Πολύ βαρύτερο από το αναμενόμενο θα είναι ότι το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει για την κλιματική αλλαγή, όπως επισημαίνει νέα επιστημονική μελέτη, προσθέτοντας μάλιστα πως αυτό θα το δούμε πολύ νωρίτερα από τους αρχικούς υπολογισμούς.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στ επιστημονικό περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS)», πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είτε θα μεταναστεύσουν είτε θα αναγκαστούν να ζούν υπό αφόρητες συνθήκες ζέστης, για κάθε επιπλέον αύξηση ενός βαθμού Κελσίου στην παγκόσμια θερμοκρασία.
Όπως σημειώνει ο Guardian, ακόμη και οι συντάκτες της μελέτης φαίνεται να τρομοκρατήθηκαν από τα ευρήματά της, διαπιστώνοντας πόσο ευάλωτο είναι το ανθρώπινο είδος.
«Οι αριθμοί είναι κυριολεκτικά εκτός λογικής. Χρειάστηκε να τους δω δυο και τρεις φορές για να τους χωρέσει ο νους μου» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τιμ Λέντον από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ.
Το «κλιματικό πλαίσιο» αλλάζει βίαια
Η μελέτη θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της το πώς η εν λόγω κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τον βιότοπο, όπου ζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας ζούσε ανέκαθεν σε περιοχές όπου οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται από 6 και 28 βαθμούς Κελσίου, κάτι που είναι ιδανικό για την ανθρώπινη υγεία και την παραγωγή τροφίμων. Αυτό το κρίσιμο όμως σημείο φαίνεται να μετατοπίζεται και να συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας υπερθέρμανσης λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το αποτέλεσμα είναι να ωθούνται όλο και περισσότεροι σε αυτό που περιγράφεται από τους συντάκτες της μελέτης ως «σχεδόν μη βιώσιμα άκρα».
Πρέπει να σημειωθεί δε ότι ανθρωπότητα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, καθώς συγκεντρώνεται ως επί το πλείστον στ χερσαίο τμήμα, το οποίο θερμαίνεται γρηγορότερα από τους ωκεανούς, αλλά και επειδή το μεγαλύτερο μέρος της μελλοντικής αύξησης του πληθυσμού θα είναι στις ήδη πολύ θερμές περιοχές της Αφρικής και της Ασίας.
Ως αποτέλεσμα αυτών των δημογραφικών παραγόντων, ο μέσος άνθρωπος αναμένεται να βιώσει μια αύξηση θερμοκρασίας 7,5 βαθμών Κελσίου, όταν οι παγκόσμιες θερμοκρασίες φτάσουν τους 3 βαθμούς, με βάση τις προβλέψεις για τα τέλη αυτού του αιώνα. Με αυτά τα δεδομένα, περίπου το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένεται να βρεθεί να ζει σε συνθήκες ακραίας ζέστης, η οποία ορίζεται ως μια μέση ετήσια θερμοκρασία 29 βαθμών Κελσίου. Αυτές οι συνθήκες σήμερα συναντώνται πολύ σπάνια εκτός των πλέον θερμών περιοχών της Σαχάρας, όμως με την επέλαση της υπερθέρμανσης του πλανήτη ίσως «καλύψουν» στο μέλλον 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους στην Ινδία, 485 εκατομμύρια στη Νιγηρία και πάνω από 100 εκατομμύρια σε Πακιστάν, Ινδονησία και Σουδάν.
«Σε 50 χρόνια θα δούμε αλλαγές που δεν είδαμε τα τελευταία 6.000 χρόνια»
Κάτι τέτοιο σύμφωνα με τη μελέτη θα δημιουργούσε τεράστια κύματα μετανάστευσης, ενώ παράλληλα θα προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στα παγκόσμια επισιτιστικά συστήματα.
«Πρέπει να επισημάνουμε ότι μέσες θερμοκρασίες πάνω από 29 βαθμούς Κελσίου δεν είναι εύκολα βιώσιμες. Κάποιος πρέπει ή να μεταναστεύσει ή αν βρει τρόπους προσαρμογής. Υπάρχουν όμως όρια στην προσαρμογή. Εάν έχει καποιος αρκετά χρήματα και ενέργεια, για να έχει κλιματισμό και προμήθειες φαγητού, τότε μπορεί να τα καταφέρει. Αλλά αυτό δεν ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους », δηλώνει ένας από τους κύριους συγγραφείς της μελέτης, ο καθηγητής Μάρτεν Σέφερ από το Πανεπιστήμιο του Βαγκενίγκε.
«Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν περιορισμοί από τη θερμοκρασία στους βιότοπους των περισσότερων ειδών. Για παράδειγμα, οι πιγκουίνοι ζουν μόνο σε κρύο νερό και τα κοράλλια μόνο σε ζεστό νερό. Αλλά δεν περιμέναμε οι άνθρωποι να είναι τόσο ευαίσθητοι. Θεωρούμε τον εαυτό μας πολύ προσαρμόσιμο γιατί χρησιμοποιούμε ρούχα, θέρμανση και κλιματισμό. Αλλά, στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ζουν - και έχουν ζήσει πάντα - μέσα σε ένα κλιματικό πλαίσιο, που σήμερα αλλάζει όπως ποτέ άλλοτε» αναφέρει ο Σέφερ και καταλήγει σε δραματικό τόνο: «Θα μας εκπλήξει το μέγεθος του “σεισμού” που θα μας χτυπήσει. Τα επόμενα 50 χρόνια χρόνια θα δούμε αλλαγές, τις οποίες δεν είδαμε τα τελευταία 6.000 χρόνια».https://tvxs.gr