαλαν στην Ελλάδα οι πιστωτές τους. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης, που συμπεριλαμβάνει μεγάλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις του δημοσίου τομέα, οδήγησε σε πλατιά λαϊκή δυσαρέσκεια που ενίσχυσε με τη σειρά της τα κόμματα που απορρίπτουν τις διεθνείς δανειακές συμβάσεις της Ελλάδας.Αλλά το ελληνικό πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Αν και τα μέτρα λιτότητας έπαιξαν κάποιο ρόλο στη λαϊκή δυσαρέσκεια, αυτό που κυρίως καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα είναι η αντίθεση σε κάθε σκέψη για διαρθρωτικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία.
Τα κόμματα που κέρδισαν τις εκλογές, ιδίως ο «συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ) που κέρδισε τη δεύτερη θέση, δεν αντιτίθενται απλά στα μέτρα λιτότητας. Αυτό στο οποίο κυρίως αντιπαρατίθεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάθε διαρθρωτική αλλαγή που θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Επί παραδείγματι το κόμμα αντιτίθεται μονίμως στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή άλλες μεταρρυθμίσεις στο κλυδωνιζόμενο εκπαιδευτικό σύστημα. Αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στη μείωση της κρατικής γραφειοκρατίας ή στη μεταρρύθμιση της ανελαστικής αγοράς εργασίας.
Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ, που από χτες επιχειρεί να ηγηθεί της νέας ελληνικής κυβέρνησης, έχει παραμείνει σιωπηλός ως προς την ανάγκη να παταχθεί η πλατιά διαδεδομένη δωροληψία και η διαφθορά που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του δημοσίου τομέα. Ως μόνη αγωγή για την ασθένεια της ελληνικής οικονομίας θεωρεί την στάση πληρωμών, την κατάσχεση του πλούτου των πλουσίων και το παραγέμισμα του διογκωμένου δημοσίου τομέα με ακόμα περισσότερους υπαλλήλους. Ως μέτρο καταπολέμησης της ανεργίας, ο ηγέτης του Αλέξης Τσίπρας ζήτησε την πρόσληψη 150,000 νέων δημοσίων υπαλλήλων.
Σήμερα η ελληνική αριστερά δεν εκπροσωπεί το βιομηχανικό προλεταριάτο στον αγώνα του για οικειοποίηση μεγαλύτερης φέτας από την πίτα του εθνικού πλούτου. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί όλες τις προνομιούχες ομάδες που αναπτύχθηκαν και άνθησαν χάρη στο κατεστημένο ελληνικό πολιτικό σύστημα κι απειλούνται τώρα από τη μεταρρύθμισή του. Αντλεί την υποστήριξή του από μια σειρά επαγγελματικές ομάδες -δικηγόρους, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους και δημοσίους υπαλλήλους- που θεωρούν πως οι δουλειές τους θα απειληθούν αν η ελληνική οικονομία ανοίξει στο διεθνή ανταγωνισμό.
Παράλληλα, οι διστακτικές αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Καθ' όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο κ. Τσίπρας διατυμπάνιζε πως ακόμα κι αν η Ελλάδα απέρριπτε μονομερώς τις συμφωνίες με τους δανειστές τους, η χώρα δεν θα υφίστατο ουσιαστικά καμία επίπτωση. Ισχυριζόταν πως η Γερμανία είναι απρόθυμη να εξωθήσει την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης ή να διακόψει τη χρηματοδότησή της, διότι αυτό θα είχε επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία και τις τράπεζές της. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την ελληνική αριστερά, οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτούν αενάως τα ελληνικά ελλείμματα, ό,τι κι αν συμβεί. Οπότε, αν η Ελλάδα είχε την ψυχραιμία να παίξει σκληρά και να μπλοφάρει, το ελληνικό πάρτι θα μπορούσε να συνεχίζεται χωρίς σταματημό.
Φοβούμενη κατά πάσα πιθανότητα μήπως εκπληρώσει μια αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία, η υπόλοιπη ΕΕ –ιδίως η Γερμανία- δεν κατόρθωσε ή δε θέλησε να αρθρώσει με συγκεκριμένο και αξιόπιστο τρόπο τι πρόκειται να συμβεί αν η Ελλάδα αρνηθεί να εφαρμόσει τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις. Αν οι Βρυξέλλες είχαν δηλώσει σταράτα πως κάθε άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί με τα συμπεφωνημένα θα σήμαινε την ακαριαία απέλασή της από την ευρωζώνη αλλά και από την ΕΕ, το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα πολύ διαφορετικό.http://tvxs.gr