Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη. Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.
Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά./ Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις./ Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος./ Η εκπόρθηση να φτάσει ώς τις ρίζες των βουνών».
Ζούμε στην εποχή της ριζικής εκπόρθησης και του τέλειου εξευτελισμού. Ελπίζουμε πως το μέλλον ανήκει στους Homines Universales.
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Αναδημοσίευση από kibi-blog.blogspot.com